Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ: Οι λέξεις και οι λόξες

Κοινοποίηση

lexeis-kai-loxes

Εικόνα: Χρήστος Παπανίκος

 Δεν πάει άλλο… Δεν πάει… Θα πάω να ζήσω σ’ ένα καλύβι. Όλα θα τ’ αφήσω, μα όλα. Θα μαζεύω αγριόχορτα, θα κλέβω λεμόνια, δόξα των Θεώ εικονοστάσια υπάρχουν πολλά, θα βρίσκω λαδάκι να τα λαδιάζω. Όσο για το αλάτι, ε, ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Το σπουδαίο είναι ότι τα πουλιά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν όμως ο θεός «εκτρέφει και θάλπει αυτά»…

Δόξα τω Θεώ – και πάλι – αθεόφοβος είμαι, δεν είμαι – δεν ξέρω, εκείνο που ξέρω, είναι ότι ο Θεός μου χάρισε πολλή λόξα και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Μια και η λόξα δεν είναι κάτι που το αγοράζεις στον μπακάλη ή μήπως και στο περίπτερο. Ή την έχεις ή δεν την έχεις… πάει και τελείωσε. Τελεία και παύλα (.-).

Πα να πει πως άμα έχεις λόξα, είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς τη σήμερον, όπου όλα είναι λοξά και τεθλασμένα. Όμως, όταν εγώ μιλάω για λόξα, εννοάω, ουχί λοξός και στραβός στα στραβά και τ’ ανάποδα. Εννοάω λοξός από τα ίσια.

Το λοιπόν θα πάω να βρω ένα καλύβι. Θα έχει τσίγκο και όχι κεραμίδια. Έτσι, ν’ ακούω τη βροχή και να με νανουρίζει το φθινόπωρο. Να έχει σανίδια στα παράθυρα και την πόρτα. Να κοιμάμαι στο πάτωμα, όπου θα μαζεύω πλατανόφυλλα ξερά το καλοκαίρι και φύλλα σκίνου το χειμώνα. Νερό θα βρίσκω στη ρεματιά. Λαψάνες και ζόχια στα λιβάδια, φρούτα θα κλέβω – κανείς δεν θα μου πει γιατί πήρα ένα πορτοκάλι. Το θέμα είναι να μην κλέβω για να εμπορεύομαι.

Πώς χτυπάει το ξυπνητήρι το πρωί και πετάγεσαι ορθός, αλαφιασμένος με σαράντα πήχια τα μούτρα σου; Έτσι ξύπνησα με μια λέξη, μια κουβεντούλα τόσο γλυκιά, όμορφη τόσο, που αυτόματα πρόβαλαν μπροστά μου οι λογαριασμοί της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, του νερού και τα τοιαύτα…

Μια λεξούλα, είναι ορισμένες φορές μια βουρδουλιά των Es – Es, μια λεξούλα γιομάτη τρυφερότητα κι εμπιστοσύνη…

– Μπαμπά!

– Ναι! Παιδί μου!

– Θα μου πάρεις σοκολάτα;

– Θα σου πάρω παιδί μου!

– Νάχει κι αμύγδαλο!

– Θα έχει παιδί μου!

– Μπαμπά! Νάναι μεγάλη! Πολύ μεγάλη!

– Ναι! Παιδί μου! Θα είναι! Θα είναι πολύ μεγάλη!

– Μπαμπά! Θέλω και καραμέλες!

– Επ! ως εδώ! Ή καραμέλες ή σοκολάτα!

– Διάλεξε…

– Σοκολάτα!

– Εντάξει παιδί μου!

– Όμως αύριο μπαμπά, θα μου πάρεις και καραμέλες!

– Καραμέλες ή σοκολάτα; Διάλεξε.

– Καραμέλες!

– Θα σου πάρω παιδί μου…

Μια λεξούλα που σημαίνει πολλές λεξούλες. Πολλές λεξούλες, που σημαίνουν με τη σειρά τους, άλλες λεξούλες. Άλλες λεξούλες, που σημαίνουν περισσότερες λεξούλες, ων ουκ έστιν αριθμός… Να όμως, που μια λεξούλα και μόνη σημαίνει… τέρμα οι λόξες… Άσε… Τι τσίγγια και όχι κεραμίδια μου λες; Τι βροχή μου λες να σε νανουρίζει το φθινόπωρο και στο τζάκι το χειμώνα να τσιρίζουν τα ελατόξυλα! Τι λαψάνες και τι ζόχια! Εδώ μπροστά σου είναι ο λογαριασμός της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, του ενοικίου, των ασφαλίστρων, εδώ μπροστά σου είναι μια λεξούλα, μία και μόνη λεξούλα: «μπαμπά»… Και πίσω απ’ αυτή τη λεξούλα είναι η σοκολάτα. Ξέρεις τι πα να πει σοκολάτα;… Δεν ξέρεις!… Όχι! η σοκολάτα είναι μεγάλο πράμα! Το ίδιο και οι καραμέλες. Μπροστά σε μια τέτοια σοκολάτα, πεθαίνει ο Μαρξ. Πεθαίνει ο Λένιν. Πεθαίνει ο Βίλχελμ Ράιχ… Πεθαίνουν όλα. Γιατί μια σοκολάτα είναι τόσο δυνατή, όσο ακριβώς… δεν της φαίνεται…

– Μπαμπά! Γιατί ο Μητσοτάκης μαλώνει τον Παπανδρέου; Τι του λένε τώρα; Όταν ένα παιδί τριών χρόνων σου κάνει αυτή την ερώτηση, δεν ξέρεις… όποιος κι αν είσαι – δεν ξέρεις τι να του πεις!

– Μπαμπά, έκαμε ζημιά ο Παπανδρέου;

– Ναι παιδί μου!

– Και τότε γιατί ο Παπανδρέου μαλώνει το Μητσοτάκη… Έκαμε ζημιά ο Μητσοτάκης;

– Ναι παιδί μου!

– Μπαμπά, δεν με καταλαβαίνεις!

Δηλαδή, όταν εσύ με μαλώνεις, πρέπει να σε μαλώσω κι εγώ;

– Όχι παιδί μου!

– Α, μπαμπά! Θα με σκάσεις! Αφού ο Παπανδρέου μαλώνει τον Μητσοτάκη, ο Μητσοτάκης μαλώνει τον Παπανδρέου. Ο μπαμπάς μαλώνει εμένα, εγώ γιατί να μη μαλώνω τον μπαμπά;

– Ε! Εντάξει! Μάλωσέ με! Να δούμε, γιατί θα με μαλώσεις!

– Α! όχι «εντάξει» μπαμπά! Όχι «εντάξει»! Ή πρέπει να σε μαλώσω κι εγώ ή δεν πρέπει!

– Πρέπει παιδί μου! Πρέπει! Πρέπει να με μαλώνεις!

– Λοιπόν… μπαμπά… Επειδή είμαι θυμωμένος… σε μαλώνω… και σου λέω να μην αφήνεις τα παπούτσια σου στο διάδρομο! Τ’ ακούς; Η μαμά μαλώνει…

Το παιδί μαλώνει! Η μαμά μαλώνει. Ο Μητσοτάκης μαλώνει. Ο Παπανδρέου μαλώνει. Εγώ, ποιον να μαλώσω; Εγώ, πρέπει να ξεχάσω τις λόξες, (τους τσίγκους που λέγαμε και τη βροχή που θα με νανουρίζει…). Πρέπει αύριο πάλι να πάω στη δουλειά, όπως κάθε μέρα, όπως κάθε πρωί με ξυπνά το ξυπνητήρι κι εγώ πετάγομαι ορθός, όπως τότε, όταν μου ήρθε το χαρτί για το στράτευμα…

– Μπαμπά! Πάρε με μαζί σου!

– Δεν μπορώ παιδί μου!

– Μπαμπά! Όταν δεν μπορείς να με παίρνεις… Όταν μπορείς να με πάρεις, δεν έχει αξία.

Ένα παιδί τριών χρονών, άμα σου λέει τέτοια κουβέντα, εσύ, πρέπει ν’ αφήσεις τις λόξες. Πρέπει να ξεχάσεις τα ελατόξυλα που θα τσιρίζουν στο τζάκι το χειμώνα, ενώ εσύ θα νανουρίζεσαι με τη βροχή στον τσίγκο. Είναι σα να σου λέει: «μπαμπά, σημασία έχει να δουλεύεις για μένα, όταν δεν μπορείς να δουλεύεις. Γιατί άμα χαίρεσαι να δουλεύεις στις βρομοδουλειές σου, τότε δεν έχει νόημα να θυσιάζεσαι για μένα…»

– Ναι παιδί μου! Δεν έχει νόημα να θυσιάζομαι, όταν ηδονίζομαι σ’ αυτή τη δουλειά, που σκύβω το κεφάλι… Έχει νόημα να σε σκέπτομαι την ώρα που χαμογελώ στον πελάτη μου, ενώ θα ήθελα να το βάλω στα πόδια…

Μπαμπά! Εμένα μ’ αρέσει αυτή η κοπέλα!

– Ποια παιδί μου;

– Να! Αυτή εκεί πέρα1

Κοιτάζω «Να. Αυτήν. Εκεί πέρα». Βλέπω μια κοπέλα θηλυκιά! Ναι! Θηλυκιά! Γιατί αν δεν το ξέρετε, σας το λέω εγώ, πως δεν είναι όλες οι κοπέλες θηλυκιές, δηλαδή, δεν είναι όλες αιθέριες είναι και μερικές που αγοροφέρνουν. Λοιπόν κοιτάζω «Αυτήν. Εκεί πέρα». Αυτήν που μου δείχνει ο γιος μου. Όντως. Είναι όμορφη.

– Ρε μπόμπιρα! Του λέω, χάνοντας την ψυχραιμία μου! Τι ξέρεις εσύ από γυναίκες;

– Ξέρω, μπαμπά, πως οι γυναίκες έχουν κοιλιά. Μέσα στην κοιλιά μεγαλώνει ένα παιδάκι. Κι άμα παντρευτώ μια γυναίκα, θα έχω ένα παιδάκι να το μαλώνω…

– Είναι πολλά άλλα παιδάκια που έχεις να μαλώσεις παιδί μου! Δεν είναι απαραίτητο να παντρευτείς, ώστε να κάμεις παιδάκι, για να το μαλώνεις…

– Και ποιο παιδάκι να μαλώσω μπαμπά;

– Εμένα παιδί μου!

– Όμως εγώ μπαμπά, δεν παντρεύτηκα τη μαμά. πώς να μαλώσω εσένα;

– Βρε παιδάκι μου! Βρε πουλάκι μου! Μάλωσέ με, να ησυχάσω! Μου χρειάζεται! Πώς το λένε; Έχω λόξες! Κατάλαβες; Πρέπει να με μαλώσεις, ώστε να μην έχω πια λόξες…

– Τι είναι «λόξες» μπαμπά;

– «Λόξες» παιδί μου, είναι, όταν ένας μπαμπάς νομίζει πως είναι παιδάκι. Και ζητάει από το παιδί του… ο μπαμπάς… να τόνε μαλώσει, επειδή παντρεύτηκε κι έκαμε ένα παιδί σαν εσένα, που θέλει να τόνε μαλώσει! Κατάλαβες;

– Όχι μπαμπά!

– Καλύτερα παιδί μου!

Σημ. Το ευθυμογράφημα αυτό γράφτηκε στις 15 Μαΐου 1990

Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: