Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Ερμηνευτική προσέγγιση της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή

Κοινοποίηση

telos-mikris-mas-polis

«Το τέλος της μικρής μας πόλης»

από τη φιλόλογο Κωνστάντω Λιανού-Νεραντζή

Από τη σημειολογική προσέγγιση των διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή, που συμπεριλαμβάνονται στο λογοτεχνικό βιβλίο του με τίτλο, Το τέλος της μικρής μας πόλης, καταυγάζουν τα σημεία των καιρών που βιώνουμε σήμερα.

Ο τίτλος αυτής της συλλογής διηγημάτων, «Το τέλος της μικρής μας πόλης», είναι συμβολικός και σημαίνει το τέλος ενός κόσμου που φεύγει και ενός άλλου που έρχεται.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει το πέρασμα από μια παραδοσιακή κοινωνική δομή σε μια άλλη δομή που έδειχνε μεν ότι προοιωνιζόταν μια Αστικοποιημένη Βιομηχανική Κοινωνία, αλλά τελικά οδήγησε σε μια νόθα αστικοποίηση.

Σ’ αυτή τη δύουσα παραδοσιακή κοινωνία, οι ήρωες των διηγημάτων αρνούνται να δεχθούν το καινούργιο που έρχεται να καταλύσει τα πάντα, χωρίς όμως και να δείχνει ότι φέρνει κάτι το καλύτερο.

Αρνούνται να εγκαταλείψουν τα στερεότυπα της δικής τους κλειστής παραδοσιακής κοινωνίας.

Όχι μόνον αρνούνται, αλλά πολεμούν το καινοφανές γι’ αυτούς. Δυσπιστούν σε κάθε τι το διαφορετικό.

Γι’ αυτό και αμύνονται σ’ αυτό με όπλα άμυνας την καχυποψία και την ειρωνεία.

Αλλά στο τέλος εξαναγκάζονται σε συμβιβασμό με την αδήριτη πραγματικότητα που αρχίζει να επιβάλλεται. Η νόθα αστικοποίηση της Ελλάδας είναι πλέον πραγματικότητα.

Ανάγοντας τον προβληματισμό των διηγημάτων στις μέρες μας, οδηγούμαστε σε διαλογισμό για το πώς θα αντιμετωπίσουμε εμείς τώρα μια ανάλογη κατάσταση, ένα αντίστοιχο πέρασμα σε «Νέα Τάξη Πραγμάτων» που υποβιβάζει τους Έλληνες στην Τάξη των Δούλων και την Ελλάδα στην Τάξη των Υπανάπτυκτων Χωρών της Ευρώπης: Σήμερα, δηλαδή, τελειώνει η εποχή της ωραιοποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας. Οι πολιτικές μάσκες βγήκανε. Ό,τι κέρδισε ο Ελληνικός λαός με το αίμα του και τους λαϊκούς αγώνες του επί έναν αιώνα το έχασε μέσα σε μια νύχτα.

Τι στάση θα κρατήσουμε σ’ αυτή τη δεινή μας θέση στο χείλος του γκρεμού; Αγωνιστική; Παθητική; Συμβιβαστική; Ανατρεπτική;

Βοηθός και οδηγός μας έρχεται ο Δημήτρης Χατζής: Στα διηγήματά του μας δίνει το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή, τι σημαίνει «κλειστή κοινωνία», «νοοτροπία». Τον απασχολεί το «γίγνεσθαι» της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό δεν παρουσιάζει ένα στατικό κοινωνικό πορτραίτο αλλά φιλοδοξεί να συλλάβει τον ρυθμό και το ποιόν της αλλαγής. Να εξεικονίσει τη διαδικασία τού κοινωνικού μετασχηματισμού στη συνάρτησή του με το μεταβαλλόμενο ήθος.

Στα διηγήματά του περιγράφεται μεν το τέλος της παραδοσιακής νοοτροπίας και κοινωνίας αλλά διαγράφεται και μια υπόσχεση για το μέλλον, για την αρχή ενός νέου κόσμου. Τα διηγήματά του δηλαδή έχουν κοινωνιολογικό χαρακτήρα. Τα λογοτεχνικά του βιβλία μπορούν να θεωρηθούν βιβλία Κοινωνιολογίας. Γι’ αυτό και τα βιβλία του συμπεριλαμβάνονται στη βιβλιογραφία που προτείνεται στους φοιτητές για το μάθημα της Κοινωνιολογίας.

Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο, Το τέλος της μικρής μας πόλης, περιλαμβάνει επτά διηγήματα. Προκειμένου να κατανοήσουμε όλες τις κοινωνικές πτυχές του κόσμου της Μικρής πόλης, ενός κόσμου που χάνεται, αλλά και ενός κόσμου με τόσο κοινά χαρακτηριστικά με τον δικό μας κόσμο που χάνεται κι αυτός, θα αναφερθώ στη θεματική όλων των διηγημάτων της συλλογής.

Στο διήγημα που τιτλοφορείται «ΣΑΜΠΕΘΑΪ ΚΑΜΠΙΛΗ», ο Δημ. Χατζής μας παρουσιάζει τον ήρωα του διηγήματος, μεγαλέμπορα, οικονομικό παράγοντα και πρόεδρο της Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων, Σαμπεθάϊ Καμπιλή, να βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: Να συμβουλεύσει ως πρόεδρός τους τή διάλυση τής Εβραϊκής κοινότητας που ήταν μαζεμένη μέσα στο κάστρο, για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών, ή να την κρατήσει αγκιστρωμένη στην ατόφια Εβραϊκή της παρουσία μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων που θα σήμαινε βέβαιη εκτέλεση γι’ αυτούς υπό των Γερμανών; Με άλλα λόγια, το δίλημμά του ήταν: να επιτρέψει να απαρνηθούν την Εβραϊκή τους υπόσταση και να διασκορπιστούν ανάμεσα στους Ρωμιούς, προκειμένου να μην εντοπίζονται από τους Γερμανούς, ή να τους απαγορεύσει «με μηχανές κι ελπίδες και με φοβερίσματα», κατά πως γράφει το διήγημα, να εγκαταλείψουν τη στέγη τους μέσα στο κάστρο, πράγμα που θα σήμαινε στην ουσία ότι ο ίδιος ο ομοεθνής τους τούς παραδίδει στους Γερμανούς, αφού απλώς οι Γερμανοί θα τους συνελάμβαναν σαν τα ποντίκια μέσα στη φάκα-κάστρο; Και προτίμησε να θυσιάσει όλους τους συμπατριώτες του, τηρώντας τις πατροπαράδοτες εντολές και διατηρώντας την πατροπαράδοτη τάξη.

Στο διήγημα, «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ», σκιαγραφεί τους κοινωνικούς τύπους της παρακμής. Με αφορμή τον θάνατο και τη διαθήκη του καθηγητή, απεικονίζονται οι άνθρωποι που αποτελούν τα στηρίγματα της κοινωνίας να εμπλέκονται σε μια ίντριγκα διαφθοράς: Βλέπουν τη διαθήκη, πριν ακόμα ανοιχθεί, ως ευκαιρία για την εξυπηρέτηση των άνομων συμφερόντων τους. Αλληλοσπαράζονται και συνάμα συνεργάζονται αλληλοεκβιαζόμενοι. Ανάμεσά τους και ο συμβολαιογράφος Σκλήθρας, που τρεφόταν από τη διαφθορά και ξανάβρισκε την ανθρωπιά του μακρυά από την πόλη κοντά στους αγνούς ανθρώπους της υπαίθρου. Στο πρόσωπο του Σκλήθρα ο συγγραφέας εκφράζει τη νοσταλγία τού φυσικού τρόπου ζωής ανάμεσα στους απλοϊκούς χωρικούς, καθώς και τον διχασμό τού αλλοτριωμένου ανθρώπου.

Στο διήγημα, «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ», άνθρωποι στηρίγματα της κοινωνίας καταντάνε συνεργάτες των Γερμανών. Στο διήγημα οι καταστάσεις μεταφέρονται από έξω μέσα, στο εσωτερικό του σπιτιού των Περδικάρηδων, όπου η αρρώστια, η ανικανότητα και η τρέλα, πολιορκούν τόσο στενά τη νεαρή δασκάλα Μαργαρίτα, ώστε να την οδηγήσουν στην επανάσταση και στη θυσία. Η νεαρή ηρωίδα για να ξεφύγει επαναστατεί μέσα της. Παραδίδει τον μισθό της στα συγγενικά της κοράκια, που την περιτριγυρίζουν, για να την αφήσουν ήσυχη να ονειρεύεται, και οι ίδιοι οι συγγενείς της, από δειλία και ανοησία, την παραδίδουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Στο διήγημα, «Ο ΤΑΦΟΣ», προβάλλονται δύο διαφορετικοί χαρακτήρες: Ο θύτης Αντώνης ο Τσιάγαλος, άνθρωπος άπληστος, που επιχειρεί να βγάλει από τη μέση τον αθώο γείτονα, τον μαγαζάτορα Σπούργο, ο οποίος είναι το θύμα, ώσπου, κατά ειρωνεία της τύχης, να τους ενώσει και τους δύο η κοινή μοίρα: η οικονομική περιθωριοποίηση.

Στο διήγημα, «Η ΘΕΙΑ ΜΑΣ Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ», το λάθος της ηρωίδας, δηλαδή της θείας Αγγελικής, ήταν ότι, μη έχοντας κοινωνική συνείδηση, δεν ξεχώριζε πλούσιους και φτωχούς, δεν έβλεπε την κοινωνική αδικία, αλλά τη θεωρούσε ως μια θετική περίπου κατάσταση. Όταν κατάλαβε την ακούσια σύμπραξή της στην εκμετάλλευση των πεινασμένων από τον πλούσιο μαυραγορίτη, προτίμησε από αξιοπρέπεια να πεθάνει.

Στο διήγημα, «Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ», επανέρχεται το μοτίβο του περιθωριοποιημένου ανθρώπου, που πνίγεται στα αδιέξοδα της μικρής κωμόπολης και καταφεύγει στη φαντασία του, για να ξεχάσει την αποτυχία του.

Ας πραγματευτούμε, τώρα, ερμηνευτικά το διήγημα «Ο ΣΙΟΥΛΑΣ Ο ΤΑΜΠΑΚΟΣ»:

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ, σημαίνει το τέλος ενός κόσμου που φεύγει και ενός άλλου που έρχεται. Ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους μετεωρίζεται ο Σιούλας ο Ταμπάκος. Γι’ αυτό στο ένα άκρο της διήγησης έχουμε τον Σιούλα τον άτρωτο της παράδοσης και στο άλλο τον Σιούλα τον δέκτη των νέων μηνυμάτων και συνάμα θύμα της «Νέας Τάξης Πραγμάτων».

Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο και προπάντων για να το ερμηνεύσουμε εύκολα, τεχνητά ας το χωρίσουμε σε δύο μέρη:

Στο πρώτο μέρος δίδεται το διάγραμμα του τόπου και τα γενικά χαρακτηριστικά των ταμπάκηδων που αποτελούν μια ξεχωριστή κοινωνική συντεχνία.

Στο δεύτερο μέρος η συντεχνία προσωποποιείται στο πρόσωπο του Σιούλα, ο οποίος αποτελεί έναν χαρακτηριστικό τύπο γέννημα-θρέμμα της κοινωνίας των ταμπάκηδων.

Στη συνέχεια, στο πρόσωπο ενός άλλου ταμπάκου ξενιτεμένου, που γύρισε στον τόπο του και είχε την αφέλεια να διηγείται «για τις μακρινές χώρες και τα θάματα που είδαν τα μάτια του», προοιωνίζεται η επερχόμενη αλλαγή. Ο ξενιτεμένος ταμπάκος θα προκαλέσει την αντίδραση τού Σιούλα, ο οποίος αντιστέκεται στην ουσία στην επερχόμενη αλλά ουσιαστικά επιβαλλόμενη κοινωνική αλλαγή, που αντιπροσωπεύει τώρα ο ξενιτεμένος ταμπάκος, με τον να τον ειρωνεύεται με εξευτελιστικό τρόπο. Πράγμα το οποίο επικροτούν οι άλλοι ταμπάκηδες και οι γυναίκες τους, με αποτέλεσμα ο νεοφερμένος ταμπάκος να κλείσει το στόμα του.

Παρακάτω ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ταμπάκηδες ως θύματα της μηχανής, προκειμένου να τους αναγάγει σε σύμβολο αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της καταρρέουσας κοινωνίας: Τώρα πλέον το κέρδος που προκύπτει από την πρωτοφανέρωτη τεχνολογία δεν το καρπώνονται όλοι οι κοινωνικοί εταίροι, – ένας από αυτούς είναι και οι ταμπάκηδες που επεξεργάζονταν τα δέρματα -, αλλά μόνον οι βιομήχανοι και οι έμποροι. Οι ταμπάκηδες δεν μπορούσαν να δεχθούν τις αρνητικές γι’ αυτούς αλλαγές, να αλλάξουν νοοτροπία και να προσαρμοστούν στα νέα παραγωγικά δεδομένα, με αποτέλεσμα η ζωή των ταμπάκηδων να οδηγείται στην εξαθλίωση και το μόνο που τους απέμεινε ήταν η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια.

Αυτή η κοινωνική εξαθλίωση από τη μια, αλλά και η υπερήφανη και αξιοπρεπής στάση από την άλλη, προσωποποιείται στην οικογένεια του Σιούλα :

Όμως η πείνα, η δυστυχία και η εξαθλίωση οδηγούν τον Σιούλα σε αναθεώρηση των κοινωνικών στερεότυπων με τα οποία ήταν γαλουχημένος: Η γυναίκα του Σιούλα πουλάει κρυφά από τον άνδρα της ό,τι μπορεί για να ζήσει την οικογένεια. Ο ίδιος ο Σιούλας αποφασίζει να πουλήσει το ντουφέκι του σ’ έναν γύφτο, αλλά τελικά όσο και αν υποκρίνεται ότι το πουλάει για να αγοράσει άλλο, ο γύφτος το καταλαβαίνει, δε δέχεται να το αγοράσει και του δίνει και λίγα χρήματα. Έτσι προσωποποείται η απόλυτη κοινωνική κατάπτωση μιας κοινωνικής τάξης εργαζομένων, όπως οι ταμπάκηδες, σε χειρότερη θέση ακόμη και από τους γύφτους.

Ο Σιούλας πιεσμένος από την ανάγκη δέχεται τη βοήθεια ακόμα και του γύφτου. Και συμβιβάζεται με τη συνείδησή του. Συνακόλουθα, συμφιλιώνεται με τους ανθρώπους και το περιβάλλον του: τώρα πλέον νοιώθει συμπάθεια για τα πρόσωπα στα οποία άλλοτε δεν έδινε σημασία. Συγκεκριμένα, Ο κοινός πόνος και η φτώχεια, το κοινό κακό και τα ίδια προβλήματα, οδήγησαν τον Σιούλα στην κατανόηση, στη συμφιλίωση με τους άλλους και σε μια αυτογνωσία που τον έχει γεμίσει χαρά.

Με άλλα λόγια, έχει πλέον συνείδηση ότι ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη με αυτούς. Αρχίζει να αποκτά ταξική συνείδηση.

Το κάστρο λοιπόν του κλειστού χώρου των ταμπάκηδων έπεσε κάτω από την αδήριτη ανάγκη.

Ο συμβιβασμός του Σιούλα, που στο διήγημα αυτό είναι το πρόσωπο που αντικατοπτρίζει την έκφραση αυτού του κλειστού παραδοσιακού κόσμου έγινε η αιτία να συμβιβαστούν όλοι οι ταμπάκηδες, δηλαδή μια ολόκληρη κοινωνική τάξη, με τον επιβληθέντα νέο τρόπο ζωής: Ο ήχος της μηχανής κυριαρχεί τώρα στα ταμπάκικα, χωρίς να τρομάζει τους ανθρώπους. Μόνο τα πουλιά διώχνει μακρυά, γιατί αυτά είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν.

Ας συσχετίσουμε τώρα τον προβληματισμό του διηγήματος με το «σήμερα:»: Μήπως η κοινωνική και οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα, δηλαδή η διάλυση του κοινωνικού ιστού, ο αμοραλισμός και η ασυδοσία, το ξεπούλημα ενός έθνους ολόκληρου και η υποδούλωσή του σε ξένα αφεντικά, μας ταρακουνήσει, ώστε να συνειδητοποιήσουμε την κοινωνική μας κατάπτωση και συνάμα να αποκτήσουμε τη χαμένη αγωνιστικότητά μας;

Ίσως η επερχόμενη καθολική φτώχεια και το κοινό κακό ευαισθητοποιήσουν τον σημερινό Έλληνα και τον κάνουν να γυρίσει να κοιτάξει και τον άνθρωπο τής διπλανής πόρτας, να αγωγιστεί μαζί του, γιατί θα τους δένουν κοινά προβλήματα.

(Σημείωση: Η παρουσίαση και ερμηνευτική προσέγγιση του βιβλίου του Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 2 Νοεμβρίου 2011, στη «Λέσχη Ανάγνωσης Δήμου Αγρινίου», στο «Εντευκτήριο παλαιού ‘‘Σταθμού τραίνου’’», από την υπογραφόμενη).

Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: