Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Η θεωρία της Ποιητικής Τέχνης

Κοινοποίηση

Μ’ ακούς; Θα μιλήσω για την Ποιητική Τέχνη πεζά, δε μπορώ αλλιώς. Ίσως αυτό το «δε μπορώ αλλιώς» να μου στερεί το δικαίωμα να μιλήσω για την Ποιητική Τέχνη, πεζά ή μη, αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος, διότι έλκομαι ηδονικά, θα υποκύψω λοιπόν, καθώς θα έκανα ξεχνώντας για λίγο την βασίλισσά μου, εάν συναντούσα την Αφροδίτη. Είμαι δε σίγουρος ότι, αν μάθαινε η Βασιλική, ότι κατάφερα κι έριξα στο κρεβάτι τη θεά του έρωτα, δεν θα έκανε καμία σκηνή, αντίθετα (λέω εγώ, αν και ποτέ δεν ξέρεις με τις γυναίκες) θα κολακευόταν που έχει δίπλα της κάποιον που γυαλίζει σε μια θεά.

Φαντασίες!

Μπορείς να πεις: Ποιητικές φαντασίες! Η πραγματικότητα όμως, ποιητική ή πεζή, δεν αφίσταται των κανόνων. Προτού όμως πάμε σ’ αυτούς, θα δηλώσω το σκοπό μου: Θέλοντας να γράψω κι εγώ ένα καλό ποίημα, ψάχνω να βρω το Μυστικό Βασίλειο της Αφαίρεσης. Εκεί, λέει, θα μάθω την Τέχνη της Ποίησης. Στη χώρα των αφηρημένων ο γλύπτης και ο ποιητής λατρεύονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Διότι (άκουσον, άκουσον) κάνουν, λέει, την ίδια δουλειά: Διαλέγουν και οι δυο έναν μικρό ή μεγάλο βράχο, από τον οποίο αφαιρούν σφυριά τη σφυριά τ’ απολιθωμένα λόγια μέχρι ν’ αποκαλυφθεί ο θεός που κοιμάται στα έγκατα του μικρού ή του μεγάλου βράχου.

Κάνω λοιπόν στάση σ’ ένα ωραίο κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο «Βήμα» (27 Ιανουαρίου 2013) που μιλάει για εννιά ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, μ’ ενδιαφέρει πολύ η έκφραση «τήξη της ποιητικής ιδέας» που χρησιμοποιεί, μ’ ενδιαφέρει, διότι εγώ μιλούσα για σύντηξη και βρήκα μία συγγένεια σκέψεων. Ανθολογώ μερικές φράσεις από το κείμενό του:

«Ακολουθώντας μια μακρά και πολυδαίδαλη διαδρομή, που παραπέμπει σε ποικίλες φάσεις της ποίησης του Πατρίκιου, τα εννέα αυτά ποιήματα καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο σημείο: το σημείο βρασμού ή τήξης της ποιητικής ιδέας. Το ζήτημα για τον Πατρίκιο δεν είναι σε ποιο όνομα ακούει κάθε φορά η ποιητική ιδέα ή η τεχνολογία με την οποία θα εκτελεστεί στην πράξη, αλλά η στιγμή κατά την οποία θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη συγκινησιακή της ρευστοποίηση. Διότι χωρίς ένα εδραίο συγκινησιακό υπόβαθρο η ιδέα θα ξεπέσει στην ιδεοκρατία και η ποίηση θα ταξιδέψει αμέσως πολύ μακριά».

«Τι σημαίνει όμως συγκινησιακή ρευστοποίηση της ποιητικής ιδέας; Και μόνο αν διατρέξουμε το βιβλίο του Πατρίκιου, θα δούμε πως ποιητική ιδέα μπορεί να είναι τα πάντα: οι ευθύνες που θα κληθούμε να αναλάβουμε, οι κάλπικες αξίες που θ’ αρνηθούμε, οι μονοκόμματες αλήθειες που θα απορρίψουμε, ο φθόνος που θα απαλείψουμε, η περιφρόνηση και ο φόβος που θα περιστείλουμε, η αγάπη στην οποία θα αφεθούμε, τα βάσανα τα οποία θα δεχθούμε να υπομείνουμε, οι συνέργειες και οι συμπορεύσεις που θα επινοήσουμε, αλλά και οι κοκεταρίες στις οποίες θα εγκλωβιστούμε ή οι πολύμορφες ήττες που θα υποστούμε».

«Οι ιδέες που ερεθίζουν την ποίησή του, σχηματίζοντας ουρά στο προαύλιο, θα αποβάλουν το όποιο ηθικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή βιογραφικό φορτίο τους και θα μετατραπούν σε ποιητικό λόγο ο οποίος θα πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας, επειδή ο στίχος του θα καταφέρει να δείξει την υπαρξιακή τους κρισιμότητα».

Να, έτσι κάνει ο γλύπτης: Στέκεται μπροστά στο βράχο κι αρχίζει με το σφυρί να τον χτυπάει λελογισμένα. Με προσοχή… μην και τραυματίσει τον θεό που κρύβεται στα έγκατα. Κι όπως σιγά – σιγά ο βράχος παίρνει τη μορφή του αγάλματος, αφήνει ο γλύπτης το σφυρί και παίρνει τη σμίλη. Για να λειάνει την πέτρα και να την κάνει κορμί και δέρμα του κοιμώμενου θεού.

Μα αυτή είναι η αναζήτηση της χαμένης αθωότητας. Είναι η διαδικασία της αγιότητας. Η οδός της σοφίας. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ποίηση. Ο ποιητής δεν υποτάσσεται ούτε στη συγκίνηση, ούτε στην έξαρση. Πειθαρχεί απόλυτα στην τετράγωνη λογική αφαίρεσης των απολιθωμένων λέξεων, ώστε ν’ αναδυθεί από την πέτρα ο θεϊκός της πυρήνας, η ψυχή. Τι άλλο είναι η Ποίηση; Είναι η αφαίρεση του σώματος, που είναι υλικό και, φυσικά, θνητό, για ν’ αποκαλυφθεί η ψυχή, που είναι θεϊκή, δηλαδή αθάνατη. Είναι ο θάνατος της ύλης για ν’ αποκαλυφθεί η αθανασία της ψυχής. Είναι η αντιστροφή της λειτουργίας που οι άνθρωποι ονομάζουμε θάνατο. Στην ποιητική λειτουργία πεθαίνει το υλικό σώμα και ανασταίνεται η θεϊκή ψυχή, αναδύεται όπως από τον βράχο το άγαλμα.

Για να γράψω τώρα ο αμύητος εγώ ένα ποίημα, όπως κάνουν οι ποιητές για να ευτυχήσουν, χρειάζομαι να στήσω ένα εργοστάσιο αφαίρεσης των απολιθωμένων εννοιών της τύρβης και της σχόλης, ώστε να φτάσω στην κοιμώμενη ψυχή του βράχου. Γύρω από τους στίχους ενός ποιήματος έχουν κατασκηνώσει άπλυτα ξυπόλητα στρατεύματα βάρβαρων ίσον άχρηστων εννοιών, των μοροζώντανων αυτών οντοτήτων που εγκλώβισαν το ποίημα μου σε μία κόχη του σκότους.

Έτσι που λες…

Αποφάσισα να ταξιδέψω στο Μυστικό Βασίλειο της Αφαίρεσης. Μα για να βαδίσω το μονοπάτι, πάτησα πάνω σ’ ένα καταπληκτικό κείμενο που ήρθε και με συνάντησε διαδικτυακά, σταλμένο από τον Χρήστο Παπανίκο, μια μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη από τα Ρωσικά, με τίτλο: «Πίνακας προπαίδειας για νεαρούς ποιητές».

Πήρα απ’ αυτό το κείμενο μερικές σημαδιακές φράσεις για τις ανάγκες αυτού του άρθρου και αράδιασα τους κανόνες του με τα εξής λόγια:

 

«Άδικα λένε πως στη τέχνη δεν υπάρχουν κανόνες. Οι κανόνες υπάρχουν. Η κατάκτηση των μυστικών της τέχνης είναι η βασική αποστολή για τον ποιητή. Αυτά τα μυστικά της τέχνης έχουν ελάχιστα κοινά σημεία με τις αναζητήσεις του όγκου, την κατάκτηση του ρυθμού κλπ.».

 

«Θα πρέπει να μάθεις να γράφεις όχι στίχους, αλλά να διαπαιδαγωγήσεις εαυτόν στην αγάπη προς τους στίχους, το απαιτητικό και αυστηρό γούστο».

 

«Η ποίηση είναι το αναπάντεχο, η καινοτομία: τα αισθήματα, οι παρατηρήσεις, οι σκέψεις, οι λεπτομέρειες, ο ρυθμός…».

 

«Η ποίηση είναι θυσία και όχι κατάκτηση. Το ξεγύμνωμα της ψυχής, η ειλικρίνεια, η «αυτοθυσία» – είναι οι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις της ποιητικής εργασίας».

 

«Η ποίηση είναι η μοίρα και όχι η χειροτεχνία. Όσο το αίμα δεν κυλάει στις αράδες – δεν υπάρχει ποιητής, υπάρχει μόνο ερμηνευτής».

 

«Αρχές της μεγάλης ποίησης μπορεί να είναι οι πιο διαφορετικές. Ο στόχος όμως είναι ο ίδιος με εκείνον της θρησκείας, της επιστήμης, της πολιτικής διδασκαλίας – να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, να πετύχει να βελτιώσει έστω και λίγο το ηθικό κλίμα του κόσμου. . . Το πραγματικό έργο τέχνης είναι ικανό να βελτιώσει την ανθρώπινη ράτσα με έναν αόρατο και περίπλοκο τρόπο, μπορεί να δημιουργηθεί, ως επί το πλείστον, με τρόπους κάθε άλλο παρά διδακτικούς».

 

«Η ποίηση είναι εμπειρία. Η τεράστια προσωπική εμπειρία, παρόμοια με εκείνη που μας κληροδότησε ο Ρίλκε, παρόλο που τα ποιήματα του ίδιου του Ρίλκε δεν είναι προϊόν παρόμοιας εμπειρίας».

 

«Η ποίηση είναι το άγνωστο, το μυστικό. Στους στίχους του ποιητή δεν θα πρέπει να είναι όλα εκ των προτέρων γνωστά, πριν το ποίημα ξεκινήσει να γράφεται. Διαφορετικά, για ποιο λόγο να γράψεις ποιήματα;».

 

«Οι στίχοι είναι μια κοινή γλώσσα. Στη γλώσσα αυτή μπορεί να μεταφραστεί οποιοδήποτε φαινόμενο της ζωής – της κοινωνικής, της προσωπικής, του φυσικού κόσμου. Αυτός ο κοινός παρονομαστής, είναι εκείνος ο αριθμός, με τον οποίο διαιρείται όλος ο κόσμος, χωρίς υπόλοιπο.

 

«Ο ποιητής είναι το εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου εκφράζεται η φύση. Ο μεταφραστής από τη γλώσσα της φύσης στην ανθρώπινη γλώσσα. Πολλές φορές δεν είναι απλό να μεταφραστούν οι κρίσεις της φύσης στη συνήθη ανθρώπινη γλώσσα».

 

«Τα αισθήματα είναι πολύ πιο πλούσια από τις σκέψεις. Η ποίηση με τα μέσα της: τα συμφραζόμενα, τις αλληγορίες, τους τονισμούς, την ηχητική οργάνωση, περιπεπλεγμένη με το νοηματικό περιεχόμενο, τη σύγκριση του μακρινού και του οικείου, πότε με μισόλογα, πότε με αμφισημίες – επιδιώκει να μεταφέρει σε εμάς εκείνο συγκεκριμένα που δεν μπορεί να εκφραστεί καθαρά με λόγια, αλλά παρόλα αυτά, υπάρχει ενάντια στη θέληση του Καρτέσιου. Οι στίχοι εργάζονται σε αυτή την “παραμεθόρια” περιοχή».

 

«Ο Ρυθμός είναι μια βασική αρχή της ποίησης, όπως και κάθε άλλης τέχνης – της μουσικής, της γλυπτικής, της ζωγραφικής. Είναι αναγκαία, μα όχι και μοναδική αρχή. Η απόσταση από την λαϊκή ποίηση μέχρι τους μονολόγους του Φάουστ είναι ορατή ακόμη και σε ένα μη εκπαιδευμένο μάτι».

 

«Τα ποιήματα δεν είναι αναζητήσεις. Ο ποιητής δεν ψάχνει τίποτα. Η δημιουργική διαδικασία – δεν είναι αναζήτηση, αλλ’ απόρριψη εκείνου του αμέτρητου αριθμού φαινομένων, εικόνων, σκέψεων, αισθημάτων, ιδεών, τα οποία εμφανίζονται στιγμιαία στο μυαλό του ποιητή στο κάλεσμα του ρυθμού, της ηχητικής επανάληψης στο στίχο».

 

«Η καθαρότητα και η ακρίβεια στην ποίηση δεν είναι ένα και το αυτό. Η ποίηση χρειάζεται την ακρίβεια, αλλά όχι την καθαρότητα. Η ποίηση έχει σχέση με τα συμφραζόμενα, με τις αλληγορίες, με τους υπαινιγμούς, με την ηχητική διάταξη της φράσης. Η πολυπλοκότητα του αισθήματος δεν μπορεί πάντα να εκφραστεί καθαρά. Η γλώσσα είναι πολύ φτωχή γι’ αυτό. Εκτός από αυτό, η γλώσσα της φύσης όχι πάντα μπορεί να μεταφραστεί στην ανθρώπινη γλώσσα».

 

«Οι στίχοι δε γεννιούνται από στίχους. Δεν υπάρχουν ποιητές για τους ποιητές. Ο ποιητής για τους ποιητές είναι ένας: Η ζωή. Οι στίχοι γεννιούνται από τη ζωή και όχι από άλλους στίχους».

 

«Οι μεγάλοι ποιητές δεν ανοίγουν κανένα δρόμο. Απεναντίας, είναι αδύνατον ν’ ακολουθήσει κανείς εκείνους τους δρόμους κι εκείνες, μάλιστα, τις ατραπούς, που πήραν οι μεγάλοι ποιητές. Οι δρόμοι της μίμησης είναι κλειστοί για τον ποιητή».

 

«Μην ανακατεύεστε με την επιστήμη. Η τέχνη δεν έχει καμιά δουλειά εκεί. Τίποτα, εκτός από μπέρδεμα, δεν περιμένει εκεί τον ποιητή, όπως ακριβώς στην εποχή του Νεύτωνα, έτσι και στην εποχή του Αϊνστάιν. Στην τέχνη δεν υπάρχει πρόοδος και τα πάσης φύσεως συμπόσια για τα ζητήματα της επιστήμης απλά είναι ανώφελα».

 

«Πίσω από τα δέντρα, στην ποίηση, πρέπει να βλέπεις όχι το δάσος, μα τις λεπτομέρειες που δεν είχαν εντοπισθεί νωρίτερα. Και να μην το βλέπεις υπό την οπτική γωνία της βοτανολογίας, μα της ποίησης. Μελετώντας τη βοτανολογία εκπαιδεύεις τη λεπτομέρεια – σύμβολο, τη λεπτομέρεια – αλληγορία, ν’ ακολουθήσει, ώστε η γνώση της βοτανολογίας να μην πνίξει, να μην αποδυναμώσει την ποιητική αρχή».

 

«Ο τοπιογραφικός λυρισμός – είναι μια απόπειρα να δώσεις φωνή στο δέντρο και την πέτρα, ώστε να μιλήσουν για τον εαυτό τους και για τον άνθρωπο. Και συνάμα, όσο το τοπίο δεν ομιλεί ανθρώπινα, δεν μπορεί να ονομάζεται τοπίο».

 

«Ο κόσμος της ποίησης είναι η ακρίβεια της. Οι αναζητήσεις εδώ και τα ευρήματα είναι ατελείωτα, όπως και η ζωή».

 

«Οι στίχοι για την ακοή και για τα μάτια. Στο ποίημα που έχει απαγγελθεί – γίνεται αντιληπτό το ένα χιλιοστό της αξίας του ποιήματος. Η ανεπάρκεια του αισθήματος, των σκέψεων, καλύπτεται πίσω από την ηχητική κουδουνίστρα».

 

«Η φόρμα και το μέγεθος του λόγου εξαρτώνται από τα φωνήεντα, ενώ το χρώμα από τα σύμφωνα».

 

«Η ποίηση δεν μεταφράζεται. Είναι βαθιά εθνική. Η τελειότητα της ποίησης, η ανάπτυξη άπειρων δυνατοτήτων του στίχου, βρίσκεται στα όρια της μητρικής γλώσσας, της καθημερινής ζωής, των παραδόσεων και των λογοτεχνικών προτιμήσεων».

 

«Στα ποιήματα υπάρχει ο νόμος “όλα ή τίποτα”. Οι περισσότερο εξειδικευμένοι και οι λιγότεροι εξειδικευμένοι στίχοι απλά δεν υπάρχουν. Υπάρχουν τα “ποιήματα” και τα “μη ποιήματα”».

 

«Να μάθεις με τους στίχους να ελέγχεις την ψυχή σου, τις αφώτιστες γωνιές της. Το ποίημα δεν πρόκειται να γραφτεί, αν είναι ανειλικρινές. Μερικές φορές ο ποιητής ως αποτέλεσμα της παρορμητικότητάς του μπορεί να οδηγήσει εαυτόν σε κατάσταση αυταπάτης, να υποχρεώσει εαυτόν να πιστέψει . . . Είναι μια σπάνια περίπτωση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στα ποιήματα μαντεύουν, όπως και στα χαρτιά. Και προβλέπουν».

 

«Ο ρυθμός είναι ένα εργαλείο αναζήτησης, δεν είναι όμως όπλο ευωχίας (Μπαλμόντ), ούτε μέσο της μνήμης (Μαγιακόφσκι). Ο ρόλος του ρυθμού είναι πολύ πιο σημαντικός».

 

«Ο ελεύθερος στίχος είναι στίχος δευτέρας διαλογής. Είναι το προσχέδιο ενός ποιήματος που δεν έχει γραφτεί ακόμη».

 

«Η σημασία του ρυθμού στη ρωσική ποίηση είναι τεράστια. Οι δυνατότητες των ρωσικών μέτρων – απεριόριστες. Ο ελεύθερος στίχος υπαγορεύεται από την επιθυμία προσέγγισης των γλωσσών της εποχής μας, όπου έχουν εκμηδενιστεί οι αποστάσεις, να έρθουν κοντά η λόγια τέχνη διαφόρων χωρών, πολύ πιο εθνικά αποδυναμωμένες σε σχέση με τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική. Η επιθυμία είναι καλή.  Θυσιάζονται όμως γι’ αυτήν πάρα πολλά. Η αληθινή ποίηση δεν μεταφράζεται, και δεν πρέπει να το φοβόμαστε αυτό. Ο Αραγκόν πρότεινε να μεταφράζονται τα ποιήματα σε μια άλλη γλώσσα ως πεζά. Σε αυτό υπάρχει και λογική και αιτία. Αλλά ούτε αυτό χρειάζεται, γιατί υπάρχουν ποιητές – μεταφραστές, οι οποίοι με το υλικό των ποιημάτων του πρωτοτύπου γράφουν τα δικά τους όμορφα ποιήματα. Ο ελεύθερος στίχος υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να γίνει η γλώσσα της ποίησης μεταφράσιμη, αφού αποδυναμωθεί και αρχίσει να μοιάζει με πρόζα».

 

«Όλοι οι μεγάλοι Ρώσοι ποιητές έγραφαν στο κλασσικό ύφος, η φωνή τους είναι καθάρια και δυνατή».

 

«Να είστε πιο φειδωλοί. Όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα της αράδας του ποιήματος, τόσο το καλύτερο».

 

«Να είστε λακωνικοί. Το ρωσικό λυρικό ποίημα δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τρεις – τέσσερις στροφές. Τα καλύτερα ποιήματα της ρωσικής ποίησης είχαν έκταση δώδεκα με δεκαέξι στροφές (ακόμη και οκτώ όπως εκείνα του Τιούτσεφ και του Πάστερνακ)».

 

«Ο ποιητικός τονισμός είναι το πρόσωπο του ποιητή, η φωνή του, το λογοτεχνικό του διαβατήριο, το δικαίωμα για την ενασχόληση με την ποίηση. Ο ποιητικός τονισμός είναι μια έννοια πολύ σημαντική και πολύ πιο πλατιά από την εξήγηση που δίνει το λεξικό της ιστορίας της λογοτεχνίας. Η επεξεργασία της έννοιας του ποιητικού τονισμού είναι ένα σημαντικό καθήκον της ποιητικής μας. Το ανοιχτό δάνειο και το κεκαλυμμένο δάνειο, με το οποίο δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα ο δημιουργός, όλα αυτά, όπως και η επιρροή άλλων, θα πρέπει να καταδικάζονται όπως και η αντιγραφή».

 

«Το ταλέντο είναι ένα πράγμα που, όταν υπάρχει, υπάρχει, κι όταν δεν υπάρχει, δεν υπάρχει» (Σολόμ Αλέιχεμ). Ακριβής ορισμός δεν υπάρχει. Και η εργασία είναι μια ανάγκη του ταλέντου. Κάθε ταλέντο δεν είναι μόνο ποιοτικό, αλλά και ποσοτικό. Ο Μότσαρτ είναι το υπόδειγμα και παράδειγμα του εργαζόμενου καλλιτέχνη που εργάζεται διαρκώς και πολύ».

 

«Μόνο εκείνος που γνωρίζει καλά το αντικείμενο της δουλειάς του, μπορεί να προσθέσει κάτι καινούργιο. Σε αυτό έγκειται η λύση του ζητήματος περί παραδόσεων και καινοτομίας».

 

«Να γνωρίζεις την ποιητική κληρονομιά».

 

«Να ελέγχεις τον εαυτό σου με στίχους άλλων. Αν η διάθεσή σου, το αίσθημα σου, μπορεί να διατυπωθεί με στίχους άλλων – μην γράφεις στίχους».

 

«Οι ελεύθεροι στίχοι είναι μια υποχρεωτική άσκηση για τον ποιητή. Σε ένα συγκεκριμένο ρυθμό ο ποιητής συμπεριλαμβάνει τη μόλις ελεγχόμενη σκέψη, εκείνο τον κόσμο, ο οποίος βρίσκεται έξω από το παράθυρο και μόνο στη συνέχεια (με βάση αυτή την πρόχειρη γραφή που γράφτηκε από τη φύση) θα κάνει τις ανελέητες, σκληρές διορθώσεις, αφήνοντας μόνο τα σημαντικά ευρήματα».

 

«Θα πρέπει, άραγε, να γράψετε πρόζα; Υποχρεωτικά. Στο ποίημα δεν μπορείς να τα πεις όλα, όσο συναισθηματισμό κι αν περιείχε εκείνο που εκφράστηκε σε στίχους. Ο ποιητής που γράφει πρόζα, εμπλουτίζει και την πρόζα του και την ποίησή του. Ο Πούσκιν, ο Λέρμοντοφ, αλλά και οποιοσδήποτε ποιητής μπορούν να γίνουν κατανοητοί μόνο μαζί με την πρόζα τους, στην ενότητα τους με αυτή».

 

«Στη τέχνη υπάρχει θέση για όλους. Δεν θα πρέπει να συνωστίζεστε».

 

«Ερώτηση: Τι είναι πιο ψηλά, η ποίηση ή η πρόζα; Απάντηση: Στην υγεία τίνος πίνουν; Στην υγεία των τεσσάρων οικοδεσποινών: Στην υγεία των ματιών τους. Στην υγεία των σαρκοβόρων. Για να γίνει ποιητής ο πεζογράφος. Και να γίνει ημίθεος ο ποιητής».

 

«Το ποίημα δεν είναι μυθιστόρημα, το οποίο μπορείς να ξεφυλλίσεις, να του ρίξεις μία ματιά μέσα σε μια νύχτα. Το ποίημα απαιτεί ανάγνωση προσεκτική, να το ξαναδιαβάσεις πολλές φορές. Το ποίημα θα πρέπει να το διαβάζεις σε διαφορετικές εποχές του χρόνου, υπό διαφορετικές διαθέσεις».

 

«Για τους συγχρόνους ο ποιητής είναι πάντα ένα ηθικό παράδειγμα».

Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: