Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Αγώνας επιβίωσης

Κοινοποίηση

ΔΙΗΓΗΜΑ της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου

– Ελάτε να συνεννοηθούμε για τις φουρνιές, δεν μπορώ να παραγγέλνω σε καθεμιά χωριστά, έχω τόσα πράγματα να σκεφτώ.

– Αμέσως θεία Καλλιόπη, δε θα σου χαλάσουμε χατίρι, μέρες που έρχονται. Κι εμείς θέλουμε τάξη.

– Είδατε που έχω δίκαιο; Δε χρειάζεται μετά να κουτσομπολεύετε στο χωριό, εγώ παρατάω τα παιδιά μου, για να τα βγάλω πέρα, να μη δίνουμε δα δικαιώματα και στους αφεντάδες.

– Αφεντάδες τους μάθαμε και το ‘χουν πάρει πάνω τους και μας τα αναθέτουν όλα εν λευκώ.

– Όχι δα κι όλα…

Κι όλες βάλανε τα χάχανα κι ο διάλογος με τη θεια – Καλλιόπη τη φουρνάρισσα συνεχίστηκε, ώσπου κανονίσανε την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη φουρνιά. Και φυσικά τα παράπονα στην άκρη. Δεν τα σήκωνε αυτά «η προγιαστή», έτσι τη λέγανε όλες στο χωριό και σούζα σ’ ό,τι τους έλεγε.

Μέσα Δεκέμβρη και σε λίγες μέρες Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και Φώτα. Στο φούρνο του χωριού έφτιαχναν τα πάντα: Κουραμπιέδες, Χριστόψωμα, σταυρούς, βλάχες, μουστοκούλουρα, πατσούρια, καρβέλια, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας και τις υποχρεώσεις που είχαν. Έπειτα ήταν και τα φαγητά που ψήνανε εκεί.

Πώς λοιπόν η καθεμιά θα ήταν σίγουρη πως το δικό της φαγητό ή ψωμί δε θα ‘μενε έξω απ’ το φούρνο; Γι’ αυτό μια βδομάδα πριν ήξερε τη σειρά της κι η θεια Καλλιόπη τη δουλειά που είχε. Και τα παιδιά της πόσες στράτες θα πάνε στη Λαγκάδα να φέρουν ξύλα. Είχε δύο αγόρια και μια κόρη. Τ’ αγόρια φροντίζανε για τα ξύλα, δώδεκα και δεκαπέντε χρονών παλικαράκια, ούτε φυσικά να διανοηθούν πως θα πηγαίνανε για σπουδές μετά το Δημοτικό. Όσο για την κόρη; Αυτή έπρεπε να τα μάθει όλα, να ‘ναι προκομμένη σα θα παντρευτεί. Και να βοηθάει τη μάνα της. Ευτυχώς που το πηγάδι ήτανε στο σπίτι κοντά. Πολλές φορές τη μέρα ανεβοκατέβαινε με την τέντζερη στο κεφάλι.

– Θεια – Καλλιόπη είναι μικρή η Μαρία σου, μην την παιδεύεις τόσο με το νεροκουβάλημα.

– Δεν έχει ανάγκη, ποιος θα φέρει το νερό; Εγώ τι έπαθα που το κουβαλούσα στο χωριό μου, μισή ώρα μακριά; Κι έπειτα άσε να τη δει και κανένας λεβέντης στο Φρυά, να την παντρέψω, να την αποκαταστήσω.

– Το σκέφτεσαι τόσο νωρίς;

– Και το ρωτάς; Σα βρεθεί κάποιος να του αρέσει, έφυγε. Να ‘ναι νοικοκυρά κι εγώ να χαρώ τ’ αγγόνια μου. Μετά να παντρέψω και τ’ αγόρια μου και να ζήσω με τις νυφάδες.

– Αυτό θέλεις τέτοιες εποχές;

– Ναι, γιατί; Εγώ σαν παντρεύτηκα, με πάντρεψαν δηλαδή, είχα ανύπαντρες δυο αδερφές, μια κουνιάδα και μια γεροντοκόρη θεία του άνδρα μου. Για πολλά χρόνια, ξέρεις εσύ, έζησα με τα πεθερικά μου, βοήθησα τις αδερφές μου να παντρευτούν, προξένεψα την κουνιάδα μου, όχι που θα την άφηνα και ανέχτηκα τις δυο μου συννυφάδες. Καλά δεν είμαι; Πώς με βλέπεις;

– Μια χαρά είσαι, καλύτερη από νιόπαντρη.

– Ε, όχι και καλύτερη, κάτι ξέρανε οι παλιοί που λέγανε «παν’ τα νιάτα παν’ τα κάλλη, δεν ξαναγυρίζουν πάλι».

Η συζήτηση καλά κρατούσε με τις γειτόνισσες ή τις χωριανές, όταν είχε ευκαιρία. Και καλά είπε «προξένεψε», γιατί ακόμα και προξενήτρα γύρναγε στα χωριά, κυρίως τις μέρες που δεν είχε πολλή δουλειά στο φούρνο. Μιτζίτικος φούρνος, περιζήτητος στο χωριό, τον βρήκε εκεί απ’ τον πεθερό της. Μα σαν εκείνος αδυνάτισε και δε βαστούσαν τα πόδια του της έμαθε την τέχνη. Ήταν προκομμένη, μεγαλύτερη απ’ τον άνδρα της, που όταν την είδε στη Λίζαινα που έπλενε τα ρούχα, έβαλε προξενητή να τη γυρέψει, να προστατέψει και τον ίδιο και τους δικούς του. Κι οι γονείς της δεχτήκανε. Γιατί τότε ήταν προνόμιο να ‘ναι το πηγάδι κοντά στο σπίτι, μα ήταν και λεβέντης ο άνδρας της, που όμως ασχολούνταν μόνο με τα γεωργικά.

Έτσι έμαθε να δουλεύει στο φούρνο. Σηκωνόταν μεσάνυχτα και βαρούσε το κόρνο, για να ζυμώσουν οι νοικοκυρές. Κι αυτή απόρησε σαν το πρωτοείδε. Ένα μεγάλο κοχύλι, τρυπημένο στο πίσω μέρος που το φυσούσε κι έβγαζε ένα ήχο σαν το βαπόρι που φεύγει. Κι ακουγόταν στο χωριό κι οι νοικοκυρές που ήθελαν να φέρουν ψωμί, άρχιζαν να ζυμώνουν.

Δεύτερη φορά το κόρνο, για να πλάσουν το ψωμί και να το βάλουν στις πινακωτές, που τις έστρωναν με καθαρά μεσάλια. Τότε έκανε κάποιες δουλειές του σπιτιού και πήγαινε ν’ ανάψει το φούρνο με τα ξύλα που κουβαλούσαν τ’ αγόρια και τα πόστιαζαν σε μέρος της αυλής, έτοιμα για χρήση. Και σαν ο φούρνος καιγόταν τρίτη φορά το κόρνο, να φέρουν το ψωμί που είχε γίνει. Κατέβαιναν όλες ξημερώνοντας με τις πινακωτές στο κεφάλι, με βιάση ν’ αφήσουν στη θεια – Καλλιόπη το ψωμί και να πάνε στις δουλειές τους, όπου η καθεμιά κανόνιζε. Ή καθόντουσαν λίγο, ώσπου να το βάλει στο φούρνο και λέγανε τα νέα η μια στην άλλη. Η θεια – Καλλιόπη έπαιρνε το συδαύλι κι έβγαζε τη θράκα κι έπειτα με την πάνα, ένα πανί δεμένο σε μακρύ ξύλο, καθάριζε την επιφάνεια απ’ τη στάχτη και με το φτυάρι έπαιρνε ένα – ένα τα καρβέλια απ’ την πινακωτή και τα φούρνιζε. Τίποτα παραπάνω, μόνο τα συμφωνημένα και αν είχε χώρο, φαγητό για την οικογένειά της.

Και μετά από ώρα, αυτή ήξερε πόση ανάλογα με το τι έψηνε, ξεφούρνιζε το αχνιστό ζεστοφούρνι και μοσκοβόλαγε ο τόπος απ’ τα γλυκά, τα πατσούρια, το ψωμί, τα φαγητά. Πάντα καλοπροαίρετη, πολυλογού, αλλά και αυστηρή αν δεν τηρούνταν η συμφωνία και μπερδεύονταν οι ώρες κι οι νοικοκυρές. Κι έπειτα δεύτερη και τρίτη φουρνιά κι ο κόρνος να βαράει ως τ’ απόγευμα. Η αμοιβή της; Πάντα σε είδος. Ό,τι η καθεμιά έψηνε της έδινε το ανάλογο. Ποτέ χρήματα. Γι’ αυτό η οικογένειά της χορτάτη απ’ όλα. Η κούραση μεγάλη, ο ιδρώτας ποτάμι, αλλά εκείνη εκεί.

Εκείνο το Δεκέμβρη είχε πολλή δουλειά, αλλά πετούσε απ’ τη χαρά της, γιατί η Μαρία της μεγάλωσε, ομόρφυνε, τέλειωσε και το σχολείο και έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν προληπτική, κάπου βρήκε μια βασκαντήρα, την τρύπησε και της τη φόρεσε στο λαιμό. Κι εκείνη καμάρωνε και πηγαινοερχόταν στη μοδίστρα που της έφτιαχνε καινούριο φουστάνι, κόκκινο σαν τη φωτιά. Δεν έλεγε πολλά με τις χωριανές, μα εκείνες θαυμάζανε τα κάλλη της. Και σα βρίσκανε ευκαιρία, ζητούσανε απ’ τη θεια – Καλλιόπη να τους εξηγήσει τα όνειρα που είδαν το προηγούμενο βράδυ, γιατί ήταν κι ονειροκρίτρα. Είχε μάθει να εξηγεί το καλό και το κακό όνειρο απ’ τη γεροντοκόρη θεια του άντρα της, που μονολογούσε πως οι νεράιδες στη Λαγκάδα την πήρανε και της μάθανε να εξηγεί τα όνειρα. Κι αν κάποιο έβγαινε αληθινό, εκείνες πιστεύανε στην τέχνη της θεια – Καλλιόπης κι έτσι της λέγανε τα όνειρά τους. Κι εκείνη που τις είχε ψυχολογήσει έλεγε και κανένα ψέμα, να τους φτιάχνει τη διάθεση.

Την παραμονή Χριστουγέννων την πέρασε στο φούρνο, απ’ τα μεσάνυχτα ως τη γέννηση του Κυρίου. Τις είδε όλες τις «πελάτισσές» της.

– Και του Χρόνου, Καλά Χριστούγεννα, ο Κύριος να σας δώσει όλα τα καλά.

– Σ’ ευχαριστούμε θεια – Καλλιόπη, να ‘σαι καλά να μας ψήνεις όλα όσα φέρνουμε και να συναντιόμαστε να λέμε νέα.

Ευχές, πολλές ευχές αλλάζανε και γέμισε το σπίτι απ’ όλα τα καλά. Γιατί η καθεμιά άφηνε ό,τι έπρεπε και σα μαζευτήκανε στα σπίτια τους, η θεια – Καλλιόπη θα είχε επιτέλους τη μέρα των Χριστουγέννων να ξαποστάσει, να πάει στην εκκλησιά, να κάνει τα έθιμα της μέρας και να χαρεί κι αυτή και οι δικοί της άνθρωποι. Όταν γυρίσανε απ’ την εκκλησιά, λάμπανε όλοι τους μα πιο πολύ άστραφτε η Μαρία, λουλούδι που μόλις είχε ανθίσει. Και ξαφνικά η πόρτα χτύπησε κι αλαφιαστήκανε, γιατί τη μέρα εκείνη τη γιορτάζανε οικογενειακά.

– Πήγαινε Μαρία μου ν’ ανοίξεις, ποιος είναι πάλι;

– Αμέσως μάνα, είπε το κορίτσι και τράβηξε προς την πόρτα.

– Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα, να περάσουμε;

– Περάστε, είπε αμήχανα η Μαρία.

Οι δυο άγνωστοι γι’ αυτήν ήταν προξενητάδες απ’ το διπλανό χωριό. Τους γνώρισε η θεια – Καλλιόπη, τους καλοδέχτηκε, τους φίλεψε ό,τι θέλανε κι εκείνοι κάθονταν αμήχανοι, λες και κάτι θέλανε να ξεστομίσουν. Εκείνη όμως υποψιάστηκε, γιατί ήξερε τις δραστηριότητες του ενός.

– Λοιπόν, σας ακούω, ποιος ο σκοπός της επίσκεψής σας χρονιάρα μέρα;

– Να κυρά μου…

– Κάτι μου πάει στο μυαλό, για συνέχισε.

– Να ο γιος μου, ξέρεις, ο Μιχάλης, είδε την κόρη σου…

– Μαρία πήγαινε στην κάμαρη, φώναξε η θεια Καλλιόπη τη μικρή, που αμέσως έγινε καπνός.

– Την ξεχώρισε απ’ όλα τα κορίτσια, τη θέλει, ήρθα να σου τη ζητήσω για νύφη.

– Μα τι λες; Μόλις ένα χρόνο έχει που τέλειωσε το Δημοτικό, δεν…

– Τώρα τη θέλει. Είναι παλαβός γι’ αυτήν, θα περάσει καλά, στο υπόσχομαι, στο σπίτι θα μένει κι έχουμε καινούργιο σπίτι για το Μιχάλη μου. Θα ‘ρχεται όποτε τη θες και τίποτα δε θα της λείψει.

– Καλά, άσε μας λίγο να σκεφτούμε και θα απαντήσω.

– Σε μια βδομάδα το πολύ. Να γίνουν οι αρραβώνες στις γιορτές, το γοργόν και χάριν έχει, γιατί να καθυστερούμε, γύρισε από φαντάρος ο Μιχάλης μου, είναι ό,τι πρέπει.

– Θα το κουβεντιάσουμε και θα σου στείλω μαντάτο. Απόλυτη η θεια – Καλλιόπη, τους χαιρέτησε, τους φίλεψε για τη μέρα και ξεκινήσανε να φύγουν.

– Α, το σπουδαιότερο, δε θέλω προίκα, μόνο τη Μαρία σου, τ’ άκουσες;

– Καλά, στην ευχή του Θεού, θα συνεννοηθούμε.

Την ίδια στιγμή κάλεσε τη Μαρία, τ’ αγόρια, τον άνδρα της να σκεφτούν και με τη βοήθεια του θείου βρέφους ν’ αποφασίσουν. Και φυσικά τ’ όνειρό της πραγματοποιήθηκε. Δεν είχε αναστολές. Ποτέ δεν τυραγνούσε το μυαλό της. Η ζωή συνεχιζόταν. Οι αρραβώνες έγιναν την Πρωτοχρονιά. Λεβέντης ο γαμπρός, κούκλα η Μαρία της κι αυτή θα είχε την ελεύθερη επιλογή της προίκας, μεγάλο καλό αυτό. Κι έπειτα θα έπαιρναν και τ’ αγόρια σειρά και μόλις γυρνούσαν από φαντάροι θα τα πάντρευε κι αυτά. Είχε καιρό να σκεφτεί ποια κορίτσια ήθελε για νύφες της. Κι ο φούρνος συνέχισε την ιστορία του και μετά τις γιορτές. Συνεχής αγώνας επιβίωσης.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Χάχανα=γέλια
Βλάχες=κούκλες από ψωμί με σταφιδίσια μάτια
Τέντζερη=χάλκινο σκεύος
Μεσάλια=τραπεζομάντιλα
Ποστιάζω=βάζω σε σειρά
Συδαύλι=εργαλείο για το φούρνο
Πατσούρι=τυρόψωμο
Πινακωτή=ξύλινο σκεύος, που βάζανε το ψωμί

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: