Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Μια φορά κι έναν καιρό ένας εξωγήινος

Κοινοποίηση

mia-fora-enas-exogiinos

Μια φορά κι έναν καλό καιρό, ήταν δύο γίγαντες. Ήταν δύο μονόφθαλμοι γίγαντες. Ο ένας είχε το μάτι του πράσινο. Κι ο άλλος είχε το μάτι του κόκκινο. Τον ένα, με το πράσινο το μάτι, τόνε λέγανε Γρηγόρη. Και τον άλλο, με το κόκκινο το μάτι, τόνε λέγανε Σταμάτη.

Ο Γρηγόρης ήτανε πάντα και συνεχώς τρεχάτος. Ποτέ δε σταματούσε. Ο Σταμάτης ήτανε πάντοτε ακίνητος. Ποτέ δεν έκανε βήμα.

Έτσι οι δύο γίγαντες δεν συναντήθηκαν ποτέ.

Ήρθε μια μέρα που ο καημός τους ήτανε αβάσταχτος. «Πού θα πάει αυτό;» σκέφτηκαν. Δεν ήξεραν πού θα πάει. Όταν όμως δεν ξέρεις πού πάει το αεροπλάνο, τι σημαίνει; Ότι το αεροπλάνο πάει εκεί που ξέρει ο πιλότος του. Πάει εκεί που ξέρουν οι επιβάτες του. Πάει εκεί που ξέρει το κέντρο ελέγχου του αεροδρομίου. Πολλά υπάρχουν, χωρίς να τα ξέρουμε. Πολλά πηγαίνουν, χωρίς να τα ξέρουμε πού πηγαίνουν.

Πού πήγε η σκέψη του Γρηγόρη; Πού πήγε η σκέψη του Σταμάτη;

Πήγαιναν και πήγαιναν και πήγαιναν και κάπου συναντήθηκαν. Όπως ακριβώς δύο αεροπλάνα που φεύγουν από το ίδιο σημείο ακριβώς αντίθετα και πετάνε ίσα, χωρίς καθόλου να στρίψουν, πηγαίνουν και πηγαίνουν και πηγαίνουν και κάποια στιγμή θα συναντηθούν στο ίδιο σημείο, απ’ όπου ξεκίνησαν.

Έτσι συναντήθηκαν οι σκέψεις του Γρηγόρη και του Σταμάτη.

«Πού θα πάει αυτό;» σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν.

Μόλις το σκέφτηκε ο ένας, το σκέφτηκε αμέσως και ο άλλος. «Φαίνεται», είπε ο Γρηγόρης, «ότι, άμα σκεφτούμε το ίδιο πράμα, δεν είναι απαραίτητο να συναντηθούμε. Μπορούμε να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον από μακριά».

Έτσι είναι. Η σκέψη δεν σταματά.

Μπορεί ο Σταμάτης να σταματά. Μπορεί ο Γρηγόρης να τρέχει. Αλλά η σκέψη τους μπορεί να σταματά και να τρέχει ταυτόχρονα, διότι οι σκέψεις διαχέονται στο Σύμπαν. Οι συναντήσεις λοιπόν των ανθρώπων γίνονται μέσα στις σκέψεις τους.

Μόλις το σκέφτηκε ο Γρηγόρης, το σκέφτηκε αμέσως και ο Σταμάτης. «Φαίνεται», είπε, «ότι, όταν τρέχει ο Γρηγόρης, πρέπει να ξέρει πότε να σταματά. Τότε ο Γρηγόρης γίνεται Σταμάτης. Τότε ο Γρηγόρης είναι ο άλλος μου εαυτός».

Έτσι σκεφτόταν ο ένας για τον άλλο. Και χωρίς να συναντηθούν, το έμαθαν καλά, ότι έμοιαζαν με το νερό και τη φωτιά. Όπως τότε που γεννήθηκε ο κόσμος. Όλα τα στοιχεία της φύσης ήταν μια λάβα. Μετά διαχωρίστηκαν. Άλλα έγιναν φωτιά και άλλα έγιναν νερό. Μα ποτέ δεν ξέχασαν την αρχή τους, τότε που ήταν όλα ένα, όπως κανείς ποτέ δεν ξεχνάει τη μάνα του. Όμως τώρα, μετά το διαχωρισμό των στοιχείων της φύσης, δε μπορείς, μαζί να τρέχεις και να σταματάς, ούτε μαζί να σταματάς και να τρέχεις. Η φωτιά εξατμίζει το νερό. Και το νερό σβήνει τη φωτιά. Η μία σκέψη σβήνει την άλλη, εκτός αν είναι, αν γίνουν, ακριβώς ίδιες. Όταν οι σκέψεις των δύο ανθρώπων γίνουν όμοιες, όταν οι σκέψεις δύο ανθρώπων γίνουν πανόμοιες, τότε θα συναντηθούν οπωσδήποτε. Και θ’ αναγνωρίσει αμέσως η μία την άλλη.

Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης έμειναν με το πράσινο μάτι του ο ένας ανοιχτό και με το κόκκινο μάτι του ο άλλος ολάνοιχτο.

«Είδες τι μας έκαμαν αυτές οι σκέψεις;» σκέφτηκε ο ένας.

Μόλις το σκέφτηκε αυτό ο ένας, το σκέφτηκε αμέσως και ο άλλος. Κι εκεί που κόντευαν να τρελαθούν απ’ τη χαρά για το κατόρθωμά τους το μεγάλο να κουβεντιάζουν χωρίς να μιλούν, είδαν την σκέψη τους την ίδια να χορεύει στη μέση του δρόμου ζεμπεκιά.

Βλέπεις, η σκέψη δεν είναι κάτι το άπιαστο ή το αόρατο. Η σκέψη έχει μάτια κι αυτιά. Έχει μύτη και στόμα. Έχει χέρια και πόδια. Είναι μία οντότητα, ένα πλάσμα. Όπως και ο άνθρωπος που τη γεννά. Μόνο που δεν τη βλέπουν όλοι. Τη βλέπουν λίγοι. Όπως λίγοι, όπως πολύ λίγοι είναι κείνοι που ξέρουν να διαβάζουν κινέζικα… Δεν ξέρεις! Επειδή… δεν ξέρεις το κινέζικο αλφάβητο. Άμα μάθεις όμως το κινέζικο αλφάβητο, ε, θα διαβάσεις, θα δεις, θα μυριστείς, θα γευτείς και θ’ ακούσεις την σκέψη των Κινέζων. Αυτή είναι η σκέψη… Είναι σα μια κινέζικη γλώσσα. Δε μένει παρά να μάθεις κινέζικα για να βλέπεις τη σκέψη των Κινέζων. Δε μένει παρά να μάθεις τη γλώσσα των χρωμάτων και των ήχων, τη γλώσσα των πουλιών και των φιδιών, για να βλέπεις τη σκέψη τους να χορεύει στη μέση του δρόμου ζεμπεκιά.

Είδαν και θαύμασαν. «Είναι θεά» σκέφτηκαν ταυτόχρονα και οι δύο. Εκείνη συνέχισε να χορεύει ζεμπεκιά. «Είναι μια νεράιδα» ξανασκέφτηκαν και οι δύο. Θυμήθηκαν πως οι νεράιδες κάποτε χόρευαν στ’ αλώνια, τα σιταράλωνα. «Κατέβηκαν οι νεράιδες στην πόλη;» αναρωτήθηκαν ταυτόχρονα και οι δύο. «Όχι!» απάντησαν αμέσως ταυτόχρονα και οι δύο. «Εμείς γεννήσαμε μία θεά, όπως ο Δίας γέννησε από το κεφάλι του τη θεά την Αθηνά!…».

Γέλασαν ευχαριστημένοι σα θεοί. Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης. Οι ονομαστοί. Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης με τ’ όνομα. Κι αμέσως η νεράιδα, η θεά, έκαμε μια θεσπέσια φιγούρα, εξωτικιά.

Και πάντα χορεύοντας τη ζεμπεκιά, πήδησε στο κεφάλι ενός περαστικού περνώντας από μέσα του μαγικά.

Ύστερα πήδησε στο κεφάλι ενός άλλου περαστικού πιτσιρικά, περνώντας από μέσα του και πάλι μαγικά. Έτσι πηδούσε η νεράιδα μας η θεϊκή. Κι έβλεπες τότε τους περαστικούς να είναι ο καθένας τους με μια, πότε Γρηγόρης, που μεσ’ στον δρόμο ποτέ δε σταματά, πότε Σταμάτης, που, όταν πρέπει, σταματά.

Κι εκεί, μέσα στου δρόμου τη γωνιά, μαγεύτηκαν οι ανθρώποι από τη νεραϊδίσια ζεμπεκιά. Η σκέψη του Γρηγόρη με το πράσινο το μάτι και η σκέψη του Σταμάτη, που ’χε κόκκινο το μάτι, ενώθηκαν, γίναν ένα, μεσ’ στη σκέψη των ανθρώπων μαγικά. Και το μάθανε όλοι τους καλά, γέροι, νέοι και παιδιά, τι σημαίνουν ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης, όταν ο καθένας μεσ’ στην πόλη περπατά και τ’ αυτοκινητομάνι παραδίπλα να περνά…

Ήτανε καλοκαίρι και ο ήλιος έκαιγε. Τα περιστέρια δροσίζονταν στο σιντριβάνι της πλατείας και τα μαγαζιά είχαν τις πόρτες ανοιχτές για λίγη δροσιά. Από ένα κατάστημα δίσκων ερχόταν δυνατή μουσική και η νεράιδα χόρευε και μετά, την ώρα που ο Γρηγόρης έκλεινε με νόημα το πράσινο μάτι του στον Σταμάτη, ακούστηκε το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Η νεράιδα έγειρε σε μια στροφή, όπως ο αετός με τ’ ανοιχτά φτερά χυμάει από μια κορφή στον αέρα και στριφογύρισε με χάρη στην άσφαλτο. Χόρευε σαν πεταλούδα στο λιβάδι και άλλοτε τιναζόταν καθώς η λάβα του ηφαιστείου. Τόσο χόρευε θεϊκά, που υψώθηκε μέχρι τον Έβδομο Ουρανό. Πήγε και γύρισε. Πήγε στον Έβδομο Ουρανό και γύρισε. Προσγειώθηκε δίπλα στον περαστικό πιτσιρικά που πριν λίγη ώρα πέρασε από το κεφάλι του μέσα μαγικά.

– Τομαλίσου…
– Τι; είπε κείνος.
– …Μουαρέσι…
– Δεν καταλαβαίνω, κυρία, είπε ο πιτσιρίκος.
– Τομαλίσου Μουαρέσι…

Την κοίταγε με το στόμα του ανοιχτό.

– Αυτό είναι το όνομά σου! του λέει.
– Με λένε… Πολυδεύκη…!
– Αυτό είναι το Ελληνικό σου όνομα. Χρειάζεσαι όμως κι ένα νεραϊδίσιο…

Είπε η νεράιδα κι έκαμε μια φιγούρα στον αέρα.

Το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» έπαιζε ακόμα και η νεράιδα χόρευε μιλώντας στον… Τομαλίσου.

Όταν…

Ακούστηκε από πάνω τους μια ψιλή φωνούλα:

– Εδώ είσαι!…

Ο Τομαλίσου κοίταζε τη νεράιδα. Η νεράιδα κοίταζε τον Τομαλίσου και οι δύο μαζί κοίταξαν απάνω.

Στον αέρα στεκόταν ακίνητο ένα τόσο δα μικρό διαστημόπλοιο, που έμοιαζε μ’ ένα κόκκινο ρόδι γυρισμένο ανάποδα.

– Ένας ιπτάμενος δίσκος!…

Φώναξε ο Τομαλίσου.

– Ένας ιπτάμενος δίσκος!…

Φώναξε η νεράιδα.

Ό,τι σκέφτηκε ο Τομαλίσου το ίδιο σκέφτηκε και η νεράιδα. Το ίδιο είδαν. Το ίδιο είπαν.

Το ίδιο σκέφτηκαν.

Το ίδιο ήταν.

– Εδώ είσαι!

Άκουσαν πάλι την ψιλή φωνούλα.

Ένα κάτι σαν παράθυρο άνοιξε στα πλευρά του ιπτάμενου δίσκου και πρόβαλε στο άνοιγμά του ένα κεφάλι παράξενο. Μετά σαν άνοιξε και το άλλο μισό παράθυρο. Το άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο στεκόταν ακίνητο στον αέρα και το κάτω μισό παράθυρο, καθώς άνοιξε, μετατράπηκε σ’ ένα… αεράτο μπαλκόνι, όπου, το περίεργο εκείνο πλάσμα με την ψιλή φωνή βγήκε σαν πρίγκιπας, βγήκε σαν άρχοντας και στάθηκε να τους κοιτάει αφ’ υψηλού.

– Ιουράσου…
– Τι; Είπε το πλάσμα.
– Ινορέα…
– Δεν καταλαβαίνω κυρία, είπε ο πρίγκιπας, είπε ο άρχοντας.
– Ιουράσου Ινορέα…

Την κοίταγε με το στόμα του ανοιχτό.

– Αυτό είναι τ’ όνομά σου! του λέει.
– Με λένε… P#}_@3…
– Αυτό είναι το εξωγήινο όνομά σου. Χρειάζεσαι όμως και ένα όνομα γήινο…

Είπε η νεράιδα κι έκαμε μια φιγούρα στον αέρα.

Το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» έπαιζε ακόμα και η νεράιδα χόρευε μιλώντας στον… Ιουράσου.

Δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Κοίταξε πέρα. Κοίταξε δώθε. Και μετά κοίταξε κάτω.

– Θα σου πω!

Έξυσε λίγο την ουρά του. Και συνέχισε:

– Μ’ έστειλε η μαμά μου στο φούρνο, να πάρω ψωμί.
– Από πού…

Ο Τομαλίσου ήταν ανυπόμονος.

– Θα σου πω!

Έξυσε λίγο τη μύτη του. Και συνέχισε:

– Είμαι από τον Έβδομο Ουρανό. Μ’ έστειλε η μαμά μου στο φούρνο για ψωμί.

Μπήκα στο διαστημοπλοιάκι μου, έβαλα το αργό και πήγαινα προς τον φούρνο. Είδα τότε μπροστά μου, στον αέρα, να πετάει σαν πεταλούδα του Έβδομου Ουρανού η κυρία από δω…

Ρε τι ’ναι τούτο! Σκέφτηκα. Μετά εκείνη ανέπτυξε αστραπιαία ταχύτητα και χανόταν στο άπειρο. Βγάζω το αργό, βάζω το γρήγορο. Ακολούθησα την κυρία ως εδώ… Είμαι περίεργος;

– Α!…

Έκαμε «α» ο Τομαλίσου. Δηλαδή έκαμε «ααααααααα…»

Η νεράιδα έδωσε μία, πέρασε μέσ’ απ’ το ιπτάμενο διαστημοπλοιάκι μαγικά πεταλουδίζοντας έστριψε στην γωνία των οδών Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας και Τριχωνίδας λίμνης.

Κατέβα παρακάτω, φίλε!

Είπε ο Τομαλίσου.

– Ανέβα εσύ!

Απάντησε ο Ιουράσου.

Ανέβα, κατέβα, στο τέλος τα βρήκαν. Ο Τομαλίσου ανέβηκε στο διαστημοπλοιάκι του Ιουράσου και ο Ιουράσου πήγε τον Τομαλίσου στο σπίτι του.

Ήταν μια υπέροχη πτήση. Ο Τομαλίσου Μουαρέσι και ο Ιουράσου Ινορέα έγιναν φίλοι…

Το βράδυ ο Τομαλίσου κοιμήθηκε στον καναπέ και ο Ιουράσου κοιμήθηκε στο κρεβάτι του Τομαλίσου ακούγοντας μουσική των «Πινκ Φλόιντ» από το στερεοφωνικό.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Ιουράσου πετάχτηκε από το κρεβάτι του αλαφιασμένος. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και χτύπησε στο ταβάνι.

– Άου!…

Έκαμε.

Πέφτοντας πάλι στο κρεβάτι και πάλι εκτινάχθηκε, χωρίς αυτήν τη φορά να χτυπήσει στο ταβάνι… Έμοιαζε με μια μπάλα που αναπηδά.

Όταν επιτέλους σταμάτησε και ισορρόπησε στο κρεβάτι, κοίταξε γύρω, κοίταξε πάνω, κοίταξε κάτω, κοίταξε πέρα, κοίταξε δώθε, είδε τον Τομαλίσου να κοιμάται του παλιού καιρού. Η μαμά του μπήκε στο δωμάτιο, πάτησε αυτό το φωνακλάδικο πραματάκι που τον έκαμε να τιναχτεί μέχρι την οροφή του δωματίου κι εκείνο σταμάτησε αμέσως να τσιρίζει.

– Τι ’ναι αυτό το…

Ρώτησε τη μαμά του φίλου του.

– Ξυπνητήρι, πουλάκι μου!…

Είπε αυτή.

– Νόμισα, συνέχισε ο Ιουράσου, ότι κάνουν επιδρομή στον Έβδομο Ουρανό οι «Τζι Πεντέξι»…
– Ποιοι;

Ρώτησε η μαμά.

– Οι «Τζι Πεντέξι». Είναι ληστές του Διαστήματος. Κάνουν επιδρομές και αρπάζουν καραμέλες από τους Ουρανίτες. Μπαίνουν στα σπίτια και πυροβολώντας «ντριν, ντριν, ντριν, ντριν, ντριν» τα παιδιά, λεηλατούν τα κομοδίνα τους. Δεν αφήνουν καραμέλα για καραμέλα…
– Το ξυπνητήρι μας, απλώς ξυπνάει τον Τομαλίσου, για να πάει σχολείο!…

Είπε εκείνη γλυκά και σκούνταγε τον γιο της, σκούνταγε τον κανακάρη της, τραβώντας του και τα πόδια να σηκωθεί. Να ξυπνήσει.

Βγήκαν στο δρόμο τρέχοντας. Η ώρα είχε περάσει και ο Τομαλίσου άργησε στο σχολείο. Έτσι βιαστικά όμως που πέρασαν το δρόμο, άκουσαν ένα αυτοκίνητο να στριγκλίζουν τα φρένα του κι ένα άλλο αυτοκίνητο από πίσω έπεσε πάνω στο σταματημένο με δύναμη… Οι οδηγοί των δύο αυτοκινήτων βγήκαν και φώναζαν ο ένας τον άλλο και οι δύο μαζί φώναζαν τον Τομαλίσου που πέρασε το δρόμο απρόσεκτα και θα μπορούσε να σκοτωθεί.

– Άλλη φορά θα ξυπνάω νωρίτερα!

Είπε ο Τομαλίσου στον Ιουράσου και συνέχισε:

– Έχω φταίξει για εφτά τρακαρίσματα. Ετούτο είναι το όγδοο. Έγινα δημόσιος κίνδυνος, Ιουράσου…

Οι άνθρωποι κοίταγαν με περιέργεια το παράξενο πλάσμα που πήγαινε τρέχοντας πίσω από τον Τομαλίσου. Άλλοι θα το νόμιζαν μεγάλο λαγό, άλλοι κουνέλι, άλλοι καγκουρώ, άλλοι ποιος ξέρει τι…

Αλλά ο Ιουράσου ήταν εξελιγμένη διάνοια και μύριζε στον αέρα τις σκέψεις των περαστικών. Κατάλαβε γρήγορα ότι έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, μιας και θα περάσει λίγες μέρες στη Γη, προτού φύγει ξανά για τον Έβδομο Ουρανό του. Ήθελε να μάθει τι γινόταν εδώ, σ’ αυτόν τον πλανήτη που ήρθε. Ήθελε να μάθει πώς κυκλοφορούν τα παιδιά στους δρόμους, πηγαίνοντας στο σχολείο τους ή όταν πηγαίνουν βόλτα με το ποδήλατο ή, τελοσπάντων, όταν πηγαίνουν να μάθουν Αγγλικά στο φροντιστήριό τους.

Στον δικό του πλανήτη, τον Έβδομο Ουρανό, τα παιδιά πηγαίνουν σχολειό με τα διαστημοπλοιάκια τους. Μπαίνουν απλώς μέσα στον θαλαμίσκο τους, πατάνε μόνο ένα κουμπί που γράφει την ένδειξη «προορισμός» και ο ιπτάμενος δισκούλης τους πάει εκεί ακριβώς που θέλουν… Σχολείο; Σχολείο! Φούρνος; Φούρνος! Φροντιστήριο; Φροντιστήριο! Γήπεδο; Γήπεδο! Στο πάρτι του συμμαθητή τους! Όπου…

Όμως εδώ στη γη τα πράματα δεν είναι καθόλου έτσι!

Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι με αυτοκίνητα με εκνευρισμένους οδηγούς που βιάζονται πολύ, μερικές φορές είναι αφηρημένοι πολύ, άλλες φορές είναι στενοχωρημένοι πολύ από κάτι και γι’ αυτό γίνονται απρόσεκτοι. Μπορούν να σε σκοτώσουν, όπως «το σκυλί στ’ αμπέλι»…

Αλλά δεν φταίνε μόνο οι οδηγοί των αυτοκινήτων. Ο Ιουαράσου κατάλαβε με ακρίβεια ότι φταίνε το ίδιο και οι πεζοί. Αν ο Τομαλίσου είχε ξυπνήσει νωρίς και είχε χρόνο μπροστά του, αν δεν ήταν βιαστικός για να προλάβει το σχολείο του, δεν θα είχε γίνει αιτία για οχτώ τρακαρίσματα! Χώρια, που, καθώς φαίνεται, ήταν ο ίδιος πολύ τυχερός, αφού μέχρι τώρα πλήρωναν τη ζημιά τ’ αυτοκίνητα και οι οδηγοί των αυτοκινήτων, ενώ αυτός την έβγαζε από σύμπτωση καθαρή.

Κοίταξε τον φίλο του που πήγαινε μπροστά σχεδόν τρέχοντας.

– Τομαλίσου!…
– Έλα!…

Είπε εκείνος.

– Τομαλίσου, θα γίνω αόρατος!
– Με δουλεύεις;
– Τομαλίσου, θα γίνω αόρατος, γιατί οι άνθρωποι με κοιτάνε περίεργα. Το χειρότερο είναι ότι με κοιτάζουν περίεργα οι οδηγοί των αυτοκινήτων. Κι αν εσύ έφταιξες για οχτώ τρακαρίσματα στα έξι χρόνια που πηγαίνεις σχολείο, εγώ θα γίνω φταίχτης για οχτώ τρακαρίσματα μέσα σε έξι ώρες!…
– Ιουράσου κόφτο!…
– Κατάλαβέ με!… θα γίνω αόρατος για τους άλλους, αλλά εσύ θα με βλέπεις!

Ο Τομαλίσου ξέχασε τη βιασύνη του για το σχολείο. Κοντοστάθηκε. Σταμάτησε ολότελα και γύρισε να κοιτάει τον Ιουράσου χαζά…

– Πάρε αυτό το μπρελόκ…

Το πήρε.

Ο Ιουράσου έδειξε στον φίλο του ένα μικροσκοπικό κανόνι, τόσο δα, μια σταλίτσα κανόνι, όσο μια μακριά καραμέλα κι ένα κουμπί.

– Όταν θέλεις να με βλέπεις, θα πατάς αυτό το κουμπί και θα με σημαδεύεις με το κανονάκι. Αυτό εκπέμπει μια ακτινοβολία, που, όταν πέφτει πάνω μου, με κάνει ορατό. Αλλά πρέπει να φορέσεις και τα ειδικά γυαλιά.

Έδωσε στον Τομαλίσου κάτι γυαλιά κι εκείνος τα φόρεσε.

Ο Ιουράσου είχε γίνει αόρατος.

– Δοκίμασε!…

Είπε. Χωρίς να φαίνεται.

Δοκίμασε. Τον είδε.

– Τώρα δεν σε βλέπει κανείς άλλος;
– Όχι. Δε με βλέπει κανείς άλλος. Μόνο εσύ…

Ο αόρατος Ιουράσου και ο διοπτροφόρος Τομαλίσου μπήκαν στην αίθουσα του σχολείου. Ο δάσκαλος είπε κάτι αγριωπός και θυμωμένος βλέποντας τον Τομαλίσου να κοντανασαίνει από την τρεχάλα. Όμως δεν έβλεπαν, ούτε ο δάσκαλος, ούτε οι συμμαθητές του Τομαλίσου, τον Ιουράσου. Κι αυτός πήγαινε πέρα δώθε κάνοντας γκριμάτσες. Ανέβαινε στην έδρα, πήδαγε στο περβάζι με κωμικό τρόπο και ο Ιουράσου δε μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια.

– Χάχας είσαι;

Ρώτησε ο δάσκαλος.

Ο Ιουράσου έκατσε τάχα φρόνιμα, τάχα μου σοβαρός, όμως αυτό έκαμε τον Τομαλίσου να ξεκαρδιστεί στο γέλιο…

– Φύγε!…

Φώναξε ο δάσκαλος αγριεμένος.

– …Και να έρθεις αύριο με τον κηδεμόνα σου!
– Πού νά ’ξερε βέβαια!… Πού νά ’βλεπε!… Πού ν’ άκουγε ο δάσκαλος;

Βγήκαν στους δρόμους.

– Μάθε με τι γίνεται δω πέρα!…

Είπε ο Ιουράσου.

– Μάθε με, Τομαλίσου, να κυκλοφορώ στους δρόμους, με τ’ αυτοκίνητα και τους αφηρημένους οδηγούς τους…

Ο Τομαλίσου έξυσε την κεφάλα του. Ο Ιουράσου έξυσε την ουρά του.

– Να σε μάθω, φίλε, Ιουράσου φίλε, να σε μάθω, αλλά…
– Αλλά;…
– …Αλλά, ξέρω μόνο έναν κανόνα!
– Έναν! Εγώ..
– Εσύ…
– Εγώ… έμαθα τον πρώτο κανόνα σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω άλλον…
– Τομαλίσου, άμα ξέρεις έναν κανόνα, ξέρεις όλους τους κανόνες…
– Πάλι με δουλεύεις…
– Γιατί σε δουλεύω; Άμα ξέρεις έναν Ουρανίτη, εμένα, τον Ιουράσου, δεν είναι σα να ξέρεις όλους τους κατοίκους του Εβδόμου Ουρανού; Σαν εμένα είναι όλοι εκεί πάνω…

Ο Τομαλίσου έμεινε με το στόμα ανοιχτό…

– Δεν το σκέφτηκα!…

Είπε σιγανά.

– Σκέψου το…
– Το σκέφτηκα. Τώρα, που το λες, το σκέφτηκα…
– Ξανασκέψου το. Γιατί μόλις έμαθες τον ένα κανόνα σήμερα το πρωί, κατάλαβες χωρίς καμιά προσπάθεια, ότι και οι άλλοι κανόνες έχουν την ίδια με αυτόν αξία. Έτσι δεν είναι;
– Έτσι είναι, Ιουράσου!
– Άρα μαθαίνεις την αξία όλων των κανόνων. Το μαθαίνει μεμιάς αυτό. Και μετά μαθαίνεις τον κάθε κανόνα χωριστά…
– Εκεί είναι τα ζόρια…
– Στο χωριστά;
– Στο χωριστά!
– Υπάρχει τρόπος. Αυτός που θέλει να μάθει, μαθαίνει. Αυτός που ζητάει, θα βρει. Αυτός που έμαθε τα ονόματα των φίλων του, αγαπάει τους φίλους του. Αυτός που έμαθε τα ονόματα των πουλιών, αγαπάει τα πουλιά. Αυτός που έμαθε τα ονόματα των λουλουδιών, αγαπάει τα λουλούδια. Αυτός που έμαθε τα ονόματα των βουνών, αγαπάει τα βουνά. Για ν’ αγαπήσουμε κάτι, άνθρωπο ή ζώο ή πράγμα, πρέπει να μάθουμε τ’ όνομά του…
– Δεν ξανάκουσα τέτοια λόγια…

Είπε ο Τομαλίσου.

– Ας μάθουμε τώρα τα ονόματα των κανόνων για την κυκλοφορία των πεζών ανάμεσα στα πλήθη των αυτοκινήτων…
– Να το κάνουμε… αλλά…
– Ποιος ξέρει αυτούς τους κανόνες; Είπε ο Ιουράσου.
– Δεν ξέρω!…
– Σκέψου απλά: Ποιος θα έπρεπε να τους ξέρει; Ποιος μπορεί να τους ξέρει…

Ο Τομαλίσου έξυσε πάλι την κεφάλα του. Ο Ιουράσου έξυσε πάλι την ουρά του. Έπεσαν σε βαθιά περίσκεψη. Και οι δύο.

– Ο Τροχονόμος! Ποιος άλλος;

Αναφώνησε ο Τομαλίσου μετά από ώρα…

– Ποιος είναι αυτός;

Αναρωτήθηκε ο Ιουράσου. Πρώτη φορά ήταν που άκουγε για τροχονόμο.

– Νάτος!… Εκεί πέρα! Με το καπέλο και τη σφυρίχτρα… Αυτός είναι, Ιουράσου… Αυτός, δε μπορεί, πρέπει να ξέρει… Αυτός, που ρυθμίζει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων στη διασταύρωση…

Έτρεξαν και οι δύο προς τα κει. Ο Ιουράσου ήταν αόρατος στα μάτια του τροχονόμου.

– Το και το…

Είπε ο Τομαλίσου στον τροχονόμο.

– Σ’ αρέσουν τα παραμύθια μικρέ;

Είπε αυτός.

– Αν μ’ αρέσουν, λέει! Να σου πω ένα;
– Να μη μου πεις τώρα, που έχω υπηρεσία. Γιατί θα γλυκαθώ, μετά θα σου πω κι εγώ ένα, έτσι όμως και το ρίξουμε στο παραμυθολόι, θα τρακάρουν τ’ αυτοκίνητα στη διασταύρωση.
– Τι δουλειά έχουν τα παραμύθια με τους κανόνες;

Ρώτησε με απορία ο Τομαλίσου.

– Να σου δώσω ένα παραμύθι;
– Να μου δώσεις!

Ο τροχονόμος έβγαλε από το γιλέκο του ένα βιβλίο. Το κοίταξε λίγο χαμογελαστά, το έπαιξε με τα δάχτυλα, χοπ – χοπ, το έδωσε μετά στον Τομαλίσου.

Αυτός διάβασε τον τίτλο:

«Μια φορά κι έναν καλό καιρό ένας εξωγήινος».

– Πολύ καλός άνθρωπος ο τροχονόμος!

Είπε ο Τομαλίσου.

– Καλός άνθρωπος; Όταν ένας άνθρωπος λέει παραμύθια, όταν ένας άνθρωπος χαμογελάει, όταν ένας άνθρωπος κάθεται σ’ ένα σταυροδρόμι και ρυθμίζει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, είναι κάτι περισσότερο από καλός. Είναι ένας χρήσιμος άνθρωπος.

Τέτοια έλεγε ο Ιουράσου και ο Τομαλίσου είχε αρχίσει να διαβάζει το βιβλίο του τροχονόμου, που είχε τίτλο «Μια φορά κι έναν καλό καιρό ένας εξωγήινος».

– Διάβαζε δυνατά να σ’ ακούω!

Είπε ο Ιουράσου.

Ο Τομαλίσου άρχισε να διαβάζει δυνατά. Ο Ιουράσου κοίταγε πάνω από τον ώμο του Τομαλίσου τα σκίτσα του βιβλίου.

Το βιβλίο έγραφε:

Ένα πράσινο ανθρωπάκι,
στο φανάρι βιαστικά
κάθε λίγο και λιγάκι
λέει σ’ όλους: «μπρος παιδιά!

Για περάστε, για βιαστείτε
κι είναι ο δρόμος ανοιχτός!
Τρέξτε τώρα! Κουνηθείτε!
τρέξτε όλοι ολοταχώς!».

Από την πολύ βιασύνη
πρασινίζει στη στιγμή
και Γρηγόρης του ‘χει μείνει,
γιατί βιάζεται πολύ…

Ένα κόκκινο ανθρωπάκι,
στο φανάρι τώρα εκεί
στέκεται σαν φανταράκι
που του είπαν: «προσοχή»!

Τους ανθρώπους σταματάει…
αυτοκίνητα περνούν…
και κανένας δεν τολμάει
να περάσει, πριν διαβούν…

Έχει κόκκινο το μάτι
γιατί άγρυπνο φυλά!…
τον ονόμασαν Σταμάτη,
σαν φαντάρο στη σκοπιά!…

Ο Τομαλίσου θυμήθηκε ένα τραγούδι και το τραγούδησε στον Ιουράσου:

Για να μάθει οδηγός
πήγε κάποιος σε σχολή
και ο δάσκαλος εκεί
του ‘πε να κοιτάζει μπρος
– βήμα, βήμα –
κάθε σήμα
μες στο δρόμο να θωρεί.

Πέρασε λίγος καιρός…
πήρε αμάξι τώρα πια…
και πολύ προσεκτικά
με τα μάτια όλο μπρος,
οδηγάει
κι όλο πάει,
γελαστά, καμαρωτά…

Να, τα σήματα μπροστά…
η ματιά του καρφωτή
συνεχώς απάνω εκεί,
πλάι στο δρόμο τα κοιτά,
όμως, νάτο!…
μπαμ! Και κάτω!
Έξω βγήκε απ’ τη στροφή…

(Κοίταγε τα σήματα μα όχι τον δρόμο…)

Ο Ιουράσου έφτιαξε ένα τραγουδάκι στη στιγμή και το ‘λεγε:

Κάποιο κάποτε παιδάκι
στο αμάξι του μπαμπά
πήγε και το σωφεράκι
έκανε καμαρωτά…

Το τιμόνι αμέσως πιάνει
και πατάει τα κουμπιά,
ίδια και αυτό τα κάνει
όπως είδε τον μπαμπά.

Η ταχύτητα όμως βγαίνει…
το αμάξι αρχινά
προς τα πίσω να πηγαίνει,
σ’ ένα τοίχο, μπαμ! Χτυπά.

Ευτυχώς που σταματάει
το αμάξι εκεί δα
και πιο κάτω δεν κυλάει
…όμως, έγινε η ζημιά…

Κάποιο κάποτε παιδάκι
τόμαθε καλά – καλά,
πως θα γίνει σωφεράκι
κι άλλα αν μάθει, πιο πολλά…

Ο Ιουράσου έξυσε την ουρά του. Ο Τομαλίσου έξυσε τ’ αυτί του. Και σκέφτηκε φωναχτά:

– Πώς θα ήταν άραγες οι πόλεις χωρίς αυτοκίνητα;
– Όπως και ο Έβδομος Ουρανός!

Απάντησε ο Ιουράσου.

– Εκεί όμως έχει διαστημόπλοια και διαστημοπλοιάκια! Εγώ λέω, πώς θα ήταν οι γήινες πόλεις χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς καυσαέρια, χωρίς κορναρίσματα…
– Ποιος ξέρει; Μπορεί και στη γη να γίνει μια μέρα όπως στον Έβδομο Ουρανό. Με διαστημόπλοια. Και με διαστημοπλοιάκια. Χωρίς αυτοκίνητα. Χωρίς καυσαέρια. Χωρίς κορναρίσματα.

Είπε ο Ιουράσου.

– Μακάρι!…

Σκέφτηκε πάλι φωναχτά ο Τομαλίσου.

– …Γιατί η θερμοκρασία της γης ανεβαίνει επικίνδυνα. Τα καυσαέρια των αυτοκίνητων και της βιομηχανίας είναι υπαίτια για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Το κλίμα θ’ αλλάξει, οι πυρκαγιές θα εξαφανίσουν τα δάση… Και τα ζώα… Και τα πουλιά…

Έπεσε βαριά σιωπή.

– Να φκειάξετε αυτοκίνητα χωρίς καυσαέρια…

Είπε ο Ιουράσου.

– Λένε ότι μπορεί να γίνει κι αυτό! Αλλά μέχρι τότε, νομίζω, πως οι οδηγοί των αυτοκινήτων δεν χρειάζεται να μπαίνουν στο αυτοκίνητο, για να πάνε ν’ αγοράσουν την εφημερίδα τους στο περίπτερο… Έτσι δεν είναι; Μπορούν να πάνε με τα πόδια. Να περπατάνε λιγουλάκι, γιατί σκούριασαν, όπως λέει ο μπαμπάς μου…

Ο Ιουράσου έξυσε για πρώτη φορά την κεφάλα του και ο Τομαλίσου έξυσε για πρώτη φορά την παλάμη του. Μετά πήρε ένα τραγουδάκι, να το λέει σιγανά:

Αμάξι τρέχει βιαστικά
κι εγώ τ’ ακολουθώ αργά…
Αλλά το φτάνω στα φανάρια…
ρόδες αυτό κι εγώ… ποδάρια.

Μου φεύγει πάλι… αστραπή!
Στην πρώτη χάθηκε στροφή.
Μα πάλι το προφταίνω! Νάτο!
Ένα φανάρι παρακάτω…

Τι κι αν δεν τρέχω σαν αυτό;
Μ’ αρέσει – ναι! – να περπατώ!
Γιατί πιο γρήγορα θα φτάσω
και καύσιμα δεν θα χαλάσω!

– Θα φύγω, Τομαλίσου. Η μαμά μου θ’ ανησυχεί. Λείπε τρία ολόκληρα λεπτά!
– Τρία ολόκληρα λεπτά; Έχουμε παρέα τρεις ολόκληρες μέρες… Τρία λεπτά έλειψες από τη μαμά σου;
– Ο χρόνος στον Έβδομο Ουρανό μετράει αλλιώς…

Τι να πει ο Τομαλίσου; Τίποτα δεν τον ξάφνιαζε πια!

Πήγαν στην αυλή του σπιτιού, όπου ήταν προσγειωμένο το διαστημοπλοιάκι του Ιουράσου.

Έμοιαζε μ’ ένα κόκκινο ρόδι γυρισμένο ανάποδα.

– Να σου πω ένα τραγούδι για ένα ρόδι… Να σ’ αποχαιρετίσω, φίλε, μ’ ένα τραγούδι για ένα ρόδι, που έμαθα να το παίζω στην κιθάρα μου στο Ωδείο…

Έφερε την κιθάρα του ο Τομαλίσου. Όρθιος, ακούμπησε το πόδι του σ’ ένα μικρό πεζούλι κι άρχισε να τραγουδά:

Η ροδιά
η κυρά ροδιά
έκαμ’ ένα ρόδι
ένα ρόδι κόκκινο.

Τα παιδιά
τα μικρά παιδιά
ήθελαν το ρόδι
να ‘ναι κατακόκκινο.

Έτσι λοιπόν
η κυρά ροδιά
έκαμε το ρόδι κόκκινο
κατακατακόκκινο.

Ο Ιουράσου μπήκε στο διαστημοπλοιάκι του, σήκωσε το χέρι του, σήκωσε το χέρι του και ο Τομαλίσου…

Το διαστημοπλοιάκι σηκώθηκε αργά, μετά μεγάλωσε ταχύτητα και χάθηκε στον ουρανό ταξιδεύοντας για τον Έβδομο Ουρανό του.

Εκεί που κοίταγε ο Τομαλίσου επίμονα και για ώρα, μόλις χάθηκε ο Ιουράσου Ινορέα στα σύννεφα, φάνηκε να πετά ένα πουλί, ένας αετός…

Και μετά…

Ο Τομαλίσου άνοιξε το παραμύθι, που είχε τίτλο «μια φορά κι έναν καλό καιρό ένας εξωγήινος». Διάβασε πάλι από την αρχή τους κανόνες… Για να τους μάθει απέξω κι ανακατωτά… Νεράκι. Καθώς λένε: φαρσί.

Κι έζησε ο Τομαλίσου Μουαρέσι καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα…

Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: