Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Έρωτας στην εποχή του σεβασμού

Κοινοποίηση

erotas-stin-epoxi-tou-sevasmou

του Αριστείδη Μπαρχαμπά
σκίτσο του Χρήστου Παπανίκου

Εκείνος στάθηκε όπως συνήθιζε κάθε φορά που έβγαινε από την Δημοτική Βιβλιοθήκη, παρατηρώντας το ορειχάλκινο άγαλμα της «μάνας» που, έχει καρφώσει το βλέμμα της στον αυλόγυρο των Παπαστράτειων Εκπαιδευτηρίων.

Το πάθος του για γνώση τον έκανε ερευνητή και με τόλμη σκάλιζε τα ερμάρια της δημοτικής μνήμης, μαζεύοντας καθημερινώς γνώση από μουχλιασμένα βιβλία, όπου στα κιτρινισμένα απομεινάρια της ένιωθε ήρεμο πόνο ξαναβρίσκοντας το περιεχόμενο της ζωής του. Έψαχνε όπως ο αρουραίος την τροφή του, την αιτία, που του απαγόρευσαν να ζήσει, όπως αυτός επιθυμούσε, παρόλο που τήρησε όλους τους κανόνες που έκφραζε το φρόνημα των σκεπτόμενων Ελλήνων. «Στους νηστικούς καιρούς» της νιότης του θράφτηκε με τάματα και υποσχέσεις κι ενώ η άνοιξη της ζωής του φωτιζόταν από ομιχλώδη όνειρα. Την έζησε ξεπουπουλιασμένος από δικαιώματα, του στέρησαν την κοινωνική ισονομία και στο φθινόπωρο της ζωής του αντιπαλεύει τις αντιξοότητες και αντιστέκεται στον χειμώνα που έρχεται ζοφερός. Με αταπείνωτη συνείδηση ζει σε άφατη μοναξιά και με ασπίδα τις ελπίδες του και την καρτερία προσμένει αόριστα την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης από το παρελθόν, υπόσχεση που του έγινε εμμονή στην περιφρούρηση της επιθυμίας του. Κοιτά όπου και το άγαλμα, στα εντευκτήρια της γνώσης κι ένα αχνόγελο κρεμάστηκε στα χείλη του ψιθυρίζοντας:

«Ο γυναικωνίτης του Αγρινίου, το παρθενοτροφείο»

Έτσι λέγανε το γυμνάσιο θηλέων την εποχή που σκέπασε το κεφάλι του η γλαύκα της γνώσης. Κοιτάζει κι ανάβει το σαράκι του, ξεφυσά σύννεφο καπνού και μαζί του εξαερώνεται και ο καημός του που θυμίζει την εξαερωμένη υπόσχεση εκείνης. Εκείνης, που άλλοι σχεδίασαν την περιοχή που έπρεπε να ζήσει.

Στην γλυκόπικρη αυτή στιγμή που οι λογισμοί του σέρνονταν σε χρόνια περασμένα, στάθηκε δίπλα του σχεδόν μια κυρία που η κοσμοεικόνα της του θύμισε τα εικοσάχρονά του. Το σώμα της, θεϊκό αρχιτεκτόνημα μπροστά του, έβγαλε με σκέρτσο τα ηλιογυαλιά που κρύβουν των ματιών την έκφραση και χάρη προσθέτουν στην αισθητική και με προσοχή το άγαλμα παρατηρούσε.

Εκείνος διχάστηκε, τι να πρωτοθαυμάσει; Το καταξιωμένο δημιούργημα ή την γυναικεία οπτασία που δίπλα του ανάσαινε και που στην εποχή της εφηβείας του ο τύπος της λατρεύτηκε ως είδωλο; Τότε που αρκούσε η άκρη της θηλυκής γάμπας για να ζωγραφίσει ο κάθε λάτρης του ωραίου και τις πιο απόκρυφες πτυχές της Αφροδίτης ακόμη. Η κυρία όμως, ενσάρκωνε τα χαρακτηριστικά του φύλλου της με μια σεμνή και δυσδιάκριτη ωραιοπάθεια, βάζοντας σε λογισμούς την αρσενική παρατηρητικότητα. Οι αποχρώσεις ταραχής που αυλάκωσαν το πρόσωπό του, έκαναν την κυρία να νιώσει την επιθυμία του που εκβίαζε την αποκάλυψη της ταυτότητός του. Όμως η διστακτικότητά του της φόρεσε στο πρόσωπο μια έκφραση γλυκιάς απορίας. Αυτός, με αγωγή και τακτ άλλης εποχής που σήμερα φαντάζει σαν δειλία, θαύμαζε την ομορφιά της, όπως κάποτε εκείνη και μελαγχολώντας άκουσε τον ψιθυρισμό της: «Η «Μάνα», η μάνα η καπνοφύτισσα, του Πάνου Χατζόπουλου», ρίχνοντας επάνω του το βλέμμα της γεμάτο φωσφορίζουσες προσδοκίες, ενώ ταυτόχρονα και βιαστικά, φόρεσε ξανά τα γυαλιά της, τα ομιλούντα μάτια της να κρύψει: «Όχι κυρία μου, όχι. Αυτή είναι η «Μάνα» η αγροτέρα, έργο του συντοπίτη μας Καπράλου, είναι του καθ’ ενός μας η μάνα» ανταπάντησε μ’ ένα τρέμουλο εκείνο. Η απάντηση του κέρδισε τον χαιρετισμό της, του έτεινε το χέρι της με μια διστακτική ευγένεια, συμπεριφορά που χάθηκε από τον γυναικόκοσμο στην ορδή της παρακμής του 1980.

Μορφή χλωμή γλυκοματούσα μ’ αζάρωτους κροτάφους, ίχνος επιτήδευσης στο φέρσιμό της. Το βλέμμα της, αστείρευτη πηγή ερωτημάτων και στο Σινιόν χτένισμά της, ελκυστικά τα ελαφρά χνάρια του φθινοπώρου. Θωριά που στην εποχή της νιότης του τραγουδήθηκε με σερενάτες, όπου αναδύονταν υποσχέσεις ποθοκερασμάτων από τα έγκλειστα στον γυναικωνίτη θηλυκά, λόγω της επικρατούσης ηθικοθρησκευτικής αντίληψης της κοινωνίας. Ισόχρονο έμοιαζαν ζευγάρι, με μια εμπειρία ζωής σταμπαρισμένη γλυκότονη στα πρόσωπά τους.

Θέλησε να ξαναφορέσει τους φακούς που της πρόσθεταν γοητεία, μα της ζήτησε ευγενικά να μην το κάνει. Πάλευε με την φαντασία του γιατί κάτι του θύμιζε η μορφή της. Εκείνη τον κοίταξε όπως το ηλιοτρόπιο τον ήλιο και ξαφνικά με θάρρος Αρσακειάδας, τέντωσε τον κύκνειο λαιμό της, τον ντυμένο σε κίτρινο φουλάρι και βύθισε το βλέμμα της στα ορθάνοιχτα από ξαφνιασμό μάτια του, όσο κράτησε η πνοή της κι έφυγε… Εκείνος πάγωσε, αχνότρεμε σαν τότε, που πρωτοαγκάλιασε εκείνη, τη μία και μοναδική, που αγαπήθηκαν την εποχή που οι ερασταί, έτρεμαν ο ένας μπροστά στην ομορφιά του άλλου, που χλόμιαζαν ακούγοντας τον ήχο της φωνής τους, που ένιωθαν ζαλάδα όταν κοιτούσαν τα μάτια τους, που κόβονταν τα γόνατά τους στο πρωτοαγκάλισμα, στο πρώτο φιλί τους.

Άναυδος και άλαλος την παρατηρούσε που ανηφόριζε στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια. Το τσάκισμα των γοφών της το αισθάνθηκε σαν βέλος στη μνήμη του, ξυπνώντας τον ναρκωμένο από χρόνια αισθησιασμό του κι ένα ρυάκι ιδρώτα κύλησε στη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στον αύλειο χώρο η ματιά της πολλές φορές αγκάλιαζε και εκείνον. Πολλές φορές τα χείλη της σφίχτηκαν για να μη βγει στον αέρα η επιθυμία της και γίνει μελό η συμπεριφορά της. Με χαριτόβρυτες κινήσεις έβαλε στην πίπα της ένα σκέτο Σαντέ παίρνοντας χαμογελαστά φωτιά από τον ασθμαίνοντα Βραχωρίτη που, νοερώς ξεφύλλιζε το λεύκωμα της μνήμης του για να δει από ποια σελίδα του ξεπήδησε αυτή η γυναίκα που τον τύπο της από έφηβος είχε ιδανικοποιήσει.

Τις γαλάζιες τουλίπες του καπνού που ξεφύσηξε προς το Πάρκο, τις συνόδευσε ένας άηχος στεναγμός μ’ ένα βλέμμα προς εκείνον λες και κάτι του ζητούσε.

Εκείνος όμως ένιωθε σαν παρείσακτος στον ρεμβασμό της που, ελκυόμενος από την σαγήνη της, μπήκε ανάμεσα σ’ εκείνη και στο παρελθόν της ίσως που τόσο έντονα ζούσε.

Σ’ αυτές τις στιγμές, ένιωθε σαν ιερόσυλος, ζήτησε συγνώμη για την αδιάκριτη στάση του, μα η απάντησή της ήταν ένα κούνημα του κεφαλιού της λες και του έλεγε γιατί…

Την άφησε με συνοδό τις θύμισες πιστεύοντας ότι η κυρία στην είσοδο του Γυμνασίου θηλέων, ίσως να ζούσε τα περασμένα της σ’ ένα απομεσήμερο μονάχα.

Τα γρανάζια της αδύναμης μνήμης του δουλεύουν με ταχύτητα, ελπίζοντας να καταλάβει γιατί νιώθει ψυχόκορμα όπως τότε που αγκάλιαζε εκείνη.

Το βασανιστικό ερώτημά του «κάποια μου θυμίζει», τον έκανε να ψιθυρίσει ονόματα θηλυκά, μα όλα συνοδεύονταν από αιχμηρή ειρωνεία.

Κατηφόρισε μ’ ένα βήμα μπροστά και δύο βλέμματα πίσω. Στάθηκε στο λείψανο ενός φωτογραφείου που κάποτε ποζάριζαν τα ευειδή κοράσια. Κοιτώντας σε χρονοφαγωμένα κάδρα τα είδωλα, το βλέμμα του στάθηκε στον πίνακα που μέσα του χαμογελούσε ένα τσούρμο από μαθήτριες του Γυμνασίου. Είχαν πετάξει πια το ράσο με την άσπρη κολαρίνα, που σαν γυμνασιοκόριτσα φορούσαν και η κάθε μία αναδείκνυε την θηλυκότητά της, το μπούστο της, το εγώ της. Στα τόσα πολλά χαμόγελα με τις λαμπερές προσδοκίες στα μάτια τους, ξεχώρισε ξανά όπως κάθε μέρα συνήθιζε να βλέπει, την προσωποποιημένη νοημοσύνη με το μελαγχολικό χαμόγελο – εκείνης – που του θύμιζε τη Μόνα Λίζα.

Η αγωνία του φτερούγισε, άστραψε σαν ήλιος η βεβαιότητα στην έκφρασή του και η ικανοποίησή του ψιθύρισε τ’ όνομά της.

Ήταν εκείνη που σαν απόφοιτη του Γυμνασίου έγινε πολύφερνη νύφη στην κοινωνική της κάστα. Οι γονείς της που από καταγωγή θεωρούσαν τον γάμο, σύζευξη συμφερόντων – έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, όταν τους είπε ότι «δεν είναι οικόπεδο να δοθεί μ’ αντιπαροχή».

Οι κοινωνικές ακριτομυθίες που έφταναν στ’ αυτιά των γονέων, τις ένιωθαν θανατηφόρες για το κοινωνικό τους υπόβαθρο και τις ηθικοπλαστικές τους διδαχές.

Χάθηκαν στην κοσμόπολη της Ελλάδας, χωρίς – εκείνη – να προφτάσει να του πει αντίο. Έχοντας στις αποσκευές της ό,τι έζησε στη γενέθλια πόλη, εξόφλησε την επιταγή που με απαίτηση ζητούσαν οι γονείς της κι εγκαταστάθηκε στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ως σύζυγος ενός μεσήλικα εξαγωγέα καπνών.

Εκείνος ντυμένος με το άυλο ένδυμα της απαξίωσης, πέρασε την ζωή του χύνοντας κόκκινο ιδρώτα στους πολιτικοκοινωνικούς αγώνες, έχοντας γι’ ανάμνηση το χνούδι από το παρθενικό κορμί της που, μια νύχτα ερωτικά μεθυστική, είχε μείνει στα χέρια του, όπως και το αποδεικτικό ερυθρό στοιχείο, όταν η γυναίκα αποχαιρετά την παρθένα φύση της. Το χνούδι αυτό της αθωότητας, το έκανε φυλαχτό και συνομιλούσε μαζί του στα εξόριστα βράδια του στα ξερονήσια, όπου ο δοσιλογισμός βασάνιζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άντεξε όμως το ψυχόκορμο μαρτύριο, με την ελπίδα αραγμένη στον πόθο, πως κάποτε θα ξανασμίξουν ελεύθεροι από τα δεσμά, που παράνομα τους επέβαλε η ηθικοταξική υποκρισία της διχασμένης κοινωνίας. Εκείνη γύρισε πριν μαραθεί η ομορφιά της, πριν την ξεχάσει ο λογισμός του, και το τσακίρικο βάδισμά της, ανάστησε την μνήμη του ζωντανόνεκρου εραστή της. Γύρισε τρέχοντας, το προαύλειο του Γυμνασίου είχε γεμίσει με απομίμηση θηλυκών. Με τζινάτες στολές και χτένισμα εισαγόμενης κουλτούρας.

Την πρόλαβε κατηφορίζοντας την ανήλιαγη πια Παπαστράτου με ύφος βαθιά στοχαστικό. Γέμισε το στέρνο του με θάρρος κι άφησε την λαχτάρα του ελεύθερη ανοίγοντας σαν φτερούγες τα χέρια του. Εκείνη έβγαλε τα γυαλιά που την ταυτότητά της έκρυβαν και χώθηκε στην αγκαλιά του όπως ένα ποντοπόρο καράβι μπαίνει στο λιμάνι του, όχι όμως κραυγάζοντας, αλλά μ’ ένα τρυφερό ψιθυρισμό του είπε: «πάμε αγάπη μου». Κρατώντας με στυλ παράταιρο, έγιναν πόλος έλξεως από τους σύγχρονους διαβάτες, ήταν ένα ζευγάρι άλλης εποχής που πεζοπορούσε στην καρδιά της μεταλλαγμένης πόλης. Στάθηκαν στο φωτογραφείο που φάνταζε σαν παλαιοπωλείο συναισθημάτων και στο εκθετήριο μορφών, της έδειξε το κάδρο που η μορφάδα της λάμπει σαν ήλιος την εποχή που διέσχιζε την λεωφόρο της εφηβείας της ερωτευμένη και σκεπτόμενη. Ήταν η εποχή των απείραχτων ονείρων τους, που πάνω στους ατραπούς της θέλησής τους έζησαν έντονα κάθε απόλαυση που χαρακτηρίζονταν αμαρτία, από τις αφελείς περί της ηθικής αντιλήψεις. Έρωτας που δομήθηκε σ’ όλα τα αισθητηριακά τους όργανα.

Εκείνος σαρκολάτρης εραστής κι εκείνη, μια κατάφαση ολόγυμνη από κάθε επιχείρημα στις αισθησιακές τους επιθυμίες. Μακριά από την ανάλγητη ηχώ της κοινωνικής ζωής, είχαν πηδήξει τον ταξικό μεσότοιχο που, σκουριασμένες αντιλήψεις είχαν ορθώσει και στο θαμπόφωτο του φεγγαριού ζούσαν με πάθος ό,τι τους αρνιόντανε τ’ αναχρονιστικά θέσφατα. Σφίγγοντας το χέρι του, τον τράβηξε λυγμικά σχεδόν από την βιτρίνα των αναμνήσεων, σκουπίζοντας την θολούρα των γυαλιών της.

Κατηφορίζοντας το «βουλεβάρτο» της πόλης, στάθηκαν στο θερινό σινέ Ελληνίς σιγοσφυρίζοντας εκείνος όπως τότε… τον ρυθμό που την έκανε να λικνίζεται στον ρυθμό του βαλς «όταν έκλαιγαν τα βιολιά». Η ταραχή της αναπόλησής τους έχει κυριέψει. Στ’ ασταμάτητα ερωτήματα των ματιών τους απαντούσαν με λαχτάρα τ’ αφίλητα από χρόνια χείλη τους. Αγκαλιασμένοι μπήκανε όπως άλλοτε στον ερωτικό τους χώρο. Στο ζαχαροπλαστείο Ζήνα, κοιτάξανε όπως τότε τις λιχουδιές και οπτικά γεύθηκαν τις σπεσιαλιτέ του κυρ Πολέμαρχου λουκουμάδες, μα εκείνη προτίμησε ένα ηδύποτο και εκείνος πίνοντας τ’ αστέρια του Μεταξά, εξαέρωνε μ’ ανακούφιση τους κρυφούς και ανιστόρητους πόθους του που η φαντασία του έπλαθε στα χρόνια της ερημιάς του, ενώ οι κουρασμένες αντοχές τους δεν τους επέτρεπαν να σκεφθούν φοβούμενοι μήπως ξυπνήσουν τυχόν ενοχές τους. Με τα τρυφερά τους βλέμματα συζήτησαν πάνω σε ό,τι έζησαν κάποτε μαζί, συμφωνώντας ότι ο έρωτάς τους απεδείχθη διαχρονικός.

Πολλές φορές εκείνη σκούπισε την θαμπάδα των φακών της, δαγκώνοντας ελαφρώς τα πάντα άβαφα χείλη της. Το στίγμα της βέρας στο δάχτυλό της, εκείνος το ένιωσε σαν περιρέουσα πληγή στη περηφάνια του που δημιουργήθηκε γιατί τα ειωθότα ήτανε σκληρά και αναίσθητα στα τρυφερά αισθήματα. Άνοιξε το μενταγιόν που φορούσε από μαθήτρια στον πολυφίλητο λαιμό της, όπου εκείνος αντίκρισε το πορτρέτο του, όταν η κουκουβάγια είχε πετάξει πια από τη μαθητική φωλιά της.

«Όσο έλειπα από κοντά σου, κοιμόμουνα με το είδωλό σου κι όταν το πρωί ξυπνούσα από τον εφιάλτη, σ’ έβλεπα αγάπη μου και ηρεμούσα».

Της έπιασε με τρυφερότητα το φυλακισμένο στη βέρα κάποτε χέρι της λέγοντάς της να βγάλει από μέσα της απορίες, αμφιβολίες και φοβίες, γιατί η λήθη ανακουφίζει, αν κι επιστρέφει επώδυνα:

«Δεν το μπορώ αγάπη μου, οι τύψεις που κουβαλάω μαζί μου έγιναν πέτρες ασήκωτες μέσα μου και δεν έχω παστό να τις γκρεμίσω. Δεν άντεχα άλλο τις συμπυκνωμένες επιθυμίες μου που στέναζαν φυλακισμένες μέσα μου, όπως εσύ χαρά μου στη Μακρόνησο».

«Και τα δικά μας τα νιάτα, σαν χαράμι φευγάτα» της απάντησε λυγμικά εκείνος τον στίχο του Αγγουλέ:

«Γι’ αυτό επαναστάτησα καλέ μου κι άλλαξα τη συμφωνία μου με τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό. Έπαψα να μετεωρίζομαι ανάμεσα στη κενότητα της σιγουριάς και στον παρθενικό μου έρωτα, όταν αυτός ξαναζωπυρώθηκε με την εμφάνισή σου, στον χορό των Αγρινιωτών στην Αθήνα. Αλήθεια αγάπη μου, πώς βρέθηκες εκεί;»

«Ποιο τραγούδι χορέψαμε θυμάσαι κάτω από αψίδες περίεργων βλεμμάτων;» την διέκοψε χαμογελώντας. Εκείνη αντί γι’ απάντηση, σιγοσφύριξε ότι εκείνος πριν λίγο έξω από των κινηματογράφο «Ελληνίς».

«Πως βρέθηκες εκεί καλέ μου;» επέμεινε εκείνη;

«Θυμάσαι πολύ καλά ότι η γενιά μου ακολούθησε στρατευμένη τα μονοπάτια του αφελούς ανθρωπισμού και της παραπειστικής ουτοπίας, αλλά ο λαός αισθανόταν ανεύθυνος τα γεγονότα, μ’ αποτέλεσμα η πίστη μου στ’ όραμα, μ’ έβγαλε στο αδιέξοδο της Μακρονήσου…

«Γιατί δεν είχες μέση λάστιχο, μήτε την σκέψη σκλάβα» τον διέκοψε εκείνη χαϊδεύοντας την αρρενωπότητα του.

«Επιστρέφοντας από τον καταναγκαστικό παραθερισμό μου, στην Αθήνα φιλοξενήθηκα από φίλο παλιακό, που ήταν μέλος του συλλόγου και χάρη σ’ αυτή την πρόσκληση σ’ έχω τώρα απέναντί μου».

«Από τη βραδιά εκείνη το δίλημμα να ξαναζήσω τα χρόνια της αθωότητάς μας ή τον κόσμο της άνετης μα κενής πραγματικότητας, το ξαναγέννημα του έρωτά μας, που συντηρούσε η αισθαντικότητά του ή τον κόσμο που χωρίς αισθήματα υπομένω».

Εκείνος αμίλητος, μ’ ένα χαμόγελο ευφροσύνης τυπωμένο στ’ αδρά χαρακτηριστικά του, την κοιτά σαν προσκυνητής θεάς, ζητώντας της να μη σταματήσει τον μονόλογό της, ενώ της προσφέρει το τρίτο Σαντέ αναμμένο:

«Κουράστηκα τις συμπεριφορές που αλλάζουν σύμφωνα με το συμφέρον τους, φεύγουν από τους ίσκιους του παρελθόντος και στην φωταύγεια της νέας τους ζωής, απαξιώνουν την καταγωγή τους. Τώρα σ’ έχω απέναντί μου και στον πάλαι ποτέ ερωτικό μας χώρο αναθάλλει η ελπίδα να ζήσουμε όπως είχαμε συναποφασίσει. Τώρα ελεύθερη πια, κοιτάζω τα δίδυμα βλέμματα των νεοαγρινιωτών, να πολιορκούν τον επώνυμο Βραχωρίτη που μου χάρισε τη ζωή μου κι αναρωτιέμαι αν μου ανήκει το αύριο ή αν πρέπει να χαθώ».

Τον γλυκόηχο αυτόν μονόλογό της τον ένιωθε σαν ερωτικό επίλογο εκείνος, γραμμένον με λέξεις με καπέλο κι ένα κύμα ευφροσύνης πλημμύρισε την ύπαρξή του. Η ανεκδήλωτη λαχτάρα του τον οδήγησε μ’ ένα συγνώμη στην έξοδο, όπου εκεί άνοιξε την μπουκαπόρτα της ψυχής του κι ένας ανακουφιστικός στεναγμός γέμισε τα μάτια του ζεστή υγρασία. Όμως γυρνώντας «εκείνη» είχε φύγει ξανά χωρίς να του πει αντίο… Σωριάστηκε σαν τον πύργο στην άμμο. Κοίταζε τον κόσμο μα δεν έβλεπε κανέναν. Ένα πρωτόνιωστο χτυποκάρδι τον γέμισε ιδρώτα και το τρέμουλο των ποδιών του ήταν πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Ούτε στην κόλαση της Μακρονήσου δεν αισθάνθηκε τόσο αδύναμος. Στην τουαλέτα σκούπισε τα μάτια του το παράπονο κι ένιωσε τις προσδοκίες του σαν ξερόφυλλα στο χώμα. Ένιψε την θλίψη του, παράγγειλε ξανά τον Μεταξά του και κάθισε στο κάθισμα «εκείνης», που του ξανάφυγε χωρίς να του πει αντίο.

Πρόσεξε όμως επάνω στο τραπέζι τα τσιγάρα Σαντέ και τον ασημένιο αναπτήρα που της είχε δωρίσει όταν έμαθε να καπνίζει, με χαραγμένη όμως τη φράση:

«Θα ξανάρθω» πίνοντας τ’ αστέρια του Μεταξά, κολυμπούσε σε θάλασσα αποριών, όταν ένα πιο λαμπερό αστέρι τον έκανε να τρίψει την θολωμένη όρασή του.

Εκείνη ντυμένη μ’ ένα γκρενά ταγιέρ, άφηνε τις καλλίγραμμες γάμπες της βορά στα μάτια των αρσενικών. Κάθισε στη θέση του έχοντας φέρει την βαλίτσα της. Εκείνος στήλη άλατος βουβός, το κονιάκ και η θλίψη του ξαφνικού χαμού της έχουν θολώσει τη σκέψη του.

Την κοιτά ερωτηματικά κι εκείνη διαβάζοντας στα χείλη του το παραπονιάρικο γιατί, απαντά:

«Με ρωτάς γιατί γύρισα για πάντα κοντά σου αγάπη μου;»

Την απάντησή της την ένιωσε σαν κένωση ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα του, τινάχτηκε σαν ελατήριο και χωρίς να σεβαστεί την καραδοκούσα περιέργεια, την έβαλε στην αγκαλιά του με συγκινητική τρυφερότητα ψελλίζοντάς της:

«Μη φύγεις ξανά, μη μ’ αφήσεις σαν άδειο ανθογυάλι» για ν’ απαντήσει εκείνη:

«Σου το λέω με δυο χείλη στεγνά με δυο χείλη που καίνε…» και τα χείλη τους ενώθηκαν με γλυκερό πάθος, ενώ ο καταστηματάρχης και φίλος του εραστή, τους τράταρε από ευχαρίστηση για το αίσιο τέλος του έρωτά τους.

«Πάμε; Μας ξαναβρήκε η ζωή καλέ μου».

«Επιτέλους» φώναξε εκείνος «να φωνάξω ταξί».

«Όχι, όχι ταξί, με τα πόδια θα έρθω όπου κι αν με πας».

Σαν επίσημο πια ζευγάρι και με απογειωμένη χαρά περπατήσανε όπου πρωτοπερπάτησαν ερωτευμένοι και στην δροσερή ανάσα του ανέμου δρόσισαν την απόκρυφη επιθυμία που τους φλόγιζε. Όταν άνοιξαν την αυλόπορτα του σπιτιού, το ζωσμένο γύρα, γύρα με την αγράμπελη, εκείνη έγειρε λιπόθυμη στην αγκαλιά του.

Όταν συνήλθε, σάρωσε με το βλέμμα της το αξέχαστο ερωτικό τους αραξοβόλι και στηριζόμενη στο μπράτσο του ανέβηκαν στο λιακωτό, όπου η γριά μάνα του με ανοιχτή την αγκαλιά, την καλωσόρισε με τέτοια τρυφερότητα που εκείνη ζήτησε συγνώμη για την αργοπορία της: «Δεν πειράζει Άλκηστη, αρκεί που γύρισες φρεγάδα μου». Μόλις μπήκανε στο δωμάτιο των ερώτων τους, η Άλκηστη μέρωσε.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ήταν όλα στη θέση που εκείνη τα είχε αφήσει, με προσθήκη μονάχα, ένα κάδρο με την φωτογραφία της επάνω στο κομοδίνο.

«Επιθυμία του Αλέξανδρου, να μην αλλάξω τίποτα χρυσή μου» απάντησε στην εμβρόντητη Άλκηστη η μάνα του εραστή της. Κάθισε αποσβολωμένη στο κρεβάτι που κάποτε του παρέδωσε ό,τι πολυτιμότερο έχει η γυναίκα χαϊδεύοντάς το.

Όταν η μάνα σκούπισε τα δάκρυά της με φιλιά και μόνους τους άφησε, ο Αλέξανδρος έβγαλε από το συρτάρι της ντουλάπας το κατωσέντονο με τις ερυθρές αποδείξεις της αγάπης της. Με διάπλατα μάτια και στόμα τ’ αγκάλιασε, τυλίχθηκε ξανά μ’ εκείνο και βυθίστηκε στην αγκαλιά του αρμενίζοντας στο πέλαγος των αναμνήσεων. Αναθυμήθηκαν τα πρωτόνιοστα συναισθήματα, όταν κάποτε στον ίδιο αυτό χώρο και κρεβάτι, σε ώρες μεσονύχτιες, γνώρισαν την ουσία της ζωής, τότε που έγιναν σάρκα μία και με το αίμα της υπόγραψε στο λευκό σεντόνι ότι θα ξαναγύριζε για πάντα κοντά του… εκείνος την κρατά με τρυφερότητα ψιθυρίζοντας με ντροπαλή έκφραση:

«Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δεν στο ‘χω πει ακόμα» κι έγειρε σαν κάλυκας επάνω της…

Τύμπανο 2 / Μάρτιος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: