Απρέπεια να χρησιμοποιείς το όνομα του Τσιτσάνη, για να πεις την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που δεν αφορά τον Τσιτσάνη. Απρέπεια να παγιδεύεις τον συγκινημένο Έλληνα που πάει να δει τον βίο του Τσιτσάνη, έστω ένα κομμάτι του βίου του, και πέφτει πάνω σε μια ιστορία που δεν αφορά ούτε τη ζωή, ούτε τη μουσική του Τσιτσάνη.

Απρέπεια να φεύγει ο θεατής από την κινηματογραφική αίθουσα με την αίσθηση ότι θύματα της Γερμανικής κατοχής ήταν μόνο οι Εβραίοι, αφού οι Έλληνες ήταν (απροσδιόριστα πολλοί ή λίγοι) δοσίλογοι και χαφιέδες. Απρέπεια να μένει ο θεατής με την εντύπωση ότι η διεθνής και τώρα η εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία βάλθηκε να ιστορήσει τα ναζιστικά εγκλήματα κατά των Εβραίων, σα να μην υπήρξαν ναζιστικά εγκλήματα κατά των Ελλήνων. Μήπως το παρακάνουν λιγουλάκι; Μήπως το παράκανε και ο Μανούσος Μανουσάκης στο “Ουζερί Τσιτσάνης”;

Ο Μανουσάκης (εθισμένος από την πολύχρονη θητεία του στην τηλεόραση) έφτιαξε την ταινία του με υλικά τηλεοπτικής σειράς. Αβαθή, αβασάνιστα, πρόχειρα. Δεν γνωρίζουμε το ομώνυμο μυθιστόρημα του καλού Θεσσαλονικιώτη συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, ούτε μπορούμε να καταλάβουμε πώς το διάβασε ο Μανουσάκης για να το μεταφέρει στην οθόνη, αλλά το αφετηριακό στοιχείο του έρωτα ανάμεσα σ’ έναν χριστιανό και μια Εβραία, δημιουργεί παραπειστικά αισθήματα στον θεατή, αφού το τέλος της ταινίας αφήνει εντελώς διαφορετική γεύση από εκείνη που υποδηλώνει ο τίτλος, τόσο της ταινίας, όσο και του μυθιστορήματος.

Η περίοδος του Τσιτσάνη στην Θεσσαλονίκη που θεωρείται η πιο παραγωγική για τον μεγάλο τροβαδούρο, εξαντλείται σε μερικά γρατσουνίσματα του μπουζουκιού από έναν πρωταγωνιστή που, σε καμία σκηνή, δεν ξεφεύγει από το ρόλο του κομπάρσου! Προκαλεί θλίψη να βλέπει ο Ελληνικός λαός τον λαϊκό του βάρδο να κινείται αμήχανα και άνευρα, δουλικά μέχρι παρεξηγήσεως, ενώ τ’ αριστουργήματά του να μένουν μετέωρα, σα να μην υποστηρίζονται ούτε από το αίσθημα, ούτε από την ψυχή του, ούτε καν από το ταλέντο του. Γαμώτο δηλαδή…

Τι άλλο είναι αυτό από έλλειψη σεβασμού σε μια μεγάλη προσωπικότητα που χρησιμοποιείται απλοϊκά, χρηστικά, για να στηρίξει εμπορικά το υπέρτερο θέμα που επέλεξε ο Μανουσάκης και, πάνω απ’ όλα με το όνομά του “να πουλήσει” μία ταινία που ιστορεί άλλα;

Βλέπεις αυτά τα κακόγουστα (αν μη τι άλλο) πράματα κι αντιδράς, με κίνδυνο να θεωρηθείς κάπως, από κάποιους που δεν χάνουν ποτέ την προθυμία τους να σε δείξουν με το δάχτυλο για οτιδήποτε χαλάει τη σούπα τους. Αλλά… πώς να μην ξεσηκωθείς για τα ιερά, όταν με περίσσια κατανόηση ξεπέρασες ήδη τις αμέτρητες χοντράδες της κατασκευής; Δεν έδωσες σημασία σε λεπτομέρειες που “κάνουν κρα” και σε “χαλάνε”, γιατί περίμενες να δεις Τσιτσάνη, τουλάχιστον, ν’ ακούσεις τις πενιές του, να βρεις ένα ψήγμα από την λαϊκή ψυχή τους. Εις μάτην! Κι εκεί που λες να φύγεις από την αίθουσα στο διάλειμμα, λες, “άσε να δούμε πού το πάει ο μαλάκας”… Στο τέλος δεν σου μένει καμία αμφιβολία ότι κακώς προσπέρασες τις λεπτομέρειες που σου έκατσαν βαριές στο στομάχι, πολύ κακώς, γιατί σχετίζονται άμεσα με το γενικότερο χοντρό κατασκεύασμα. Λεπτομέρειες όπως: Τι είναι τελικά ο Γιώργος; Δουλεύει στο ουζερί; Είναι μαραγκός; Ή μοιράζει παγοκολόνες; Άλλο: Λέει πενήντα λέξεις, η δακτυλογράφος κάνει δέκα χτυπήματα στη γραφομηχανή (έπρεπε να είχε κάνει διακόσια) κι αυτός λέει: “Είσαι πολύ γρήγορη”…

Ας μην επεκταθούμε σε άλλα. Δεν αξίζει. Γιατί είναι κρίμα να πας να δεις μια κινηματογραφική ταινία και να φεύγεις με… όρκο στον αείμνηστο παππούλη σου ότι δεν θα πας να ξαναδείς Ελληνική ταινία… Καμιά… Κανενός.

Προηγούμενο άρθροΧωρίς Ερνάνι ο Ολυμπιακός – Η αποστολή των “ερυθρόλευκων”
Επόμενο άρθροΌροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση νέου κόμματος
Παντολέων Φλωρόπουλος
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ