Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Ποιήματα χωρίς σ’ τοίχους

Κοινοποίηση

ΤΟ έμμετρο ποίημα που μεταφράζεται από την Ελληνική σε άλλη γλώσσα, έχει να ξεπεράσει δύο ανυπέρβλητα εμπόδια: Το μέτρο και τη ρίμα. Γεγονός που καθιστά τη μετάφραση του έμμετρου ποιήματος ανέφικτη. Ο μεταφραστής στην ουσία γράφει το δικό του ποίημα σε μια άλλη γλώσσα.

Η λύση του λογοτεχνικού αυτού προβλήματος δόθηκε με τον «ελεύθερο στίχο», ο οποίος επικράτησε τελικά, επειδή ανταποκρινόταν σ’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη των λογοτεχνών: Να μεταφραστεί το ποίημά τους σε άλλες γλώσσες. Δεν υπάρχει τρόπος να μεταφέρεις από τα Ελληνικά στα Αγγλικά τον Ελληνικό ίαμβο ή τον ανάπαιστο, ούτε τη ρίμα.

Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι, πλέον, ακόμα και ο «ελεύθερος στίχος» έγινε ο ίδιος μία νέα φόρμα (στα χέρια δε του μέτριου δημιουργού, ευτελέστερη της παλαιάς) η οποία – στο όνομα δήθεν της εκφραστικής ελευθερίας – κατήργησε μεν τις προηγούμενες φόρμες, προσπέρασε και την αναγκαστική αυθαιρεσία του μεταφραστή, αλλά σε τίποτε πια δεν διαφέρει από την αιχμαλωσία του ποιητή σε αυτές. Ο ποιητής «κόβει» τώρα σχεδόν αυθαίρετα το λόγο του για να δημιουργήσει τον στίχο κι αυτό τις περισσότερες φορές γίνεται σε βάρος της εσωτερικής μουσικής των λέξεων και των εννοιών, ακόμα και της σύνταξης που παράγονται από τον ποιητικό λόγο στο πεδίο των γνωστών και των αγνώστων αισθήσεων.

Ένας καλός ποιητής δεν είναι απαραίτητα καλός μυθιστοριογράφος. Και το αντίθετο. Ειπώθηκα ότι «το μυθιστόρημα γράφεται με αίμα, το ποίημα γράφεται με δάκρυα». Το δάκρυ διαφέρει πολύ από το αίμα.

Κι επίσης: Δεν είναι ούτε ο έμμετρος, ούτε ο «ελεύθερος στίχος» που κάνει κάποιον ποιητή. Ο ποιητικός λόγος (όποιας μορφής, έμμετρος ή «ελεύθερος») διαφέρει από τον πεζό ως προς την πυκνότητα ή την αραίωση των νοούμενων συμπάντων, αφού η εσωτερική μουσική του λόγου είναι ίδια και στις δύο μορφές, παρά το γεγονός ότι ο ποιητικός κινείται με «ταχύτητα», ενώ ο πεζός με «βραδύτητα».

Επειδή λοιπόν και ο «ελεύθερος στίχος» έγινε φόρμα, θα ήταν χρήσιμο ίσως να διερευνηθεί μία ακόμα πιο ελεύθερη (ταυτόχρονα όμως πολύ πιο έντιμη) ποιητική μορφή: Αντί του «ελεύθερου στίχου», το γνήσιο ποιητικό κείμενο που δεν υπακούει ούτε στο ποιητικό μέτρο, ούτε στη ρίμα, ούτε όμως στον «ελεύθερο στίχο», ενώ, σαφέστατα, διαφέρει από την πρόζα ως προς την ένταση. Αναζητούμε το λόγο που ο ήχος του θα κόβει τον αέρα και θ’ ακούγεται ως οιμωγή το ξάφνιασμα του αέρα που κόπηκε.

Λοιπόν, μπορεί «πρόζα» να σημαίνει «λόγος που προχωρεί χωρίς διακοπή», όμως (θα παρατηρήσουμε ότι) αυτό συμβαίνει, όταν ξεχνάμε τα σημεία στίξης ή αδιαφορούμε γι’ αυτά.

Ναι, τα σημεία στίξης: Από την Αλεξανδρινή εποχή που επινοήθηκαν για να διευκολυνθούν στην εκμάθηση της Ελληνικής οι βάρβαροι των απέραντων κτήσεων του Αλεξάνδρου και των επιγόνων του, τα σημεία στίξης είναι αναγκαία, με το πολυτονικό ή το μονοτονικό σύστημα, αν και, στην πραγματικότητα, καθιστούν τους Έλληνες Ελληνόφωνους, διότι, κατά κάποιο τρόπο και με το πέρασμα του καιρού, οι Έλληνες έπεσαν «θύματα» του τρόπου που διάλεξαν οι Αλεξανδρινοί και εφάρμοσαν για να μάθουν την Ελληνική στους προσήλυτους, οι ίδιοι όμως οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων έχασαν τη φυσική μουσικότητα της μητρικής γλώσσας, η οποία ηχούσε ως μακρότητα ή βραχύτητα των φωνηέντων. Έγινε, διότι σε πλείστες περιπτώσεις, μετά από σκοτεινές ιστορικές εποχές, οι Έλληνες συναντούσαν τους Ελληνόφωνους και μάθαιναν τη μητρική τους γλώσσα «μασημένη» πλέον από τους μαθητές τους. Έτσι το «άρμα βοός» έγινε «αραμπάς». Οι αδαείς, οι αμνήμονες, επιφανείς γλωσσολόγοι κιόλας, καταχωρούν τη λέξη στα λεξικά τους ως Τούρκικη. Το ίδιο έγινε και με το όνομα της Κωνσταντινούπολης: Ιστανμπούλ. Που σημαίνει «εις την Πόλιν».

Έτσι ξαναέμαθαν και τα μαθηματικά οι Έλληνες από τους Άραβες. Έκαμαν την άλγεβρα Αραβική, όπως τον «αραμπά» Τούρκικο. Αλλά και για τα δύο ατοπήματα φταίει η εθνική Μνήμη που κοιμήθηκε. Μα πρέπει ν’ αναστηθεί.

Το αρχαίο ποιητικό μέτρο (για παράδειγμα το δακτυλικό εξάμετρο των Ομηρικών Επών) ήταν άλλης (άγνωστης σ’ εμάς) φύσεως. Το μέτρο εκείνο (που δεν υπάκουε στη ρίμα) έκανε παραγωγή ήχων σε ορισμένη συχνότητα με στόχο τη δόνηση και, δι’ αυτής, προκαλούσε την ενεργοποίηση των εσώτερων χορδών με ιαματικό σκοπό. Αυτό άλλωστε έκανε και το άγαλμα. Δε γνωρίζουμε περισσότερα. Γνωρίζουμε μόνο τα εντυπωσιακά αποτελέσματα οξύνοιας, αλλά και καλύτερης κυκλοφορίας του αίματος στις φλέβες που έφερε η απαγγελία της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας σε μαθητές πρότυπων Αγγλικών Σχολείων.

Οι υποθέσεις μας ας περιοριστούν σ’ αυτό προς το παρόν. Ας σημειώσουμε πάντως την εκτίμηση, έστω την υποψία, ότι το αρχαίο ποιητικό μέτρο είχε να κάνει με το «τραγούδισμα» του πεζού και του ποιητικού λόγου, η μακρότητα, η βραχύτητα ή το δίχρονο των συλλαβών αντιστοιχούσε μάλλον στις σημερινές μουσικές νότες. Το λέει και ο Ιάνης Ξενάκης: «Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου».

Ναι, αλλά… αυτό σημαίνει ότι… τα γράμματα και δη τα φωνήεντα (δηλαδή οι νότες) έδιναν ένα ποιητικό μέτρο που σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύει την ελευθερία της έκφρασης. Αντίθετα: Την απογειώνει στα ουράνια. Γιατί άραγε τώρα εμείς το πιστεύουμε από την ανάποδη; Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η αρχαία Ελληνική γλώσσα ήταν «τραγουδιστή» γλώσσα, απομεινάρι της οποίας είναι η επτανησιακή διάλεκτος, κυρίως όμως η Ιταλική γλώσσα, διότι η Ιταλία τι άλλο είναι από τη συνέχεια της Μεγάλης Ελλάδας; Σε μία επίσκεψη Κορινθίων αντιπροσώπων στην αρχαία Ρώμη, συνέρρεαν οι Ρωμαίοι πολίτες στην Αγορά για να θαυμάσουν, λέει, τους ανθρώπους που «ελάλουν ως αηδόνες». Κατά τον Οράτιο, «η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

Αυτή η μουσικότητα, αποτέλεσμα της βραχύτητας ή της μακρότητας των φωνηέντων, του αρχαίου ποιητικού μέτρου, δε μπορεί να θεωρείται σήμερα ως εμπόδιο έκφρασης στην ποίηση, ούτε μπορεί η Ελληνική γλώσσα να θεωρείται μικρή για τους λογοτέχνες. Αντίθετα: Πρέπει να είναι το ζητούμενο της Ποίησης, είτε στον έμμετρο, είτε στον «ελεύθερο στίχο», είτε (γιατί όχι;) στην πρόζα. Στη λογοτεχνία δεν είναι «το στόρι» που έχει σημασία, αλλά ο λόγος, ο ήχος του λόγου, η εσωτερική μουσική του (γραπτού) λόγου.

Το τονικό σύστημα στην ποίηση είναι στην ουσία μια μετακίνηση της γνώσης από την ψυχή στην όψη και αντιπροσωπεύει εξωτερικά γνωρίσματα του ηχητικού κραδασμού, αγνοεί την συν – κίνηση.

Ας δούμε λοιπόν καθαρά τη βεβαιωμένη αλήθεια ότι η φόρμα (κάθε φόρμα) στη νεότερη ποίηση (την Ελληνική και την παγκόσμια) εξυπηρέτησε την εξωστρέφεια του ποιητικού λόγου, όχι όμως ιδανικά την εσωτερικότητά του.

Δεν είναι οι (έμμετροι ή ελεύθεροι) στίχοι που κάνουν το ποίημα. Είναι «η μουσική των σφαιρών» που ενεργοποιείται από τον ποιητικό λόγο. Το ποίημα είναι η Πύλη που ανοίγει για ν’ ακούσει ο αναγνώστης το τραγούδι των αγγέλων. Κάτι τέτοιο μάλλον εννοούσε ο Πυθαγόρας. Υπό την έννοια αυτή, ο «ελεύθερος στίχος» είναι σήμερα μια ποιητική υποκρισία, ένας αβάσταχτος πια στόμφος, μια σκέτη αυθαιρεσία, αν όχι ένας τοίχος που χωρίζει τον αναγνώστη της ποίησης από την έκσταση. Τα καλύτερα ποιήματα των μεγαλύτερων ποιητών δεν θα έχαναν ούτε πόντο αξίας, αν «χαλάγαμε» τους στίχους κι εμφανίζαμε το κείμενο σε αράδες, πεζό. Μην ξεχνάμε ότι η Ελληνική και η παγκόσμια λογοτεχνία έχει δώσει μικρά διηγήματα, χρονογραφήματα ή μύθους που είναι αληθινά ποιήματα ύψιστης λογοτεχνικής αξίας.

Η κατασκευή στίχων στη μοντέρνα ποίηση δε μπορεί ν’ αποτελεί μια διαρκή και αγιοποιημένη πλέον αυθαιρεσία. Η παράθεση των λέξεων σε κάθε στίχο δε μπορεί να γίνεται με ανυπόστατη φιλοκαλία. Για να είναι ωραίος ο ελεύθερος στίχος, πρέπει – κατά τη γνώμη μας – να επιστρέψει στην προαλεξανδρινή εποχή, τότε που ο (Ελληνικός) Λόγος ήταν ακόμα Θεός και «Θεός ην ο Λόγος».

Με τις σκέψεις αυτές και μέχρι να μάθουμε τι ακριβώς ήταν το δακτυλικό εξάμετρο των Ομηρικών Επών ή το ποιητικό μέτρο των Ορφικών στίχων, για να γίνει πεδίο άσκησης ή επίδοσης των σύγχρονων ποιητών, μέχρι τότε, ανοίγουμε αυτήν εδώ την ειδική στήλη υπό τον τίτλο «ποιήματα χωρίς σ’ τοίχους». Παροτρύνουμε τους φίλους του «Τυμπάνου» να πειραματιστούν και σ’ αυτή τη μορφή του ποιητικού λόγου, όχι αναζητώντας τη μακρότητα και τη βραχύτητα των συλλαβών, αλλά την αρχαία Μνήμη του Θεϊκού Λόγου που ως δόνηση κρύβεται μέσα τους, αν και, για να γίνει αυτό, απαιτείται προηγουμένως η κατάκτηση της αγίας αθωότητος, γεγονός που καθιστά το εγχείρημα μέγιστη πνευματική άσκηση.

Σύμφωνα με όσα παραθέσαμε πιο πάνω, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα κείμενο που με τα τρέχοντα κριτήρια θα χαρακτηριζόταν πεζό, θα ήταν όμως αληθινό ποίημα, εάν μπορούσε «να θυμηθεί» τον αρχαίο ρυθμό. Και αν αυτό δεν μας ικανοποιεί ως μορφή ποιητικού λόγου, θα μπορούσαμε λίγο πιο πέρα να φανταστούμε την κατασκευή ενός νέου λόγου, σμιλεμένου, ώστε (αντί της αυθαίρετης στιχουργίας) να είναι κάθε στίχος αυτάρκης σε μουσικότητα, να έχει δηλαδή εκείνες τις λέξεις που θα εξασφαλίζουν μία ολοκληρωμένη και αρμονική συνήχηση. Είναι προφανές ότι, για να φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο, θα κατανοηθεί προηγουμένως η πρωτογενής έννοια της συν – κίνησης (της συγκίνησης, όπως λέμε απολιθωμένα πια) ή του συνειρμού, η υπόμνηση δηλαδή όλου εκείνου του ανείπωτου ή του άλεκτου κόσμου που συνοδεύει μυστικά ως ήχος και μύρο τις λέξεις ενός ποιήματος.

Στην περίπτωση όμως που η απόπειρα αυτή στεφθεί με επιτυχία, υποψιαζόμαστε (χωρίς να θέλουμε να το δια – ΤΥΜΠΑΝ – ίσουμε κιόλας) ότι θα έχουμε κάνει μία μικρή επανάσταση στα λογοτεχνικά δρώμενα.

Τύμπανο 2 / Μάρτιος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: