Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Απεργία των συγγραφέων; Ναι. Γιατί όχι;

Κοινοποίηση

Ένας διάλογος για το «πώς γίνεσαι συγγραφέας»

Στις 3 Απριλίου 2013 δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «αναγνώστης» (πρώην «Διαβάζω») ένα θέμα με τίτλο «πώς γίνεσαι συγγραφέας». Το υπέγραφε ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος. Έγραφε:

“Η δημιουργική γραφή έχει συζητηθεί στις λογοτεχνικές παρέες και έχει σκορπίσει πολλές αμφιβολίες αν πραγματικά έχει νόημα να διδάσκεται κάποιος πως μπορεί να γίνει συγγραφέας.  Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο η δημιουργική γραφή έχει μπει στο πανεπιστήμιο και έχει βγάλει αξιολογότατους συγγραφείς. Βεβαίως στην Ελλάδα δημιουργική γραφή διδάσκουν πολλοί «στου κασίδη το κεφάλι», με αποτέλεσμα οι πάντες να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή τη νέα σχετικά τάση για την ελληνική κοινωνία”.

Αυτά γράφονταν με αφορμή το 1ο Διεθνές Συνέδριο με θέμα τη Δημιουργική Γραφή που θα γίνει από τις 4 έως τις 6 Οκτωβρίου 2013 στην Αθήνα, στους χώρους του Κολλεγίου Αθηνών και διοργανώνεται από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με το Ελληνοαμερικανικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα «Κολλέγιο Αθηνών – Κολλέγιο Ψυχικού».

Με αφορμή αυτό έγινε ένας ηλεκτρονικός διάλογος ανάμεσα στον συγγραφέα Αλέξανδρο Κεφαλά που σχολίασε πρώτος την ανάρτηση και στον υπογράφοντα που πρόσθεσε το δικό του σχόλιο. Παραθέτουμε τον διάλογο, όπως ακριβώς έγινε:

Αλέξανδρος Κεφαλάς
23/04/2013 at 11:42

Λογοτέχνης δε γίνεσαι… Είναι μια κλίση, ένα χάρισμα, μία δεξιότητα φυσική κι όχι τόσο επίκτητη (όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε μορφή τέχνης). Καλλιεργείται φυσικά με πολύ ανάγνωση και γράψιμο. Τα σεμινάρια γραφής βοηθούν όσους έχουν αυτή την «κλ(η)ίση» να την ανακαλύψουν και να δουν τις δυνατότητές τους. Αυτό δε σημαίνει φυσικά πως άμα διδαχθείς μηχανισμούς έκφρασης, δομής κλπ θα γράφεις και πολύ περισσότερο πως θα γράφεις και καλά. Είναι όπως ακριβώς και με τη μουσική. Όσοι έχουμε διδαχθεί δεν έχουμε γίνει απαραίτητα βιρτουόζοι, παρά την αγάπη μας γι’ αυτήν. Το θέμα είναι να μη δημιουργούνται στους συμμετέχοντες φρούδες ελπίδες κι εσφαλμένες εντυπώσεις πως άπαξ και παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο είναι πλέον συγγραφείς…

Παντελής Φλωρόπουλος
23/04/2013 at 18:59

«Λογοτέχνης δε γίνεσαι… Είναι μια κλίση, ένα χάρισμα, μια δεξιότητα φυσική»… Συμφωνώ. Συμφωνώ και στο άλλο: «Καλλιεργείται φυσικά με πολύ ανάγνωση και γράψιμο». Θέλω πάντως να θέσω ένα ζήτημα για το οποίο δεν μιλήσαμε ποτέ: Τι γίνεται με τους γεννημένους λογοτέχνες που έπεσαν όλοι και όλα πάνω τους να τους πνίξουν; Πώς θα καλλιεργήσουν αυτοί το ταλέντο τους «με ανάγνωση και γράψιμο»; Νομίζω λοιπόν ότι «οι μαθητές» των «Λογοτεχνικών Σχολών» έχουν πολλά να ωφεληθούν, όταν βεβαίως έχουν το ταλέντο, δεν είχαν όμως την καλή τύχη να είναι εισοδηματίες, ώστε να διαβάζουν και να γράφουν ολημερίς για να καλλιεργούν το ταλέντο τους. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται – κατά τη γνώμη μου – κάποια «ταχύρυθμη εκπαίδευση», όπως μαθαίνει Αγγλικά ένας πενηντάρης για να μετακομίσει στην Αυστραλία. Άλλωστε πολλοί συγγραφείς, ακόμα και καλοί ανάμεσά τους, έχουν μείνει ανεκπαίδευτοι σε μια σειρά «ζητήματα υποδομής» για την απόκτηση των οποίων χρειάζεται «έξωθεν βοήθεια».

Αλέξανδρος Κεφαλάς
24/04/2013 at 12:40

Δε θα διαφωνήσω κύριε Φλωρόπουλε, γι’ αυτό άλλωστε έγραψα πως «Τα σεμινάρια γραφής βοηθούν όσους έχουν αυτή την «κλ(η)ίση» να την ανακαλύψουν και να δουν τις δυνατότητές τους». Ο χρόνος είναι ζήτημα αλλά δε ζούνε στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς από τη λογοτεχνία, βιοπορίζονται ασχολούμενοι με άλλους τομείς και παράλληλα γράφουν οι περισσότεροι (τα τρία μου μυθιστορήματα τα έγραψα ενώ αποφοιτούσα κι έπειτα ενώ εργαζόμουν…). Το πως και με τη συχνότητα γράφει ο κάθε λογοτέχνης είναι καθαρά υποκειμενικό, δεν υπάρχει κάποια νόρμα που «πρέπει» να ακολουθήσει. Κάποιοι εκδίδουν ανά έτος, άλλοι ανά επταετίες, κάποιοι γράφουν μονάχα όταν έχουν έμπνευση, άλλοι σα δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ 9-2 μμ κοκ. Η μοναδική μου ένσταση, αν θέλετε, είναι πως προσπαθώντας να διδάξουμε (το έχω κάνει κι εγώ και μιλάω εκ πείρας) έναν τρόπο «ξεκλειδώματος» του ταλέντου δίνουμε ελπίδες και σε ανθρώπους που δεν το έχουν… Μπορεί να μάθεις σε κάποιον να γράφει σίγουρα, αλλά η λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο πιστεύω…

Παντελής Φλωρόπουλος
24/04/2013 at 13:10

Ήθελα μόνο να συμβάλλω με μία παρατήρηση. Πρόσεξα τη σημείωση. Να προσθέσω ότι: Η συγγραφή στην Ελλάδα δεν έχει κίνητρο. Ο συγγραφέας «τρώει» συνεχώς από το πετσί του για να σταθεί όρθιος και να υπερασπίσει με αξιοπρέπεια την ιδιότητά του. Αυτό όμως τον καθιστά με τον καιρό άλλοτε ανεπίδεκτο μαθήσεως και άλλοτε φαντασμένο στρουθίο. Διότι η διατήρηση της εγκυρότητάς του και η εξέλιξή του πλήττονται από την αρχή καίρια. ΑΥΤΑ τα ζητήματα – κατά τη γνώμη μου – δεν μπορεί να τα λύσει μόνος του. Ούτε μπορούν να λυθούν με άλλο τρόπο, πλην εκείνου που – με πρωτοβουλία της Πολιτείας – θα έκανε τους Έλληνες να διαβάζουν. Ενδιάμεσα όμως βρίσκω ως θετική την ενθάρρυνσή τους στο γράψιμο, ακόμα και αν εμφανίζονται τέτοια αποκαρδιωτικά φαινόμενα. Το λέω, επειδή έχω την εξής θεωρία: Το μέλλον της έντυπης δημοσιογραφίας είναι η συγγραφική Τέχνη. Πιστεύω επίσης ότι: «Η συγγραφική είναι η ανώτερη μορφή της δημοσιογραφίας». Άρα οι Σχολές που διδάσκουν λογοτεχνία, εάν τις δούμε ως αναγκαιότητα της εποχής και δώσουμε περιεχόμενο σ’ αυτή την αναγκαιότητα, θ’ αποχτήσουν τη χρησιμότητα που δικαιούνται. Άλλωστε συγγραφείς δεν είναι μόνο αυτοί που εκδίδουν βιβλία, ούτε μόνο αυτοί που γράφουν μυθιστορήματα. Είναι κι αυτοί που γράφουν για περιοδικά ή εφημερίδες ένα άρθρο ή ένα σχόλιο. Ιδίως αυτοί… Ελπίζω δε ότι οι εφημερίδες και τα περιοδικά του μέλλοντος δεν θα προσλαμβάνουν δημοσιογράφους για συντάκτες, αλλά συγγραφείς. Είναι ο μόνος τρόπος να γίνει διακριτός ο κοινωνικός και ιστορικός ρόλος του εντύπου σε αντιδιαστολή με εκείνον της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Άλλο πράμα η πληροφορία, ενδεχομένως και η είδηση, άλλο πράμα όμως η σύνθεση και η χημική ένωση των πληροφοριών ή των ειδήσεων, άρα η ενημέρωση.

Αλέξανδρος Κεφαλάς
24/04/2013 at 13:24

«Άλλωστε συγγραφείς δεν είναι μόνο αυτοί που εκδίδουν βιβλία, ούτε μόνο αυτοί που γράφουν μυθιστορήματα. Είναι κι αυτοί που γράφουν για περιοδικά ή εφημερίδες ένα άρθρο ή ένα σχόλιο. Ιδίως αυτοί… Ελπίζω δε ότι οι εφημερίδες και τα περιοδικά του μέλλοντος δεν θα προσλαμβάνουν δημοσιογράφους για συντάκτες, αλλά συγγραφείς» Πόσο συμφωνώ μαζί σας… Πολλοί δημοσιογράφοι εν Ελλάδι δε χρησιμοποιούν καν σωστά ελληνικά… Στο εξωτερικό ένας συγγραφέας ζει από την πέννα του κι εκτός των τειχών της «αυστηρής» λογοτεχνίας… Αρθρογραφεί, διδάσκει κλπ. Εδώ κάτι τέτοιο το έχουν επιτύχει λίγοι. Η διδασκαλία είναι απαραίτητη για όποιον πιστεύει πως θα ωφεληθεί, δε θα διαφωνήσω. Η λογοτεχνία και η δημιουργική γραφή θα πρέπει να διδάσκεται σε πανεπιστημιακό επίπεδο για κάθε ενδιαφερόμενο. Κάθε λογοτέχνης ξέρει τις αδυναμίες του και προσπαθεί να τις διορθώσει, άλλοτε μονάχος άλλοτε με βοήθεια (δεν είναι κακό).

Παντελής Φλωρόπουλος
25/04/2013 at 16:41

Θα σταχυολογήσω την φράση: «Εδώ (στην Ελλάδα) κάτι τέτοιο το έχουν επιτύχει λίγοι». Στέκομαι σ’ αυτή τη φράση, επειδή θα ήταν χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι: Δεν Απέτυχαν οι συγγραφείς σε αυτό. Απέτυχε η νεοελληνική κοινωνία. Ο συγγραφέας, όπως και το βιβλίο ή η εφημερίδα που κοινοποιεί τη δουλειά του, έχει ταξινομηθεί από την πλειοψηφία του κόσμου (άρα και από το κοινό που αγοράζει βιβλίο ή εφημερίδα) ως κάποιο άυλο ον που, αν πληρωθεί για το γράψιμό του, διαπράττει κάτι σαν προπατορικό αμάρτημα. Πρακτικά, αυτό το λένε αλλιώς και ευσχήμως: «Είναι ακριβό το βιβλίο». Τόσο αθώα! Δεν το πιάνεις με την πρώτη… Και εννοούν ότι «δεν χρειάζεται να πληρωθεί ο συγγραφέας». Λοιπόν, εγώ λέω, ότι ένας συγγραφέας θα έπρεπε να κερδίζει 12.000 ευρώ το χρόνο από ένα βιβλίο που εκδίδεται από οιονδήποτε Εκδοτικό Οίκο. Όπως ο εκδότης αγοράζει το χαρτί, όπως πληρώνει τον τυπογράφο για την δουλειά του, ποσά που είναι αδιανόητο να πει ότι δεν τα πληρώνει, ε, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να είναι αδιανόητο να μείνει απλήρωτος ο συγγραφέας. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να πληρωθεί το βιβλίο που εκδίδεται. Όπως πληρώνεται ο δημοσιογράφος, πουλήσει – δεν πουλήσει η εφημερίδα στην οποία εργάζεται. Αλλιώς να μη βγει κανένα βιβλίο. Είναι καλύτερα να μείνει στο συρτάρι. Είναι καλύτερα να μην ξαναγράψει κανείς πια. Μακάρι να γινόταν αυτό! Μακάρι να συμφωνούσαν σ’ αυτό οι συγγραφείς και να το απαιτήσουν. Οι εκδότες δεν θα έβγαζαν βιβλία με την οκά. Θα έκαναν αυστηρές επιλογές. Αυτό θ’ ανέβαζε αμέσως την ποιότητα της γραφής και την λογοτεχνική αξία των βιβλίων. Οι αναγνώστες δεν θα πελάγωναν μέσα στην βιβλιοπλημμύρα, ούτε θα έμεναν απαθείς απέναντι στο ωραίο που τώρα περνάει απαρατήρητο. Και το ευρύτερο κοινό θα σεβόταν τον συγγραφέα που ζει από την συγγραφική του Τέχνη… Όλα αυτά μαζί θα δημιουργούσαν έναν άλλο πολιτισμό και όχι ετούτη εδώ τη χαμάρα… Τι να λέμε όμως τώρα…

* Η απολύτως θετική απάντηση του κ. Κεφαλά στο παραπάνω κείμενο αποσύρθηκε στις 26 Απριλίου, μετά την ανάρτηση του παρακάτω απαντητικού κειμένου. Η απόσυρση αυτή (που άφησε μετέωρο το επόμενο κείμενο) προδίδει την επιλογή να ΜΗ φτάσουμε στο «δια ταύτα». Θα παραθέσουμε λοιπόν το τελευταίο κείμενο του διαλόγου, αν και λείπει πια το… προτελευταίο:

Παντελής Φλωρόπουλος
26/04/2013 at 10:33

Μια και το φτάσαμε ως εδώ… Ας γράψω και μια τελευταία σκέψη που έκαμα για το θέμα: Τι θα γινόταν, εάν οι συγγραφείς έκαναν μια ΑΠΕΡΓΙΑ απέναντι στους εκδότες, ταυτόχρονα όμως και απέναντι στο Υπουργείο Πολιτισμού; Εάν δηλαδή οι γνωστοί συγγραφείς, μαζί με τους άσημους, όσο γίνεται περισσότεροι, υπέγραφαν μία διακήρυξη κι έλεγαν ότι «ΔΕΝ θα δώσουμε άλλο έργο για έκδοση, αν…» και να βάλουν τους όρους τους; Αναρωτιέμαι τι έχουν να χάσουν οι συγγραφείς που θα έκαναν αυτή την ΑΠΕΡΓΙΑ. Κατά τη γνώμη μου, τίποτα. Όμως το θέμα θα ερχόταν στην επικαιρότητα. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βγει από ένα θέμα που έρχεται τόσο δυναμικά στην επικαιρότητα.

Η απόσυρση ή η διαγραφή της απάντησης του κ. Κεφαλά δείχνει ότι δεν έγινε τυχαία. Τ’ αφήνουμε όμως όλα στην κρίση του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ. Αλλά ο διάλογος ήταν πολύ ενδιαφέρων (μέχρι εκεί τουλάχιστον που δέχτηκε τη «μαχαιριά») και γι’ αυτό τον μεταφέραμε αυτούσιο εδώ για να συνεχιστεί από τους αναγνώστες του «Τυμπάνου» (περιμένουμε τα σχόλια ή τα άρθρα σας επί του θέματος) προσθέτοντας στο μεταξύ και μερικές σκέψεις ακόμα:

Ας υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς, αυτοί που ζουν ή θέλουν να ζήσουν επαγγελματικά από την συγγραφική Τέχνη, αλλά και οι άλλοι που έχουν μεν άλλο επάγγελμα, όμως με γενναίο πνεύμα επιθυμούν να εξυγιανθεί ο χώρος της λογοτεχνίας και της παραγωγής λογοτεχνικών βιβλίων, ας υποθέσουμε ότι συνδικαλίζονται και (με όπλο την καθολική απεργία τους απέναντι στους εκδότες) απαιτούν από την Πολιτεία να θεσπίσει Νόμο, βάσει του οποίου:

1. Οι εκδότες βιβλίων διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία εκδοτών αναλαμβάνει την έκδοση του βιβλίου, την κυκλοφορία, την διακίνηση και την διαφήμισή του. Η δεύτερη κατηγορία εκδοτών αναλαμβάνει μόνο την επιμέλεια της έκδοσης, η οποία γίνεται για λογαριασμό του συγγραφέα. Οι δύο αυτές κατηγορίες εκδοτών απαγορεύεται να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια φίρμα. Είναι όπως ο φιλόλογος καθηγητής δεν έχει δικαίωμα να κάνει μαθηματικά, επειδή μαθηματικά διδάσκει μόνο ο καθηγητής μαθηματικών. Λοιπόν, η παραβίαση της διάταξης αυτής αποτελεί αδίκημα, επειδή συνιστά παραπλάνηση του αναγνωστικού κοινού.

2. Για να εκδώσει ο εκδότης το βιβλίο ενός συγγραφέα, του καταβάλλει ποσό τουλάχιστον 12.000 ευρώ (1.000 ευρώ το μήνα για ένα έτος), κατά την υπογραφή του μεταξύ τους συμβολαίου, βάσει του οποίου ο συγγραφέας δικαιούται επιπλέον πριμ 10% επί της ονομαστικής τιμής των πωλήσεων. Η ονομαστική τιμή του βιβλίου θ’ ακριβύνει λίγο εξ αιτίας αυτού του όρου. Δεν πειράζει. Διότι θ’ ανέβει η ποιότητά του κατακόρυφα. Επομένως η προσωρινή αναστάτωση θα εξισορροπηθεί. Δεν είναι λογικό, ούτε δίκαιο να φτάνουν στα όρια της εξαθλίωσης και της απόλυτης πενίας οι μεγάλοι συγγραφείς αυτής της χώρας, πολλώ δε μάλλον στην απουσία κάθε κινήτρου για συγγραφή, πλην εκείνου της ματαιοδοξίας.

3. Η χειρόγραφη υπογραφή των αντιτύπων από τον συγγραφέα είναι νομικά αναγκαία, επειδή πρέπει ταυτόχρονα να προβλεφθούν και αυστηρές ποινές για τα κλεψίτυπα.

4. Οι συγγραφείς που θα εκδίδουν το βιβλίο τους με ίδιες δαπάνες σε εκδότη της δεύτερης κατηγορίας, θα διευκολύνονται από το Νόμο στην διακίνηση του βιβλίου ή στα φορολογικά ή στα άλλα θέματα, κάτι που σήμερα ΔΕΝ γίνεται.

Μία καθολική απεργία των (καλών και των κακών) συγγραφέων λοιπόν απέναντι στους εκδότες ΚΑΙ στην Πολιτεία ταυτόχρονα θα είχε, πιστεύουμε, μία αναπόφευκτα θετική εξέλιξη: Θα γεννούσε τους νέους που τώρα θάβονται ζωντανοί για πάντα. Δεν διαβάζει λέει ο κόσμος. Λάθος. Διαβάζει ο κόσμος. Αλλά δεν θέλει να πληρώνει, επειδή δεν ξέρει αν αυτός που βγαίνει στην πιάτσα, αξίζει τον οβολό του. Ο κόσμος μπερδεύεται από τον πληθωρισμό, μετά διαγράφει δικαίους και αδίκους με μια μονοκονδυλιά. Άλλες φορές εκλαμβάνει ως συγγραφέα «τον πάσα ένα». Πέφτει πάνω του, κουράζεται, απογοητεύεται, και ύστερα τα παρατάει.

Τι λόγο έχει κάποιος σήμερα να γίνει συγγραφέας; Όσο ταλέντο κι αν έχει, πάει στράφι. Να γράψει βιβλίο για ποιο λόγο; Οι μέτριοι όμως και οι κακοί θα συνεχίσουν να το κάνουν, διότι θα πληρώνουν με άνεση κι ευχαρίστηση το τίμημα της εφήμερης, της φευγαλέας τους δόξας. Θ’ αναπαράγουν αυτή τη μετριότητα και το απέραντο χάλι που παρήγαγαν στις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Αν γινόταν… Αν… Το αναγνωστικό κοινό που κουράστηκε απ’ αυτά, θα φρεσκαριζόταν, διότι θα ήταν απείρως ωφελημένο (και οι εκδότες βεβαίως μαζί μ’ αυτό) σιγά – σιγά θα διευρυνόταν από την έλξη που θ’ ασκούσε πάνω του η νέα λογοτεχνική παραγωγή.

Κάποιος λοιπόν να πάρει την πρωτοβουλία. Να μαζευτούν υπογραφές. Να γίνει ένα Κίνημα για την αναγέννηση της Λογοτεχνίας. Πρακτικά. Λαγαρά. Γενναία. Υψηλόφρονα.

Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: