Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Ο Αιτωλός Τυδέας στο έπος Θηβαϊδα (Τους Επτά επί Θήβας)

Κοινοποίηση

tydeas

Από την Αιτωλοακαρνανική μυθολογία:
Ο Αιτωλός Τυδέας στο έπος Θηβαϊδα (Τους Επτά επί Θήβας)
του Λατίνου ποιητή Στάτιου

Βασίλης Κομπορόζος
Αγρίνιο 18-2-2013

Ο μύθος των Επτά επί Θήβας είναι γνωστός σε όσους ασχολούνται με την Ελληνική μυθολογία. Η Θηβαϊδα, μολαταύτα, του Πούμπλιου Παπίνιου Στάτιου (Publius Papinius Statius) δεν είναι και τόσο γνωστή, αν και είναι ένα σπουδαίο έργο, όχι βέβαια της εμβέλειας της Αινειάδας του Βιργίλιου, ποιητή προτύπου του Στάτιου, ούτε ασφαλώς των έργων του μέγιστου Ομήρου.

Η Θηβαϊδα είναι ένα άξιο αναφοράς έπος και σ’ αυτό διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ο Αιτωλός Τυδέας, γιος του Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας, και πατέρας του θρυλικού Διομήδη ο οποίος έλαμψε, έχοντας και μία αριστεία, στην Ιλιάδα του Ομήρου. Ο ήρωας μας υπήρξε το δεξί χέρι του θηβαίου Πολυνείκη, σύμβουλος, συμπαραστάτης και αδερφικός του φίλος.

Τα αποσπάσματα είναι σε απευθείας ελεύθερη και ποιητική (ελπίζω) μετάφραση δική μου από το πρωτότυπο Λατινικό κείμενο, με τη βοήθεια μιας Αγγλικής μετάφρασης και λεξικών, φυσικά! Μια κατά λέξη μετάφραση θα δημιουργούσε ένα στρεβλό κείμενο.

Λίγα λόγια για τον μύθο των ‘Επτά επί Θήβας’

Έπειτα από την πασίγνωστη τραγικότατη ιστορία του Οιδίποδα και την εκούσια αυτοτύφλωσή του, αναλαμβάνουν το θρόνο στη Θήβα τα δύο παιδιά του ανόσιου γάμου, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, εκ περιτροπής, για ένα χρόνο ο καθένας. Ο πρώτος, όμως, με το πέρας του συμπεφωνημένου χρόνου αρνείται να παραδώσει το θρόνο και ο Πολυνείκης, εξόριστος και εξοργισμένος καταφεύγει στο Άργος, όπου συναντά ένα πριγκηπόπουλο από την Καλυδώνα της Αιτωλίας, τον Τυδέα, ο οποίος είχε εξοριστεί επειδή είχε σκοτώσει κατά λάθος ένα από τα αδέρφια του (κατά τον Στάτιο, γιατί υπάρχουν πολλές εκδοχές κατά την προσφιλή συνήθεια των προγόνων μας!)

Πολυνείκης και Τυδέας, λοιπόν, υπό τη σκέπη του βασιλιά του Άργους Αδράστου, αποφασίζουν την από κοινού εκστράτευση για την κατάληψη των θρόνων που δικαιωματικά τους ανήκουν, πρώτα της Θήβας και μετά της Καλυδώνας. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου στη γη της Βοιωτίας, συμπλέουν με άλλους 4 βασιλείς και άρχοντες (ανάμεσα στους οποίους ο πασίγνωστος στην αρχαιότητα μάντης Αμφιάραος), σχηματίζοντας τους Επτά που θα επιτεθούν στη Θήβα με τραγική κατάληξη το θάνατο των έξι πλην του Αδράστου, ενώ θα χάσει τη ζωή του και ο Ετεοκλής.

Όσον αφορά τον Τυδέα, ο θάνατός του στιγματίστηκε από ένα ανοσιούργημα: ζήτησε να πιει το αίμα απ’ το κρανίο του αντιπάλου του Μελάνιππου, με τον οποίο αλληλοτραυματίστηκαν θανάσιμα, θεωρώντας πως έτσι θα γλιτώσει το θάνατο – απόηχος, ίσως, πανάρχαιων βάρβαρων δοξασιών! Εν τούτοις, τον θρήνησαν πικρά οι σύντροφοί του και φυσικά ο Πολυνείκης. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή!

Συνοπτικά για τον Πούμπλιο Παπίνιο Στάτιο και τη Θηβαϊδα του

Ο Π. Π. Στάτιος (περ. 50 – περ. 96 μ.Χ.) γεννήθηκε μάλλον στη Νεάπολη της Ιταλίας, πόλη κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού. Κέρδισε βραβεία σε ποιητικούς διαγωνισμούς σαν τον πατέρα του αλλά γνώρισε μεγάλη απογοήτευση στις εορτές του Καπιτωλίου (περ. 90 μ.Χ.) Παντρεύτηκε αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Φρόντιζε, όμως, ένα μικρό δούλο, στον οποίο χάρισε την ελευθερία. Έργα του το Silvae, η Αχιλληίς (ανολοκλήρωτο) και το magnus corpus του, η Θηβαϊδα, σε 12 βιβλία, κατά το πρότυπο της Αινειάδας του αγαπημένου μέντορά του Βιργιλίου.

Η Θηβαίδα συνιστά ένα κλασσικό έπος με ήρωες, βασιλείς, μάντεις και θεούς. Με ύφος ποιητικό, πυκνό, περίτεχνο αλλά και ενίοτε εξεζητημένο, είναι κατά τη γνώμη μου ένα σημαντικό έργο, άξιο αναφοράς. Αγαπήθηκε πολύ στον Μεσαίωνα, ο δε κορυφαίος Ιταλός ποιητής Δάντης Αλιγκιέρι της περίφημης Θείας Κωμωδίας, υποτίθεται πως συναντά στο δεύτερο μέρος του έργου του, το Καθαρτήριο, τον Ρωμαίο ποιητή του αργυρού αιώνα της Ρωμαϊκής ποίησης.

Η μορφή και ο ρόλος του Τυδέα στη Θηβαϊδα

Στην επίκλησή του στις Μούσες, ο Στάτιος αναφέρει πρώτον και καλύτερο τον Τυδέα: από ποιον, Κλειώ, να πρωταρχίσω ήρωα; Τον Τυδέα που ξεχειλίζει από οργή; (1:42)

Στο έργο, τώρα, που δεν αρχίζει in media res, όπως τα έπη του Ομήρου και του Βιργιλίου, εμφανίζεται από το πρώτο ήδη Liber (βιβλίο) ο Τυδέας αυτοπροσώπως, έξω από το παλάτι του Αργείου ηγεμόνα Αδράστου, όπου φιλονικούσε με τον θηβαίο Πολυνείκη, για το ποιος θα καταλύσει το βράδυ εκεί! Κι αφού δοθεί η περιγραφή του Πολυνείκη (νέος και ψηλός) δίδεται εν συνεχεία η μορφή του Αιτωλού ήρωα:

…Αλλά δεν υπολείπεται σε σφρίγος κι ο Τυδέας/. Μικρός στ’ ανάστημα κι αν είναι, άλλη τόση η δύναμη /στα μέλη του κορμιού του… (1: 415-7). Σε όλο το έργο, παρουσιάζεται η μορφή ενός πολύ δυνατού και γενναίου στρατιώτη, και ιδίως σε μάχες με το πεζικό, χωρίς τα άλογα όπως αναφέρει ο Λατίνος ποιητής μετά το θάνατό του στο 9:208 (ήταν πιο γενναίος σε μάχες με το πεζικό).

Μετά τη συμφιλίωση υπό τις πατρικές συμβουλές του Αδράστου, ο ήρωάς μας εξηγεί με λίγα λόγια την καταγωγή του, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τα αίτια της εξορίας του: … την Καλυδώνα άφησα με τα θεριά της και τα πλούτη της/ και τους αγρούς του Αχελώου… (1: 453-4) και, του μεγαλόκαρδου Οινέα φύτρα θα με βρεις/ κι όχι ανάξιο βλαστό του Άρη (1: 463-5)

Κι έπειτα, ο Αργείος βασιλιάς, παρατηρώντας τους ήρωες καλύτερα, βλέπει στους ώμους πάνω του Πολυνείκη δέρμα λιονταριού και στου Τυδέα κάπρου:… τους ώμους του Τυδέα τους πλατιούς/ σκεπάζουν τα λαμπρά της Καλυδώνας λάφυρα, το δέρμα το σκληρότριχο/ με τους χαυλιόδοντες (1: 489-91).

Πρόκειται για την πραγματοποίηση αρχαίου χρησμού ότι ο Άδραστος θα παντρέψει τις κόρες του με τον λέοντα και τον αγριόχοιρο. Πράγμα που γίνεται κι ο Τυδέας παντρεύεται τη Διηπύλη. Στο γάμο, εν τούτοις, των δύο ηρώων, εμφανίζονται άσχημοι οιωνοί, ως προοικονομία για την έκβαση της εκστρατείας. Ο Αιτωλός πολεμιστής, κατόπιν, δέχεται ολόψυχα να σταλεί από τον Πολυνείκη πρεσβευτής στη Θήβα, στον αδερφό του Ετεοκλή για να τού υπενθυμίσει το χρέος του. Η Διηπύλη πασχίζει να τον αποτρέψει, του κάκου, όμως: δίχως δισταγμό ο τολμηρός Τυδέας δέχεται την πρόκληση, αλλά και σε, των Αιτωλών τον πιο γενναίο, με δάκρυα πολλά η Διηπύλη να σε συγκρατήσει προσπαθεί (2: 370-1).

Οξύθυμος και άτεχνος ως προς την υψηλή ρητορική, ο ήρωάς μας προσπαθεί, παρόλα ταύτα, με έναν όμορφα δομημένο λόγο μεστό ουσίας να μεταπείσει τον Ετεοκλή θυμίζοντάς του πως γλυκός ο θρόνος και η εξουσία ξεμυαλίζει (2:399-400) και ότι έφτασε ο καιρός κι εσύ να περιπλανηθείς/ στην ύπαιθρο, τα μέλη σου το ψύχος να διαπεράσει/ και ξένους ταπεινά να προσκυνάς θεούς (2:403). Έπειτα τον συμβουλεύει: τα κάλλη ξέμαθε της βασιλείας, στην εξορία/ κάνε υπομονή και άξιος στο θρόνο γύρνα (2:408-10). Μπροστά στην κατηγορηματική άρνηση του Ετεοκλή ο οποίος μακρηγορεί με ψευδοεπιχειρήματα, αποκαλώντας μάλιστα τον συνομιλητή του ‘νοητική εικόνα’ του Πολυνείκη, ο Τυδέας ανταπαντά με την τιμωρία που επικρέμαται σε όποιον καταπατά το δίκαιο: ούτε τ’ άρματά σου, ούτε η φωτιά σου/ θα σε γλυτώσουν. Το θράσος σου τα όπλά μας θα το ξεπλύνουν/ και συ σαν ξεψυχάς, μ’ αιχμάλωτο διάδημα στο χώμα/ θε να πέσεις, τι τ’ αξίζεις (2: 455-8). Αλλά συμπονεί όσους θα πονέσουν ή θα χαθούν άδικα: λυπάμαι κείνους που το αίμα τους θωρείς φτηνό/ και που τους άρπαξες από γυναίκες και παιδιά/ στον όλεθρο για να τους ρίξεις (2: 458-60).

Και να που τώρα ο Ετεοκλής, θολωμένος και θρασύδειλος, στέλνει πενήντα άνδρες ενέδρα στο δάσος για να σκοτώσουν τον Τυδέα που είχε έρθει ειρηνικά, σε πρεσβεία, πράξη που επικρίνει δριμύτατα και ο Στάτιος. Αντιλαμβανόμενος την ενέδρα κι αφού απόκριση κανένας δεν του δίνει, παρά τού ρίχνουν κι ένα ακόντιο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο Τυδέας άφοβος τους προκαλεί: τι φόβος σας κατέχει, τι έλλειψη ανδρείας είν’ αυτή; Ελάτε, μόνος είμαι. Μόνος! (2:548-9) Κι αφού ο Αιτωλός αρχίζει να σκοτώνει τους άνδρες, ένας από αυτούς παροτρύνει τους υπόλοιπους: ένας είναι σύντροφοι, ένας και θα μας σφαγιάσει θριαμβευτικά στο Άργος επιστρέφοντας; Ούτε η Φήμη θα μπορεί καλά καλά να τον πιστέψει! (2: 620-1). Αφήνει, όμως, ζωντανό τον Μαίωνα για να αναγγείλει στον Ετεοκλή τούτα: …οχύρωσε τις πύλες σας, τα όπλα τρόχισε,/ τα τείχη που τα έφθειρε ο χρόνος επισκεύασε… δες τη γη εκείνη που το σπαθί μου έζωσε / με του θανάτου τη φωτιά (2:699-703).

Μετά τη συντριβή της ενέδρας, ο Τυδέας υπόσχεται στην προστάτιδά του Αθηνά «αν ο δρόμος μου με φέρει πίσω στους αγρούς του Πορθάωνος/ και τ’ Άρη η Πλευρώνα τις πύλες τις για με αν ξανανοίξει,/ χρυσό ναό ψηλά στο λόφο μες στην πόλη θα σου χτίσω/ απ’ όπου θέα θά ’χεις το Ιόνιο με τις τρικυμίες/ που με το πυρρό του το κεφάλι ο Αχελώος/ αγριωπός αναταράσσει, στο διάβα του τις Εχινάδες/ βρίσκοντας…. (2:726 – 731).

Όταν οι άντρες του Ετεοκλή κάνουν να χτυπήσουν τον Μαίωνα, ο τελευταίος γυρίζει και του λέει: ποτέ το στέρνο τούτο που ο μεγαλόψυχος Τυδέας/ τού χαρίστηκε δε θα χτυπήσεις (3:84- 85). Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε πως ο ήρωάς μας αποκαλείται συχνά magnus (μεγάλος, σπουδαίος, μεγαλόψυχος, λαμπρός, θαυμαστός, έξοχος) και fulmineus (σαν κεραυνός, κεραύνιος).

Και φτάνει η ώρα να συνάξει στρατιώτες ο Τυδέας: νέοι διαλεκτοί τον μεγαλόψυχο Τυδέα περιβάλλουν/ χαρούμενος στον πόλεμο που πάει, με τις νυχτερινές πληγές παράσημο./ Κι όχι κατώτερος σε απειλές κι οργή από τον Πολυνείκη/ κι αναρωτιέται πια κανείς για ποιον ο πόλεμος είναι… (4: 112- 115). Παρακάτω, στο ίδιο Liber (βιβλίο), ο μάντης Τειρεσίας, ενώ δίδει χρησμό για την επιτυχή έκβαση του πολέμου εκ μέρους της Θήβας, παρόλα ταύτα τονίζει ότι, για μας η φρίκη του πολέμου κι ο Τυδέας πάλι (4: 601-2).

Αργότερα, καθοδόν προς Θήβα, όταν ένα φίδι σκοτώνει το βρέφος Αρχέμορο (μια παρένθετη ιστορία- δεν έχουμε χώρο γι’ αυτό εδώ!) και ο πατέρας του Λυκούργος πηγαίνει να σκοτώσει την τροφό του μικρού Υψιπύλη, πρώην βασίλισσα της Λήμνου, ο Τυδέας παρεμβαίνει όλος συμπόνοια για κείνη θέτοντας το έλεος πάνω από την τιμωρία: συγκράτησε την μάνητά σου αυτή, παράφρονα, όποιος και αν είσαι! (5:663-4). Και, δε σου αρκεί, δειλέ, που όλοι οι γύρω σου λαοί μαζεύονται για πόλεμο και μόνο συ ειρήνη έχεις; Συγκρατήσου κι είθε οι Αργείοι νικητές να σ’ εύρουνε στο μνήμα την κακοτυχιά σου να θρηνείς (δηλαδή όχι νεκρό ή σε εμπόλεμη κατάσταση, 5:676-9).

Στο Liber VI, σχεδόν εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο σε ταφικούς αγώνες προς τιμήν του Αρχέμορου, τη μυθολογική αρχή των αγώνων της Νεμέας, ο magnanimus (μεγαλόψυχος, σπουδαίος, μεγάλος) Τυδέας ‘κεντριζόταν’ από τα κατορθώματα συμπολεμιστών του, συναισθανόμενος την ιδιαίτερη αξία του. Ήταν καλός στο δίσκο, το δρόμο, την πυγμαχία αλλά πρωτίστως στην πάλη, στην οποία επιδιδόταν στις όχθες πλάι του Αχελώου. Αντίπαλός του ο Αγύλλεος, γιγαντόσωμος σαν τον Ηρακλή. Ο Τυδέας, μικρός στο δέμα, μα ‘βαρυκόκκαλος’, με σφιχτοδεμένους μύες, καθώς ποτέ στο παρελθόν δεν τόλμησε η φύση/ τέτοιο σθένος ψυχικό και δύναμη να βάλει σε σώμα τόσο μικρό (6: 845-846). Callidus (πανούργος, πολυμήχανος) αποδεικνύεται ο ήρωας, αλλά σαν νικήσει, δείχνει στους συντρόφους τις πληγές απ’ την ενέδρα (εκεί που κέρδισα ετούτες τις πληγές- τη συμφωνία με τη Θήβα πού ’κανα – 6:908-9) και τους χαρίζει τα βραβεία, έναν φοίνικα και όπλα.

Στο Liber VII τώρα, όταν ο Πολυνείκης κοντοστέκεται μπροστά στις ικεσίες της μητέρας του Ιοκάστης, παρεμβαίνει ο Τυδέας, θυμίζοντας της την ενέδρα του γιου της Ετεοκλή. Σ’ έναν πειστικό και μάλλον εμπνευσμένο μονόλογο, ο Αιτωλός δηλώνει ότι πρώτα το μέταλλο του το δόρυ θ’ αποβάλλει και θ’ ανθίσει,/ πρώτα ο Ίναχος κι ο Αχελώος μας θα στρέψουν τα νερά τους προς τα πίσω (7:552-53) και μετά θα αφήσει τον Πολυνείκη λεύτερο ο αδερφός του αν ο πρώτος μπει μέσα στη Θήβα να συζητήσει μαζί του. Και καταλήγει διερωτώμενος πως ακόμη κι αν υποχωρήσει και τη συμφωνία σας τηρήσει / εσύ (ο Πολυνείκης) τον θρόνο θα τον ξαναδώσεις πίσω; (7: 558-59). Θα υπάρξει, δηλαδή, ένας φαύλος κύκλος…

Κι αρχίζει η μάχη, σφοδρή όπως αναμενόταν, ένα ανελέητο μακελειό. Όσον αφορά τον Τυδέα, η ψυχή του λαχταρούσε βραβεία μεγαλύτερα στον πόλεμο (8:592-3). Κι ενώ ο ήρωάς μας σημειώνει εδώ την αριστεία που δικαιούται (εκείνη η μέρα του Τυδέα είναι. Σε κείνον μπρος/ το βάζουνε στα πόδια και εκείνον τρέμουν σαν φωνάζει- 8:663-4), προκαλεί και ειρωνεύεται ταυτόχρονα τον Ετεοκλή: Θα πάμε να παλέψουμε μπροστά σε όλους ή θα ήθελες/ τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι, όπως είναι το συνήθειό σου; (8:678-9).

Να όμως που με δόρυ τον πληγώνει ο Μελάνιππος θανάσιμα. Κι ενώ ο τελευταίος πασχίζει, τρέμοντας, να κρυφτεί απ’ την οργή του πληγωμένου αντιπάλου του, οι επευφημούντες σύντροφοι τον ‘προδίδουν’: Ουρλιάζουνε από χαρά οι Βοιωτοί, θρηνούν οι Πελασγοί/ που με τα χέρια κάνουν να τον προστατέψουν αν και κείνος/ δεν το θέλει… (8:722-3). Κι ανταποδίδει το χτύπημα στον Μελάνιππο και μετά οι σύντροφοι περίλυποι τον σέρνουν έξω./ Στη μάχη μες να μείνει κείνος θέλει, όμως (τι πάθος!),/ και δόρατα ζητά κι ενώ ψυχορραγεί αρνείται να πεθάνει (8:728-30).

Και τώρα τελειώνει οριστικά η σύντομη ζωή του Αιτωλού ήρωα, τέλος που κηλιδώνεται ανεπανόρθωτα, δυστυχώς, από την ανόσια πράξη και φρικώδη πράξη την οποία αναφέραμε στην αρχή. Ο Στάτιος, σωστά πράττοντας, δεν περιγράφει την πράξη, αλλά βάζει τον Τυδέα να ζητά το κεφάλι του αντιπάλου του. Ιδού τα τελευταία λόγια που εκστόμισε ο γιος του Οινέα: τα κόκκαλά μου /δεν παρακαλώ στο Άργος να τα πάτε ή την Αιτωλία./ Και πώς θα με κηδέψετε διόλου δε με νοιάζει./Μισώ τα μέλη τώρα και το σώμα μου αδύναμο/ που έγινε και τώρα ξεψυχάει. Το κεφάλι σου,/ ω κάποιος, να μου φέρει το κεφάλι σου, Μελάνιππε (8:736-40). Εν τω μεταξύ, η προστάτιδά του Αθηνά είχε πάει να παρακαλέσει τον πατέρα της Δία να τού χαρίσει την αθανασία, αλλά βλέποντας, σαν επιστρέφει, τον Τυδέα να πράττει το ανοσιούργημα, τον εγκαταλείπει γεμάτη αποτροπιασμό.

Στη συνέχεια του έργου δίδονται οι αντιδράσεις τόσο των αντιπάλων όσο και των συντρόφων πάνω στο θάνατο του ήρωα. Πλέον αξιοσημείωτες είναι οι εκδηλώσεις πένθους του αδερφικού του φίλου Πολυνείκη: Παγώνει ο νέος και διστάζουνε τα δάκρυα να τρέξουν,/ κι αρνείται να πιστέψει, τι η μεγάλη ανδρεία του Τυδέα/ τον πείθει και τον αποτρέπει να πιστέψει νεκρός πως είναι (9:36-38). Περίλυπος συνεχίζει: ετούτο είναι το ευχαριστώ μου, γιε του Οινέα,/ ελπίδα τελευταία των αρμάτων μου, ετούτο το βραβείο/ που σου δίνω, στη μισητή της Θήβας γη νεκρός να κείτεσαι/ κι εγώ να ζω; Στ’ αλήθεια πια εξόριστος κατάντησα/ κι αιώνιος φυγάς, αφού μου πήρανε του δύσμοιρου,/ τ’ αδέρφι το καλύτερο… (9:49-53), ενώ αναρωτιέται: Τον πήρα στο λαιμό μου. Πώς θα εξιλεωθώ γι’ αυτό (9:60);

Λίγο παρακάτω, προκαλεί μεγάλη συγκίνηση: Ποια τραύματά σου να πρωτοκοιτάξω; Ποιο αίμα είν’ δικό σου και ποιο του εχθρού; (9:69-70) Σε μια συγκλονιστική, δε, αποστροφή αρκετά αργότερα, ο Πολυνείκης ομολογεί πως τον Τυδέα ένοχο τον έκανα κι άψυχο τον είδα (11:177).

Στη διάρκεια της μάχης που επακολουθεί, ο Αργείος Ιππομέδων τραυματίζοντας τον Θηβαίο Λεόντειο γυρίζει και του λέει πως το χέρι τούτο στο αρπάζει ο Τυδέας. Στο μέλλον/ να φοβάσαι των αντρών τα άψυχα κορμιά και τους σπουδαίους/ τους νεκρούς καλό να μην αγγίζεις! (9:138-139) Και πάλι ο ίδιος όταν παίρνουν τ’ άψυχο κορμί οι Αργείοι μετά από μάχη τονίζει στους αντιπάλους του ότι κι ούτε αξιοθρήνητη θα ουρλιάζει του Τυδέα/ η γυμνή σκιά στις νεκρικές πυρές σας πλάι, άταφη (9:298-99). Γιατί είχαν αρπάξει τον νεκρό οι Θηβαίοι προς στιγμήν και ο Στάτιος ποιητικότατα φιλοσοφεί:

Ω, της μοίρας η ανηλεής η δύναμη!/ σ’ εχθρικό να σέρνεται έδαφος ο Τυδέας, εκείνος/ για τον οποίο αφήνανε κενό κι από τις δυο πλευρές/ σαν τα στρατεύματα της Θήβας με λύσσα καταδίωκε/ με τα πόδια ή απ’ τ’ άλογο. Άρματα δεν έχει πια και σίγησαν τα χέρια του, πάει και η αγριότητά του (9:180-184). Άξια λόγου είναι και η στάση του Οπλέα, ο οποίος ήταν το δεξί χέρι του Τυδέα και ξεψύχησε αγωνιζόμενος να μη σκυλευτεί ο αρχηγός του.

Βιβλιογραφία:

  • Statius Thebaid, D.R. Shackleton Bailey επιμ./μτφρ., Loeb Classical Library, Harvard University Press, Λονδίνο 2003.
  • http://www.theoi.com/Text/StatiusThebaid1.html, όπως ελήφθη από το διαδίκτυο στις 18-1-2011.
  • Λεξικόν Λατινο-Ελληνικόν, Ευστράτιου Τσακαλώτου, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, χ.χ.

Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: