Είναι πολύς πια ο κόσμος που βρίζει και μουντζώνει τους πολιτικούς. Είναι μέγα το πλήθος που βρίζει και μουντζώνει τη Βουλή. Και θα ήταν φυσικά βλακώδες να υπερασπίσει ένας δημοσιογράφος τους πολιτικούς ή τη Βουλή. Δεν θέλει πολύ… να έχει την ίδια τύχη! “Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο”… Άλλο είναι το θέμα…

Μέχρι το 2010 παρατηρούσαμε για χρόνια μια σταθερά αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, ιδίως της νεολαίας. Και γράφαμε γι’ αυτήν με τρόμο. Διατυπώναμε τους κινδύνους από την αποστασιοποίηση των νέων, κυρίως. Ξαφνικά, με την κεραμίδα που έπεσε στο κεφάλι ολουνών, ένα τεράστιο πλήθος άρχισε να μιλάει για την πολιτική, κι όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτή τη χώρα, με πάθος. Όπως τότε που κέρδισε η Εθνική Ομάδα Ποδοσφαίρου το Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο ακόμα και οι γιαγιάδες στα χωριά… Μιλούσαν για τον Ζαγοράκη σα να ήταν τ’ αγγόνι τους…

Ήταν μια βίαιη πολιτικοποίηση. Και, φυσικά, περιείχε όλες τις παθογένειες της πρότερης και μακράς αδιαφορίας. Χαρακτηριστικότερη από τις παθογένειες αυτές ήταν η άγνοια. Όσο ήξεραν οι γιαγιάδες στα χωριά από ποδόσφαιρο το 2004, άλλο τόσο ήξεραν από πολιτική οι “αγανακτισμένοι” το 2011… Και, φυσικά, το πρόβλημα, αντί να μπει στις σωστές του βάσεις, μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο. Έγινε μύλος.

Η λογική που εκφράζεται σε όλους τους τόνους από την πλειοψηφία του λαού, είναι σαφής: Θέλει να βάλει μπουρλότο στη Βουλή. Θέλει να καταργήσει τους βουλευτές. Εντάξει. Να πάρουμε ως αφετηρία την επιθυμία του λαού, τη σκέψη του, το αίσθημά του. Αυτός είναι ο κυρίαρχος στη Δημοκρατία, δε μπορούμε να τον αγνοήσουμε, δεν πρέπει. Για να ευθυγραμμιστείς όμως μαζί του στο ξήλωμα του κοινοβουλευτισμού, για να βάλεις κι εσύ μαζί με το πλήθος φωτιά και… “να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”, πρέπει να σου πει κάποιος το εξής απλό: Τι θα βάλουμε στη θέση της Βουλής, όταν την κάψουμε; Ποιον θα βάλουμε κυβερνήτη, όταν κρεμάσουμε τους πολιτικούς και κάψουμε τη Βουλή. Ποιον; Να κυβερνήσει πώς; Πρέπει να διατυπωθεί ο λόγος αυτός, για να πει σε όλους καθαρά ποιος θα είναι ο κυβερνήτης και πώς θα κυβερνήσει: Με Βουλή ή χωρίς Βουλή; Με βουλευτές ή με αυλικούς στην άσκηση της εξουσίας. Με Δημάρχους ή με Λοχαγούς επικεφαλής των Δήμων;

Αλλά σ’ αυτό το ερώτημα ΔΕΝ απαντάει κανείς. Το πλήθος, αμήχανο, κάθε πολίτης που ανήκει στο πλήθος, ναι, αμήχανος, λέει “τότε… θα δούμε”. Και συμπληρώνει: “Αρκεί να φύγουν οι κλέφτες”. Κάποιοι άλλοι όμως, πίσω από το πλήθος, αυτοί που ετοιμάζουν το σύνθημα και το πετάνε στον όχλο για να το κάνει βουή, αυτοί ξέρουν. Έχουν απάντηση στο ερώτημα, μόνο που… δεν τη λένε. Την κρατάνε για τον εαυτό τους. Έχουν πολλούς λόγους να το κάνουν έτσι. ΑΥΤΟΙ θα είναι ΕΚΕΙ την κρίσιμη ώρα για να παρέμβουν. Είναι λίγοι, άρα ευκίνητοι.

έρουν καλά ότι “ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται”… Κρατάνε για τον εαυτό τους το ρόλο του λύκου. Και, να είστε σίγουροι, ΑΥΤΟΙ, θα χαρούν πολλοί στην αναμπουμπούλα, την περιμένουν χρόνια, δηλαδή δεκαετίες, την σχεδιάζουν, την αναπροσαρμόζουν στις εξελίξεις, ετοιμάζονται για την “κρίσιμη ώρα”, για το λαϊκό πραξικόπημα που φιλοτεχνούν επίμονα, το κεντάνε στον καμβά της Ιστορίας μελετώντας επιστημονικά τις συμπεριφορές της μάζας.

Η αλήθεια δεν είναι δημοφιλής στο λαό. Η τσιχλόφουσκα είναι. Του δίνουν λοιπόν τσιχλόφουσκες για να μασάει. Σ’ εμάς δεν αρέσουν οι τσιχλόφουσκες. Γι’ αυτό και θα το πούμε ευθέως: Ο λαός που αισθάνεται απέχθεια για τους θεσμούς της Δημοκρατίας (τη Βουλή, τον Τύπο, την Πολιτική, τον Διάλογο, την Πειθώ) αυτός ο λαός που υπάρχει γύρω μας αυτή την ώρα, κακά τα ψέματα, είναι έτοιμος να δεχτεί την πιο στυγνή δικτατορία. Και θα χαρεί πολύ αν γίνει. Αν η δικτατορία αυτή θα είναι στρατιωτική ή λαϊκή δεν έχει καμία σημασία. Και οι δύο είναι ο ίδιος φασισμός. Αποδεδειγμένα.

Εν κατακλείδι: Το θέμα του δημοσιογράφου, εδώ, ΔΕΝ είναι η υπεράσπιση των πολιτικών, ούτε της Βουλής, ούτε καν της Δημοκρατίας. Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό, ως συνήθως… Το θέμα είναι άλλο: Πώς βλέπουμε το μέλλον της χώρας, το μέλλον του κόσμου… Τι θέλουμε ν’ αλλάξουμε σ’ αυτόν… Πρέπει να πούμε πειστικά στο παιδί μας πώς, τι… Αν έχουμε να του πούμε μόνο ότι “όλα είναι στημένα”… καλύτερα να το σκοτώναμε… Τι χειρότερο να του κληρονομήσουμε από την θεωρία ότι “δεν έχει τίποτα νόημα”;

Λοιπόν, αν δεν μπορούμε οι ίδιοι να πούμε στο παιδί μας κάτι καλό, καλύτερα ν’ ακούσουμε εκείνους που έχουν να πουν κάτι… Να σεβαστούμε το λόγο τους, αντί να πετροβολάμε σε κάθε λέξη που “δεν μας κάθεται”… Διότι, αν δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε κανέναν, παρά μόνο τη γκλάβα μας, τότε καλύτερα ν’ ανοίξουμε καρτέλα στον ψυχίατρο…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ