Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Μουσείο ΝΙΚΟΥ ΡΑΠΠΟΥ, Κωνωπίνα

Κοινοποίηση

mouseio-nikou-rappou

Μας αποχαιρετούσε ο Μάης, όταν, στη στοά του βιβλίου, παρακολούθησα μια εκδήλωση απόδοσης τιμής σε κάποιο πρόσωπο για το έργο του. Επρόκειτο για τον Νίκο Ράππο και το λίαν αξιόλογο μουσείο του. Από την Κωνωπίνα ο Νίκος Ράππος, εκεί και το μουσείο του. Εκδήλωση παθιασμένης αγάπης για τον τόπο που είδε το πρώτο φως, τον τόπο που τον ανάθρεψε κι ο άγραφος χάρτης του μυαλού του γέμισε από τις εμπειρίες και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, που παρακολουθούν τον άνθρωπο σ’ όλο το βίο του.

Και σφήνωσε στο μυαλό του η ιδέα πώς θα ξεπληρώσει το χρέος του στη γενέτειρα γη. Όλοι μας αγαπάμε τον τόπο μας και τον επισκεπτόμαστε, σαν προσκυνητές σε αγιασμένα χώματα. Κάποιοι βάζουν και το χέρι στην τσέπη, αν τύχει να ’ναι γεμάτη, και κάνουν καμιά προσφορά στον Άγιο προστάτη του χωριού ή βοηθούν να γίνει κάτι που λείπει απ’ το χωριό και το έχει ανάγκη. Έβρισκε μικρό το χωριό για μεγάλες ανησυχίες κι αναζητήσεις. Ήταν αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι «ο άνθρωπος φύσει του ειδέναι ορέγεται», ήταν η ανάγκη, που τον έσπρωξαν να εγκαταλείψει το όμορφο χωριό και να βρει σταματημό στη μακρινή Αυστραλία; Πάντως οι ανάγκες για όλους ίδιες στο χωριό, όμως μέχρι τη δεκαετία του 1950 λίγοι, ελάχιστοι το αποχωρίζονταν. Δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε πως κάποιο κίνητρο ισχυρό τον παρακίνησε. Όμως εκεί η ξενιτιά κι η μοναξιά, φίδια φαρμακερά, δάγκωναν την καρδιά του κι η νοσταλγία κι η αγάπη για την πατρίδα, θεριό ανήμερο κατασκήνωσε μέσα του. Μαύρες σκέψεις ταλαιπωρούσαν το μυαλό του. Τι να κάνει τώρα; Να γυρίσει πίσω; Πώς όμως; Με άδεια τα χέρια; Έτσι χωρίς να κυνηγήσει την τύχη, σαν το δειλό στρατιώτη, που στον αχό και στο σάλαγο της μάχης το βάζει στα πόδια, χωρίς να ρίξει ούτε μια ντουφεκιά; Όχι! Όχι! Αυτό δε γίνεται. Θα μείνει και θα παλέψει κι ο Θεός βοηθός.

Και έμεινε. Η τύχη φαίνεται πως του χαμογέλασε. Οι κόποι κι ο ιδρώτας του αμείφθηκαν κι η προκοπή του ξεπέρασε τις προσδοκίες του. Μπορεί να μην πλούτισε. Ένιωσε, όμως, περιχαρής, ότι είναι σε θέση να ικανοποιήσει τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Δεν ήταν τα σπίτια και τα αυτοκίνητα, οι διασκεδάσεις κι η πολυτέλεια που θα τον έκαναν να ξεχωρίσει από τους άλλους και θα γέμιζαν τη ζωή του. Μακριά απ’ αυτόν τέτοιες σκέψεις. Η ιδέα που κυριαρχούσε στο είναι του είναι μόνιμα το χρέος προς το χωριό του και πώς θα το εξοφλήσει. Το πρόχειρο και φτηνό δεν του πηγαίνει. Ήθελε κάτι μόνιμο, να έχει διάρκεια, να πιάσει τόπο και να βοηθήσει το χωριό, να το ανακουφίσει κι όσο μπορούσε ν’ αλλάξει τη μοίρα του. Μαζί μ’ αυτή την ιδέα έβλεπε την εποχή να προχωρεί κι αλλαγές καταιγιστικές να σβήνουν το χρώμα της και να ρίχνουν πάνω της το πέπλο της λήθης. Κάτι έπρεπε να κάνει και γι’ αυτήν, να παραδώσει ζωντανή τη μνήμη της στις επερχόμενες γενιές. Ένας τρόπος ήταν να γράψει την ιστορία του τόπου του. Αυτό όμως δεν ήταν συμβατό με τη σκέψη που παιδί ακόμα σφήνωσε στο μυαλό του κι εκεί στην ξενιτιά γιγαντώθηκε κι ούτε στιγμή δεν τον άφηνε. Ύστερα έβλεπε πως δεν τον βοηθούσαν και οι γνώσεις, που περιορίζονταν ως τα μισά του Γυμνασίου με συμπλήρωμα από τη Σχολή Τουρισμού που απεφοίτησε. Η Αυστραλία, που τον φιλοξένησε, δεν του έδωσε ευκαιρίες για παραπέρα σπουδές και μελέτες.

Όντας όμως ανήσυχο πνεύμα, την ώρα που οι άλλοι ξεκουράζονταν, έπαιρνε τους δρόμους κι όπου τον έβγαζαν. Πόθος κι επιθυμία του να γνωρίσει το Σύδνεϋ, να το μελετήσει, να μάθει τα μυστικά του. Έτσι ανακάλυψε την αγορά με τα παλιά και μεταχειρισμένα αντικείμενα σε τιμή ευκαιρίας, που η εξέλιξη τα είχε παραμερίσει και, με το τσουβάλι του παλιατζή, έπαιρναν το δρόμο για τα παλαιοπωλεία. Εκεί κάτι άστραψε μέσα του και φώτισε όλο το είναι του. Ήταν η ανατολή του ονείρου. Ελπίδες κι επιθυμίες βρήκαν το συναπάντημά τους. Δεν θα αφήσει το χρόνο με τις βαριές του πατημασιές να καταπλακώνει εποχές και να σβήνει τα ίχνη τους. Θα την κρατήσει, όσο το μπορεί, ζωντανή την εποχή που φεύγει και θα επιστρέψει στο χωριό ένα μέρος απ’ τα χρωστημιά του. Θα το κάνει ν’ ακουστεί τ’ όνομά του κι όλοι να το ζηλέψουν. Θα γίνει μέρμηγκας, που κουβαλάει στη φωλιά του, ολημερίς, ό,τι του κάνει για τροφή. Οι επισκέψεις του στην αγορά πύκνωσαν. Έγινε τώρα γνωστός στον κύκλο της κι όλοι τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα και τον καλωσορίζουν φιλικά. Κι ολοένα κάτι καινούργιο έχουν να του προσφέρουν με γαλιφιές και καλοπιάσματα. Και ποτέ δε γυρίζει πίσω με τα χέρια αδειανά. Σπίτι και μαγαζιά έγιναν αποθήκες. Χώρος πουθενά αδειανός, ούτε ποντικός δε χωράει να περάσει. Όμως τούτα τα αποκτήματα είναι απαιτητικά. Θέλουν συγύρισμα, καθαριότητα και συντήρηση. Η σκουριά παραμονεύει να κολλήσει στο σίδερο κι η υγρασία όλα τα φθίνει και τα σαπίζει. Και συντηρητής ο κυρ-Νίκος ζωσμένος με την ποδιά, με τη σκούπα στο χέρι και τα ξεσκονιστήρια και τις βούρτσες, με λάδια και γράσα, παλεύει νύχτες και μέρες.

Το ξεκίνημα όμως έχει και τη συνέχεια. Οι ελλείψεις δεν τελειώνουν ποτέ. Η αγάπη που γίνεται έρωτας και πάθος ακόρεστο σε κάνει δούλο και εξάρτημα. Σε ρυμουλκεί και σε σέρνει στους δρόμους του, υποταγμένο κι αδύναμο. Τα ενδιαφέροντα και οι επιδιώξεις σου ζυμώνονται όλα μαζί και γίνονται ένα με το πάθος που σε κυρίεψε. Τούτος ο κανόνας είναι σιδερένιος. Δεν παίρνει καμία εξαίρεση. Αιχμάλωτός του ο κυρ-Νίκος γι’ αυτό και μ’ αυτό ζει και δεν του αφήνει περιθώρια ούτε να γεράσει. Και με νεανικό σφρίγος δουλεύει και το υπηρετεί. Στη γλώσσα του δεν υπάρχει το αύριο. Υπάρχει ένα μακρινό και άσωστο σήμερα με ένα, το ίδιο μακρινό, ορίζοντα που δε χάνεται και δεν ακουμπάει πουθενά. Κι αυτό το σήμερα συνοδεύεται από ένα βροντερό παρόν που χτυπάει στο τείχος του χρόνου και γίνεται ήχος κι αντίλαλος, που γεμίζει τους άμετρους χώρους του και γίνεται στρόβιλος και μυριάδες χρόνια δεν χωράν το πέρασμά του.

Τούτο το τόλμημα ξεκίνησε με καλούς οιωνούς θαρρείς ανοιχτοί ουρανοί άκουσαν το ψυχομίλημά του. Καλή η σοδειά ως εδώ. Όμως το καλό έχει έναν εχθρό που ποτέ δεν τον νίκησε. Το ξέρει καλά ο κυρ-Νίκος και δε θα καθίσει να νικηθεί. Θα πάει για το καλύτερο. Ανοιχτοί οι ορίζοντες κι αυτός ταξιδιάρικο πουλί. Πολλές οι χώρες που περιηγήθηκε κι ανάμεσά τους Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία και Αγγλία, που γέμισαν μουσεία και δοξάστηκαν με ξένα κόλλυβα, χωρίς να νιώθουν ντροπή κι ενοχή. Ξέρουν όμως να αξιολογούν και τίποτε δεν τους ξεφεύγει αν έχει κάποιο ειδικό βάρος. Εκεί καταφεύγουν και τα κάθε λογής αρπακτικά, που ξεγυμνώνουν τον τόπο τους για να θυσιάσουν στον κίτρινο θεό και να πάρουν κάτι απ’ τη χάρη του. Εκεί νόμιμο και λαθραίο εμπόριο διασταυρώνεται και κανένας δε βγαίνει χαμένος.

Κάτι προμηθεύτηκε απ’ τις χώρες αυτές ο κυρ Νίκος. Όχι, βέβαια, από ονομαστούς οίκους αλλά από κατώτερα μαγαζιά όμοια με τα δικά μας της πλατείας Αβυσσηνίας. Πέρα όμως από αυτό, άνοιξε δίαυλο μαζί του και συχνά λαβαίνει γνώση για τα διαθέσιμα κάθε φορά κι ό,τι του κάνει, μ’ ένα νεύμα, πηγαίνει στο σπίτι του.

Πόσο κράτησε τούτο το εγχείρημα ούτε κι ο ίδιος το καλοξέρει. Όπως ξέρει και πως ποτέ δεν τελείωσε. Κάποια στιγμή, όπως είναι επόμενο, κατάλαβε πως ήταν αρκετό για ένα πρώτο στήσιμο και έχει ο Θεός. Ήταν βέβαια και τα χρόνια που κύλησαν σαν το νερό και τα περιθώρια στένεψαν. Πότε θα γυρίσει στο χωριό και πότε θα εκθέσει το υλικό του. Ύστερα κι η δούλεψή του πήγε καλά και του εξασφάλισε άνετη ζωή και ευχέρεια στις κινήσεις του για πολλά χρόνια.

Έτσι αποχαιρέτησε, με ευγνώμονα αισθήματα, την Αυστραλία και έζησε τις μεγάλες στιγμές λαχτάρας και αγωνίας του νόστου, ώσπου να πατήσει το πόδι του και να καταφιλήσει τ’ αγιασμένα χώματα της γλυκιάς πατρίδας. Συγγενείς, φίλοι και χωριανοί, σύσσωμο το χωριό του τον υποδέχτηκε. Δάκρυα χαράς, αγκαλιές, φιλιά και συγκίνηση που περισσεύει σε τέτοιες στιγμές και κάνει και τις πέτρες να μαλακώνουν και να ραΐζουν. Μέρες πολλές κυριαρχούσε σαν θέμα στις κουβέντες των χωριανών ο κυρ-Νίκος. Όλοι κάτι είχαν να πουν και να διηγηθούν γι’ αυτόν και να σχολιάσουν τα αποκτήματα που κουβάλησε και πόσο του στοίχισαν σε χρόνο, σε μόχθο και σε χρήμα, θυσίες μεγάλες για την αγάπη του χωριού. Και σαν ρεφραίν τραγουδιού, πάντα η κατάληξη με τα λόγια: ο Θεός να τον έχει καλά και να σχωρνάει τ’ αποθαμένα του.

Το πατρογονικό σπίτι σενιαρίστηκε κι εκεί άπλωσε τα θυμητάρια, που ζωντανεύουν το πέρασμα του ανθρώπου πάνω στη γη για πολλούς αιώνες. Τα είδαν, τα θαύμασαν και τα χόρτασαν οι χωριανοί του. Βγήκαν σεργιάνι σε γύρω χωριά, σε μέρες γιορτινές, να τα χαρούν κι άλλοι.

Περασμένο καλοκαίρι, ο Αύγουστος στα τελευταία του. Με τον ξάδερφό μου το Βασίλη Μπουκοβάλα μπονόρα το πήραμε απ’ τη Χρυσοβίτσα, φτάσαμε στην Κωνωπίνα και καταλήξαμε στο καφενείο του Νώντα Τσαμποδήμου, διαμερισματάρχη του χωριού. Εκεί, πίνοντας το καφεδάκι μας, που συνοδευόταν με νερό ελαφρύ και χωνευτικό απ’ το Περγαντί, μάθαμε από νέους πως η κατάσταση είναι πολύ άσχημη στο χωριό κι ευτυχώς που υπάρχει εκεί κοντά το εργοστάσιο παραγωγής γύψου της Knauf και πέφτει λίγο χρήμα στον τόπο από μερικούς που εργάζονται σ’ αυτό. Δυστύχημα μεγάλο η απαγόρευση της καπνοκαλλιέργειας, που άφηνε κάποια απόλαυση και κρατούσε τον κόσμο στο χωριό.

Επικοινωνήσαμε με τον μπάρμπα-Νίκο, όπως τον λεν οι χωριανοί του, που είχε πεταχτεί, μαζί με το διαμερισματάρχη, στην Αμφιλοχία και μας είπε ότι σε μισή ώρα θα έχουν γυρίσει. Έτσι κι έγινε. Ο μπάρμπα-Νίκος μας καλωσόρισε γελαστός, ευδιάθετος και χαρούμενος. Μας ζήτησε και συγνώμη για την απουσία του κι ας μην τον είχαμε ειδοποιήσει. Χωρίς χασομέρι, μας πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και μας οδήγησε στο σπίτι του, εκεί κοντά. Πρώτα μας πέρασε από το σαλόνι του, όπου η καλοσυνάτη αδερφή του, κατά τα έθιμα του τόπου μας, μάς τρατάρισε και στη συνέχεια μας πήγε στο Μουσείο. Μέτρια αίθουσα στο ισόγειο, χωρισμένη στα δύο με ένα χαμηλό τοιχίο, στο ύψος τραπεζιού. Στη δεξιά πλευρά, εικόνες και άλλα αντικείμενα, κρεμασμένα και στην αριστερή εκθέματα πάνω σε ράφια. Στη μέση προς τα δεξιά ένα μεγάλο τραπέζι φιλοξενεί κάτι που καθηλώνει τον επισκέπτη. Είναι μια σειρά με όλα τα είδη του Γραμμοφώνου. Απ’ το μικρό το χειροκίνητο που μιλάει όταν το χέρι περιστρέφει το μηχανισμό του με ένα εξάρτημα ως το μεγάλο και επιβλητικό, με το μεγάλο χωνί –τον τηλεβόα της Αντίστασης– που σκορπάει τον ήχο σε χιλιομετρικές αποστάσεις και κάνει τα βουνά ν’ αντιλαλούν. Γραμμόφωνα πλακέ, γραμμόφωνα έπιπλα και ένα μεγάλο πλαίσιο γεμάτο από κουτάκια με βελόνες, πολύχρωμα, από πολλές φίρμες. Άπειρα αντικείμενα από γραμμόφωνα κι ανταλλακτικά. Και δίσκοι πολλοί απ’ τις αρχές του περασμένου αιώνα ξεκινούν με προέλευση την Αγγλία οι περισσότεροι. Ανάμεσά τους η πρώτη εκτέλεση του εθνικού ύμνου από την ανακτορική φρουρά της Αγγλίας, δίσκοι με ηχητικά ντοκουμέντα του Ελευθ. Βενιζέλου, δίσκοι με λειτουργίες της Μητρόπολης Αθηνών καθώς και δίσκοι του μεγάλου ψάλτη και τραγουδιστή Σεραφείμ Γεροθόδωρου που είχε γίνει θρύλος για την Αιτωλ/νία. Στο βάθος γραμματόσημα με τις κεφαλές Ερμών. Κρεμασμένα από την οροφή πολλές σειρές από κουδούνια όλων των ειδών και των μεγεθών και απέναντί τους περιοδικά απ’ το 1940 με όλους τους τραγουδιστές. Εδώ και αντικείμενα από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και εξαρτήσεις, κούνιες όλων των ειδών, κούκλες και παιδικά παιχνίδια, μερικά σκόρπια νομίσματα, βιβλία ιστορικά και της Εθνικής Αντίστασης, εγκυκλοπαίδειες, βιβλία που ιστορούν την Κωνωπίνα και φωτογραφικό της λεύκωμα του 1892 με τίτλο: Η Κωνωπίνα μπροστά στο φακό. Εδώ και στοιχεία απ’ την τοπική παράδοση: Ανέμη, αργαλειός, ρόκες και σφοντύλια και αδράχτια, είδη του νοικοκυριού, γεωργικά εργαλεία και πολλά άλλα. Άλλα πράγματα έχει στο μπαούλο μέσα στο σπίτι για ευνόητους λόγους. Ανάμεσά τους αρχείο του κοτζάμπαση Κάρκα, της Κωνωπίνας, 50 έγγραφα υποθηκών σε χωράφια, προικοσύμφωνα και αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων. Αυτά είναι που κράτησα στη μνήμη μου. Δεν κράτησα σημειώσεις και ασφαλώς ξέχασα κάποια είδη.

Ένιωσα έκπληξη και θαυμασμό και απόρησα για τον πλούτο των εκθεμάτων, σε μουσείο ενός μικρού χωριού. Τυχερή η Κωνωπίνα με τον κυρ-Νίκο της είπα από μέσα μου. Σε ερώτημά μου αν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από την πολιτεία για μόνιμη εγκατάσταση, η απάντηση του κυρ-Νίκου υπήρξε αρνητική. Πού τέτοιο πράμα, είπε, συνοφρυωμένος. Την ίδια απάντηση πήρα και στην ερώτησή μου για ενίσχυση ή βοήθεια από μέρους της.

Ο μπάρμπα-Νίκος δεν έχει απόγονους. Ολοκληρωτικά τον απορρόφησε η έγνοια κι η προσπάθεια για τούτο το έργο. Δεν του άφησε περιθώρια για τίποτε άλλο. Όλα τα είπαμε, για προοπτική και μέλλον του Μουσείου. Ό,τι εξαρτάται από μένα θα το κάνω για να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς εμένα, είπε. Όμως αρκεί αυτό, πρόσθεσε κουνώντας το κεφάλι και μια μελαγχολία περιχύθηκε στο ως τη στιγμή εκείνη γελαστό πρόσωπό του. Κάπου εδώ τελειώσαμε. Πριν δώσουμε τα χέρια, ακόμα μια ερώτηση κατέβηκε στα χείλη μου: Πες μου φίλε Νίκο, προσφορά σοβαρή ή δωρεά δέχτηκες από κανέναν άλλο στο έργο σου; Κι εδώ αρνητική η απάντηση με χέρια, με στόμα, με μορφασμό του προσώπου. Όχι! εκτός από λίγα ντόπια πράγματα απ’ τους χωριανούς, είπε και πρόσθεσε: Μην ξεχνάς πως την επανάσταση και την τέχνη την κάνει ένας! Και μου έσφιξε το χέρι. Σ’ όλο το δρόμο γυρόφερναν στο μυαλό μου τα τελευταία λόγια του φίλου Νίκου. Την επανάσταση και την τέχνη την κάνει ένας!… Ένας που τον κατέχει ιερή μανία και ξεχνάει τον εαυτό του και σκέφτεται και ενεργεί για τους άλλους, συμπέρανα.

Πάνος Λαζαρόπουλος
Τύμπανο 1 / Φεβρουάριος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: