Ο Όμηρος, ο Υφαντής και ο Μαυρόπουλος παρακολουθούν τον Δία και την Ήρα
*** Το πιο κάτω κείμενο ανασύραμε από το αρχείο της «Αναγγελίας» (έκδοση 255) και το παραθέτουμε για να δώσει ένα στίγμα στο πρώτο τεύχος του «Τυμπάνου»:
(Μάρτιος 2008): Με πήρε πριν πολύ καιρό στο τηλέφωνο ο Γιάννης Υφαντής και ανάμεσα στ’ άλλα μου διάβασε τη μετάφραση που επιχείρησε στο Ξ, 340-351 της Ιλιάδας. Και ήταν μια λυτρωτική τηλεφωνική συνδιάλεξη αυτή. Πολύ αργότερα πήρα με το «Βήμα» τους δύο τόμους της Ιλιάδας σε μετάφραση Θεόδωρου Μαυρόπουλου (Εκδόσεις Ζήτρος, σειρά «αρχαίοι συγγραφείς») και για τους ίδιους στίχους διάβασα μια άλλη μετάφραση. Θυμήθηκα τον Γιάννη Υφαντή και του ζήτησα να μου στείλει την δική του. Άργησε να το κάνει, αλλά κάποτε ήρθε στο e-mail με το εισαγωγικό σημείωμα που έλεγε τα εξής: «Παντελή άργησα. Συγγνώμη. Μα χαίρομαι που ανταποκρίνομαι έστω κι αργά. Μ’ αγγίζει η δυστυχία όταν καθυστερώ τα όσα έχω υποσχεθεί. Χρέος μεγαλύτερο από το οικονομικό είναι ο λόγος που δίνουμε. Φιλώ σε! Γ.Υ.».
Βάζοντας δίπλα – δίπλα τα δύο κείμενα και διαβάζοντάς τα εκ νέου ήρθε μπροστά το αέναο μεταφραστικό ζήτημα και τα προβλήματά του. Χωρίς να μπούμε σ’ αυτά τα προβλήματα των ειδικών θα παραθέσουμε τα δύο κείμενα που μιλούν για το ίδιο θέμα για να βγάλει ο κάθε αναγνώστης τα συμπεράσματά του, αλλά πρωτίστως για να ευφρανθεί από την θεία σκηνή που ο Όμηρος καταγράφει βάζοντάς μας και στην απορία πώς ήξερε τόσες λεπτομέρειες ο αθεόφοβος για τα θεϊκά κρεβάτια!
Η μετάφραση του Θεόδωρου Μαυρόπουλου:
Γύρισε κι αποκρίθηκε ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος, Ήρα μου μη φοβάσαι
πως θα μας δει. Με σύννεφο χρυσό θα σε σκεπάσω.
Αυτό ούτε ο Ήλιος μπορεί να διαπεράσει
κι ας έχει δυνατό το φως να διαπερνάει όλα».
Είπε και τη γυναίκα του αγκάλιασε ο Δίας.
Χορτάρι νιόβλαστο η γη ξεφύτρωσε από κάτω
κρόκο. Τριφύλλι δροσερό, πυκνό, γλυκό ζουμπούλι,
για να ξαπλώνουν μαλακά, τη γη να μην εγγίζουν.
Ξάπλωσαν τότε εκεί οι δυο σε σύννεφο κρυμμένοι
όμορφο και χρυσό. Δροσιές λαμποκοπούσαν πάνω.
Η μετάφραση του Γιάννη Υφαντή:
Κι ο Δίας της απάντησε ο Νεφεληγερέτης.
«Ήρα εδώ μη φοβηθείς μήπως θεός κανένας
ή και θνητός κάποιος μας δει, θ’ απλώσω γύρω νέφος
χρυσό που θα καλύψει μας και ούτε καν ο ήλιος
με τις λαμπρές αχτίνες του μπορεί να το τρυπήσει».
Είπε και τη γυναίκα του αγκάλιασεν ο Δίας.
Κ’ η θεία γη βγάζει χλωρό κι ολόφρεσκο χορτάρι
και κρόκους και υάκινθους, λωτούς να τους βαστάζουν
να μην αγγίζουνε τη γη τα θεϊκά κορμιά τους.
Έτσι αγκαλιάζονταν αυτοί μες στη χρυσή νεφέλη
που μ’ άχνη τους εδρόσιζε και λαμπερές σταγόνες.
Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013