Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Ο νέος διμέτωπος αγώνας της Δημοκρατίας εναντίον της αριστεράς και της δεξιάς

Κοινοποίηση

Ο ορισμός και τα όρια του μεσαίου πολιτικού χώρου ως Δημοκρατική Παράταξη

Η Δημοκρατία, η ύψιστη αυτή έννοια του παγκόσμιου πολιτισμού, το δώρο του Ελληνισμού στην ανθρωπότητα, περιμένει τον πρίγκιπά της. Η Δημοκρατία αναζητά πάλι τον ορισμό της. Κάνει το αόρατο βήμα της με διμέτωπο πολιτικό αγώνα εναντίον της δεξιάς και της αριστεράς, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, εναντίον του σοσιαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, εναντίον των δεξιών και αριστερών άκρων, με την ίδια θέρμη αποκηρύσσει τον Χίτλερ και τον Στάλιν, δηλαδή τον γαλάζιο και τον κόκκινο φασισμό, τον εθνικισμό της δεξιάς και τον διεθνισμό της αριστεράς. Άλλωστε το νέο πολιτικό σκηνικό δεν θα ορίζεται στο εξής από τους παρωχημένους αυτούς ιδεολογικούς και γραφικούς πια διαχωρισμούς. Θα οριοθετείται από νέες έννοιες της σύγχρονης οικουμενικής σκέψης απέναντι στην καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση, θα χαρακτηρίζεται από την πολιτισμένη ή την βάρβαρη συμπεριφορά, από τον διάλογο ή τον τσαμπουκά, θα περιγράφεται με την ατομική και την συλλογική αναζήτηση για ποιότητα ζωής ή, αντιθέτως, με την φανατική εμμονή σε απολιθώματα της παλαιότερης και της νεότερης Πολιτικής Ιστορίας.

Η αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει, διότι έχει δομικό στοιχείο της την διαίρεση, μόλις ωριμάσει ένα κύτταρό της, διασπάται, διχοτομείται, καθώς η αμοιβάδα. Ο ιστορικός της ρόλος περιορίζεται στην διαπαιδαγώγηση του ενστίκτου, η υπέρβαση όμως του ενστίκτου δεν ανήκει σ’ αυτήν, ούτε στο αυτόματο πολιτικό αντίθετό της, ανήκει στη λελογισμένη διαχείριση της νόησης που εξασφαλίζει ο πολιτικός χώρος ανάμεσά τους: Η Δημοκρατία.

Η αριστερά ξέρει να μοιράζει τον πλούτο, αλλά δεν ξέρει να τον παράγει. Η δεξιά ξέρει να παράγει τον πλούτο, αλλά δεν θέλει να τον μοιράζει. Στην αληθινή Δημοκρατία δεν πρέπει να συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η Δημοκρατία στην υψηλότερη έννοιά της ακολουθεί τη σοφή Μέση Οδό: Ξέρει να παράγει και να μοιράζει τον πλούτο με οδηγό την αξιοκρατία, την ιεραρχία των δεξιοτήτων, συντάσσει την κλίμακα των αξιών, στην οποία δεν ξεχνά ούτε τον πρώτο, καθώς κάνει η αριστερά, ούτε τον έσχατο, καθώς κάνει η δεξιά. Για λόγους Αρχής εξασφαλίζει την δικαίωση για τον πρώτο και την αξιοπρέπεια για τον έσχατο.

Οι Οβιδιακές μεταμορφώσεις της δεξιάς είναι εξ ίσου αντιδημοκρατικές με τις «διχοτομήσεις της αμοιβάδας» που χαρακτηρίζουν την αριστερά. Η τυχοδιωκτική μετακίνηση πότε προς το κέντρο, πότε προς την εθνικοφροσύνη που κάνει για ψηφοθηρικούς λόγους ο βασικός φορέας της δεξιάς στην Ελλάδα, είναι εξ ίσου παραμορφωτική με την αριστερή νεύρωση. Αυτές οι παραμορφώσεις στη δημόσια ζωή της χώρας, άλλοτε αριστερές, άλλοτε δεξιές, εκτρέφουν τον αυταρχισμό και τη γνωστή αλαζονεία της εξουσίας, σε βαθμό δε που αλλοτριώνουν τη Δημοκρατία και τη μετατρέπουν σε λανθάνουσα πολιτική δικτατορία, άλλοτε δε στην εξ ίσου απεχθή «δικτατορία της πλειοψηφίας» ή, αλλιώς, «δικτατορία της μάζας».

Η κεντροαριστερά είν’ ένας πολιτικός μύθος. Μία δημοκρατική φενάκη. Συστήθηκε στην Ελλάδα με την καθοδήγηση του χαρισματικού αλλά και υστερόβουλου Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε ιδρυτικό και θεμελιώδη (αν όχι μοναδικό) σκοπό την αναχαίτιση της δογματικής ή της αναθεωρητικής αριστεράς, εξετράφη με τα λάφυρα της άλωσής της, αρκούσε η «πρόσκληση σε διάλογο του ΠαΣοΚ με την αριστερά» σε κάθε εκλογική διαδικασία για να υφαρπάζονται αριστουργηματικά οι αριστερές ψήφοι. Μαζί με την κατασπατάληση και τελικά την εξάντληση των πόρων της, εξαντλήθηκε η ίδια ως έννοια, ως θεωρία και πράξη. Δεν πείθει και δεν θα πείσει ποτέ πια, επειδή στα θεμέλιά της ευδοκιμούσε από ιδρύσεως η αντιστροφή του κινήτρου των συνταγματαρχών της επταετίας: Να εξουδετερωθεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Αυτή τη φορά όμως με πολιτικές μεθόδους, στον αντίποδα της στρατιωτικής επέμβασης που είχε αποτύχει. Η κεντροαριστερά του Ανδρέα το ’81, καθοδηγημένη από κάποιο επικαιροποιημένο τότε Αμερικανικό Think Tank, ήταν η δημοκρατική εκδοχή του ιδίου ιδεολογικού αξιώματος που ενεργοποίησε τους δικτάτορες το ’67, καθοδηγημένους επίσης από κάποιο παλαιότερο και αναχρονιστικό στην εποχή του Αμερικανικό επίσης Think Tank.

Τώρα… οι μνηστήρες της κεντροαριστεράς διεκδικούν την καρδιά μιας Πηνελόπης που βρίσκεται ήδη στον άλλο κόσμο. Παίρνουν ως δεδομένο και διαχρονικό το εφήμερο μύθευμα του Ανδρέα. Δεν κατανοούν ότι το ιδεολόγημα της κεντροαριστεράς ήταν μίας και μόνο χρήσης. Είχε ημερομηνία λήξης και αυτή ήταν η ημερομηνία λήξης του εμπνευστή και του εκτελεστή της. Η κεντροαριστερά εδώ και πολλά – πολλά χρόνια είναι κενή περιεχομένου, ακόμα και σε επίπεδο συνθημάτων. Όσοι διατείνονται ότι θ’ αγωνιστούν για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς, είναι θύματα μιας ιστορικής αυταπάτης. Αν κάποιοι επιμένουν ότι, όχι, δεν είναι, κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους, αδυνατούν να κατανοήσουν ιστορικά ότι το κέντρο βάρους της πολιτικής ζωής μετατοπίστηκε δυναμικά, επιμένουν σε μια μυθολογία μεταφυσικού εκτοπλάσματος, υπερασπίζονται αρχές και αξίες ενός μεταπολιτευτικού εκτρώματος που κατάφερε να κλείσει την αριστερά στα καρέ της, να την σφυροκοπεί ανηλεώς και να την λεηλατεί σε κάθε εκλογική διαδικασία. Μα τελείωσε αυτό. Πάει.

Η κεντροαριστερά του Ανδρέα (την οποία σήμερα διεκδικεί κάθε «κουτσή Μαρία») έγινε τυχοδιωκτικά, εξυπηρέτησε έναν ορισμένο σκοπό, χαλκευμένη, καθώς σημειώσαμε ήδη, σε κάποιο Αμερικανικό Think Tank, με εθνικό τίμημα την υποδούλωση της χώρας στους δανειστές της. Ο μαζικός προσεταιρισμός των εκλογέων έγινε με βερμπαλισμούς από τη μια και με εξαργύρωση της ψήφου από την άλλη, όμως και για τα δύο χρειαζόταν άφθονο (και, φυσικά, δανεικό) χρήμα.

Στην παγίδα έπεσε τυφλά με τη σειρά της η κεντροδεξιά. Ακολούθησε την πετυχημένη συνταγή της αντιπάλου της κεντροαριστεράς. Το έκαμε στο όνομα του ρεαλισμού για να μοιραστεί μαζί της την εξουσία. Έτσι έγιναν τα δύο κόμματα εξουσίας. Ένοχο το καθένα περισσότερο από το άλλο. Δεν έγιναν εξουσία, επειδή βρήκαν αντίκρισμα σε λαϊκούς πόθους, αλλά γιατί χρησιμοποίησαν το Δημόσιο Τομέα ως πεδίο άθλιας συναλλαγής, συντρίβοντας κάθε ηθική αντίσταση στο πέρασμά τους, καταδικάζοντας σε καθηλωτική απαξίωση όλες τις αρετές του Ελληνικού λαού.

Ποιο είναι λοιπόν το περιεχόμενο της κεντροαριστεράς και ποιο της κεντροδεξιάς; Για ποιες ιδέες της μιας ή της άλλης «μεγάλης παράταξης» κόπτονται οι ιδαλγοί τους; Ως πότε δε η αριστερά θα εκτρέφει από την ανάποδη το πολιτικό σύστημα της χώρας; Ως πότε θα το μπολιάζει με την αντίσταση σε αυτήν; Ως πότε θα ορίζει η κεντροαριστερά την αναγκαιότητα της κεντροδεξιάς; Ως πότε η απειλή της θ’ αποτελεί αφετηρία της πολιτικής μας συμπεριφοράς;

Κεντροαριστερά και κεντροδεξιά είναι από κοινού ο διπλός αντίποδας μιας υποτιθέμενης αριστερής απειλής, ενός φαντάσματος, ενός ανύπαρκτου μπαμπούλα. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος δεν υφίσταται πλέον, δεν υπάρχει λόγος να τον αποκρούει η Δύση άλλοτε με δικτατορίες και άλλοτε με κεντροαριστερά ή σοσιαλιστικά φληναφήματα στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη. Κι αν υπήρξε ποτέ τέτοιος κίνδυνος, έχει εκλείψει οριστικά και αμετάκλητα. Καιρός να μείνουν οι αριστεροί με τους αριστερούς, οι δεξιοί με τους δεξιούς και η Δημοκρατία με τους Δημοκράτες. Τα φαντάσματα, οι φαντασιώσεις, οι εμμονές, οι ψυχώσεις και οι νευρώσεις του πολιτικού μας συστήματος δεν συνδέονται με την αριστερά ή την δεξιά (η καθαρότητα των οποίων είναι πάντως ωφέλιμα μεγέθη στη δημόσια ζωή) η Ελλάδα υποφέρει τόσο από τους αριστερούληδες, όσο και από τους δεξιούληδες. Όλα όμως αυτά συνδέονται άρρηκτα με τις δόλιες μεταμορφώσεις τους σε κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά με σκοπό την τυχοδιωκτική κάθε φορά παραπλάνηση των αναποφάσιστων εκλογέων, της μετακινούμενης αυτής μερίδας του λαού που συντάσσεται με τον ισχυρό της ημέρας.

Η ανασύνθεση της μιας ή της άλλης «παράταξης» αποτελεί διαιώνιση της πολιτικής ανωμαλίας που ταλανίζει αθεράπευτα τη χώρα. Οι «αγωνιστές» της κεντροαριστεράς (σε όποια εκδοχή της) παρεμποδίζουν τη Δημοκρατία στο έργο της, την παρενοχλούν εκνευριστικά, την κουράζουν και, εν τέλει, την αλλοιώνουν σε βαθμό κατάλυσης.

Αρχίζουν τώρα να διαφαίνονται οι «διαχωριστικές γραμμές» του Δημοκρατικού Χώρου προς τ’ αριστερά του και προς τα δεξιά του, αυτά περίπου είναι τα όρια της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης που ορίζεται ως ζωτικός πολιτικός χώρο για την κάθαρση και τη λύτρωση. Η διεύρυνση αυτού του μεσαίου πολιτικού χώρου μπορεί όντως να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα. Μπορεί να γίνει ο περιορισμός της αριστεράς αφενός και της δεξιάς αφετέρου, να πετύχει τη σμίκρυνσή τους σε εκλογικά ποσοστά που πια δεν θ’ αποτελούν απειλή για τη Δημοκρατία.

Ο μεσαίος πολιτικός χώρος δεν έχει ανάγκη να εξαπατήσει τους ψηφοφόρους που κινούνται αριστερά του ή δεξιά του, λόγω ήθους δεν μεταχειρίζεται κούφια συνθήματα για ν’ αλώσει την αριστερά, ούτε να κάνει το ίδιο στα δεξιά του, επιμένει στην καθαρότητα των πολιτικών θέσεων τόσο της αριστεράς, όσο και της δεξιάς που αντιμάχεται..

Είναι η θεολογία της αριστεράς που εγκλώβισε όλο το πολιτικό φάσμα, εν τέλει τη Δημοκρατία, το πάθημα είναι διδακτικό, απαιτεί τώρα ν’ αποποιηθούμε την έννοια του μαζικού, είτε στη φιλοσοφία, είτε στην πράξη, δεν υπάρχει το «όλοι μαζί», υπάρχει μόνο το «όσοι θέλουν», ακόμα κι αν είναι λίγοι. Όσοι μέχρι χθες θεωρούσαν τον εαυτό τους προοδευτικό, διεκδικούσαν κι ένα πέταλο από τη μαργαρίτα της αριστεράς, αλλά το «ερώτημα της αγάπης» μένει ακόμη αναπάντητο. Εκείνοι που διεκδικούν ακόμα σήμερα ένα τέτοιο πέταλο, ανήκουν στο πολύ μακρινό χθες.

Με το ίδιο πνεύμα αποκηρύσσονται από τη Δημοκρατία και οι αποκρουστικές προβιές που φοράει κατά περίσταση η δεξιά για να προσελκύσει ξέμπαρκους εκλογείς. Η Δημοκρατία πρέπει να ξεδιαλύνει τις διαχρονικές έννοιές της και να μην τις θυσιάζει στην κομματική σκοπιμότητα της στιγμής χρησιμοποιώντας παραπειστικά συνθήματα χωρίς ιδεολογικό αντίκρισμα.

Πριν από την κήρυξη της πολιτικής αντίστασης στην αριστερή και τη δεξιά διείσδυση, ο μεσαίος πολιτικός χώρος (που έχει ως πρόταγμά του την υψηλότερη δυνατή έννοια της Δημοκρατίας) πρέπει ν’ απαλλαχτεί ο ίδιος, με δική του βούληση, από τ’ αριστερά ή τα σοσιαλιστικά του σύνδρομα, από τη μια, κι από την άλλη, ν’ απαλλαχτεί ο ίδιος, με δική του βούληση επίσης, από τις δεξιές διολισθήσεις, στις οποίες συχνά – πυκνά καταφεύγει, άλλοτε από άγνοια του θεωρητικού πλαισίου, άλλοτε από υπολογισμούς της στιγμής.

 

Η Δημοκρατία υπέστη αλλοίωση μέγιστου βαθμού, επειδή καλοπροαίρετα, με το αγαθό πνεύμα της, αφέθηκε στα δολερά χέρια της λανθάνουσας δεξιάς Ολιγαρχίας, άλλοτε δε στα δολερά επίσης χέρια της λανθάνουσας επίσης αριστερής Ολιγαρχίας. Η άσκηση βέβαια εξουσίας δεν είναι μόνο κυβερνητική, ούτε μόνο πολιτική, είναι ΚΑΙ πολιτιστική, είναι ΚΑΙ συνδικαλιστική, είναι ΚΑΙ θρησκευτική. Όλες αυτές οι εξουσίες ευθύνονται από κοινού για την ποιότητα ή μη της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, η δεξιοσύνη της Νέας Δημοκρατίας και η αριστεροσύνη του ΠαΣοΚ έδωσαν από κοινού την εντύπωση στον όχλο ότι η Δημοκρατία είναι χειρότερη από τη δικτατορία, σε βαθμό δε τέτοιο που ενεργοποιήθηκαν με αξιώσεις οι νοσταλγοί του Παπαδόπουλου και του Μεταξά.

Είναι τώρα ο καιρός ν’ απαλλαχτεί η Δημοκρατία από τις ιδεοληπτικές νευρώσεις, με τις οποίες τη μόλυναν οι αστόχαστοι και οι άφρονες. Είναι ο καιρός να λάμψει ξανά και να δείξει το μεγαλείο της σε όλους.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την αριστερή ερμηνεία της Δημοκρατίας, θα σημειώσουμε ακόμα ότι: Η «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» λειτούργησε επί ενάμισι αιώνα ως πρωτόγονη ανάγνωση της κοινωνικότητας και της πολιτικότητας του ανθρώπου, διότι αγνόησε την αξία της έμπνευσης στην παραγωγή του πλούτου και την Οικονομία, εμφανίζει ως δεδομένη την θεωρητική σύλληψη, δεν διαφέρει σε τίποτε αυτή η θεώρηση μ’ εκείνη της εκ Θεού βασιλείας, εκλαμβάνει ως αιώνια και αδιάλλακτη την εργοδοσία, τονίζει μονοδιάστατα το μόχθο του εργάτη, την ώρα που καταδιώκει τη Γνώση και την Αίσθηση ως Δημιουργικό αίτιο, ως αφετηρία και προϋπόθεση διαιώνισης αυτής τούτης της χειρωνακτικής εργασίας. Η φιλοσοφική κατάρτιση των μαζών δεν είναι σε θέση να διακρίνει τις συνέπειες αυτής της ερμηνείας, όμως αυτό δεν αλλάζει το αποτέλεσμα και είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι με την απλοϊκή αυτή ανάγνωση η αριστερά όλων των εκδοχών κατάφερε να στρεβλώσει την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου και να εκτρέψει σε δύσμορφους ατραπούς τον πολιτικό πολιτισμό.

Η πιθανή όσο και αναγκαία συγκρότηση της φιλοσοφημένης πατριωτικής κοινωνικής τάξης θα είχε ένα κριτήριο: Τη μη αντιπαλότητα της τάξης των εργαζομένων εναντίον της τάξης των εργοδοτών, την αρμονική συνεργασία του κοινωνικού και του επαγγελματικού ρόλου που έχει επιλέξει ο καθένας για τη ζωή του: Ο αγρότης, ο εργάτης, ο επιχειρηματίας, ο βιομήχανος, ο εφοπλιστής, ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο εκπαιδευτικός, ο υπάλληλος του Δημόσιου και του Ιδιωτικού Τομέα, ο άνθρωπος των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ο Έλληνας. Όχι ο Γραικός, ούτε ο Ρωμιός. Όχι ο Γκιαούρης, ούτε ο Ραγιάς. Ο Έλληνας. Επιτέλους, ο Έλληνας. Σε όποια τάξη και αν ανήκει.

Ο Μαρξιστικός διαχωρισμός που τοποθέτησε την εργατική τάξη απέναντι στην αστική τάξη ως κινητήριο μοχλό της Ιστορίας, δεν υφίσταται πλέον, κίνησε την Ιστορία για ενάμισι αιώνα, κατασκεύασε πρωτόγονα εργαλεία για την ερμηνεία του κόσμου, δημιούργησε ως ιστορικό αντιστάθμισμα το εφιαλτικό αντίπαλο δέος του, τώρα δίνει μοιραία τη θέση του στην αμοιβαία κατανόηση και την αναπόφευκτη συνεργασία των τάξεων, ο εργαζόμενος θα γίνει μέτοχος στην Εταιρεία του εργοδότη, οι κοινωνικές τάξεις θα κατανοήσουν και θ’ αποδεχτούν η μία την άλλη, θα συνεργαστούν ηθελημένα και αθέλητα. Θα γίνει σε επίπεδο έθνους. Υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να είμαστε Ε Θ Ν Ι Σ Τ Ε Σ, όχι εθνικιστές, ούτε βεβαίως διεθνιστές. Αυτό ουσιαστικά είναι και το περιεχόμενο του «διμέτωπου» πολιτικού αγώνα της Δημοκρατίας εναντίον της αριστεράς, της δεξιάς και των αποχρώσεών τους. Διότι εμείς, τώρα, πρέπει να σκουπίσουμε και να σφουγγαρίσουμε την αίθουσα της Ιστορίας λίγο πριν από την απόφαση ν’ αφεθούμε στη νομοτέλεια.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης που χάθηκε μυστηριωδώς στον Ταΰγετο το 1998, για τα δεινά που ΘΑ έρχονταν, μιλούσε στους φοιτητές του στο Ηρώδειο τον Μάιο του 1995, δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πριν, ως εξής:

“Αυτό είναι πολύ οδυνηρό που θα σας πω: Θα ’ρθει μια εποχή που κάποιες γενεές θα πληρώσουν ακριβά αυτά τα οφέλη που έχουμε και αντλούμε εμείς σήμερα με βάση πια όλη αυτή την κοσμοθεωρία όπως διαμορφώνεται και μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μιλώ δηλαδή για ένα αδιέξοδο, γιατί, όταν λέει ο Νίτσε «πέθανε ο θεός», εννοεί ότι ο πολιτισμός πολλαπλώς οδηγείται σε αδιέξοδο. Τι θα πει αυτό; Σταματάμε εκεί; Τι θα γίνει μετά; Έρχεται μια καταστροφή κοσμογονική και αλλοίμονο σ’ εκείνες τις δυόμιση γενιές που θα ζήσουν αυτή τη στιγμή. Είναι η ανεργία η φοβερή… Ξέρετε τι μας περιμένει; Τι περιμένει τα παιδιά μας με την ανεργία; Με την έννοια αυτή… αν ζούμε εμείς σήμερα και έχουμε αγαθά και απολαβές και χίλια δυο άλλα πράγματα… λέμε ότι ζούμε εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Τις χρεώνουμε δηλαδή τις μελλοντικές γενιές…”

Τόση σαφήνεια! Τόση ακρίβεια! Όμως τέτοια δεν έλεγε μοναχά ο Λιαντίνης. Έλεγαν κι άλλοι πολλοί. Μέγα ψέμα ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δεν σήκωσαν το ανάστημά τους. Ψέμα χειρότερο απ’ όλα. Μέγα ψέμα επίσης ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δεν σηκώνουν σήμερα το ανάστημά τους για να πούνε τις νέες προφητείες. Τις λένε! Θα επιβεβαιωθούν κι ετούτοι, όπως επιβεβαιώθηκαν εκείνοι. Μα πάλι δεν ακούει κανείς! Όπως τότε. Οι εκπρόσωποι της «γενιάς του Πολυτεχνείου» που ήταν τότε στην εξουσία, δεν άκουγαν, δεν ένοιωθαν τίποτα. Ή, μάλλον, τ’ άκουγαν, αλλά γελούσαν ειρωνικά. Κι ενώ θαυμάζονται σήμερα εκείνοι που τα έλεγαν τότε (ο Λιαντίνης, ας πούμε) δεν ακούνε τ’ άλλα των άλλων οι διάδοχοί τους, οι νέοι πολιτικοί, που αναζητούν τον δικό τους δρόμο για την εξουσία, αυτοί που θα πάρουν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας για να μας απαλλάξουν τάχα από τους παραστρατημένους προκατόχους… Τότε ήταν γραφικά τα συνετά λόγια, τώρα, καθώς λένε, είναι για το μουσείο. Ο μηχανισμός δηλαδή να κλείνει τ’ αυτιά της η εξουσία στη διαχρονική αλήθεια, είναι πάντοτε ίδιος… Τώρα, λέει, τρέχουν άλλα! Δεν κατανοούν ότι πάντα έτρεχαν «άλλα»!

Η ομογενοποίηση της μάζας με στόχο την άνοδο στην εξουσία επιτυγχάνεται αποκλειστικά με την ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Οι μεγάλοι κατακτητές δελέαζαν το ετερόκλητο στράτευμα με το πλιάτσικο που επέτρεπαν να γίνεται στην πόλη που κατακτούσαν. Ακριβώς ίδια είναι τα «σαραντάρια» της μονοκομματικής εξουσίας του ΠαΣοΚ και της Νέας Δημοκρατίας στη Μεταπολίτευση. Οφείλονται στην ανταλλαγή της ψήφου του εκλογέα με μία καλοπληρωμένη θέση στο Δημόσιο, με μία εύνοια της Διοίκησης προς τον επιχειρηματία, με το πλιάτσικο του Δημόσιου Ταμείου. Η άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία δεν οφείλεται στις κεντροαριστερές ιδέες, τις οποίες διεκδικούν τώρα οι μιμητές του. Οφείλεται στη ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ, στην άφρονα διανομή ανύπαρκτου δημοσίου χρήματος. Η θεωρητική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η αίγλη της αριστεράς, είναι κινούμενη άμμος που θα καταπιεί όποιον τολμήσει να τη διαβεί.

Λοιπόν, η ομογενοποίηση της μάζας δε μπορεί να γίνει με υψηλές ιδέες, δεν είναι οι καλές ιδέες που θα φτιάξουν ένα κόμμα εξουσίας, οι ιδέες ομαδοποιούν λίγους, αμφίβολο είναι κι αυτό, φτιάχνουν το πολύ ένα μικρό κόμμα. Ως εκεί. Δεν είναι λοιπόν οι ιδέες που θα φέρουν στην εξουσία τη Δημοκρατική Παράταξη, αλλά η ίδια η Δημοκρατική Παράταξη που θα καλλιεργήσει τις καλές ιδέες και θα τις εφαρμόσει για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Η Δημοκρατική Παράταξη δε μπορεί να ιδρυθεί και να μεγαλουργήσει παρά μόνο ως ισχυρό αντίδοτο στις αποκλίσεις της Δημοκρατίας, αντίδοτο στη δεξιά και την κεντροδεξιά, αντίδοτο στην αριστερά και την κεντροαριστερά.

Όλ’ αυτά μαζί σημαίνουν ένα απλό πράγμα: Ότι τίποτε δε μπορεί να περιμένει κανείς από το λαό, από την έγερση του λαού, από τη διαδήλωση, την απεργία. Ούτε από το πλήθος. Ούτε όμως από το άτομο, τον ηγέτη. Ούτε από τους τακτικισμούς των πολιτικών στελεχών, εννοείται. Όλα στην Ιστορία γεννήθηκαν από την ΠΑΡΕΑ. Είναι εκπληκτικό πώς μια μικρή παρέα ομόκεντρων ανθρώπων μπορεί ν’ αλλάξει την Ιστορία! Η δημιουργία της Νέας Δημοκρατικής Παράταξης δεν απαιτεί την έννοια του Κινήματος. Δεν είναι, δε μπορεί να είναι Κίνημα. Δε μπορεί να είναι λαϊκό Κίνημα, όπως βαρύγδουπα λέγεται. Είναι, μπορεί να είναι, απλά, το βήμα εξουσίας που θα κάνει μία παρέα ομοφρόνων. Τίποτε άλλο. Η «συνταγή του Ανδρέα» ήταν κομμένη και ραμμένη στα δικά του μέτρα, για όλους τους άλλους που σήμερα θέλουν να τον μιμηθούν, η συνταγή αυτή είναι μία φενάκη, χώρια που ο Ελληνικός λαός την πληρώνει πολύ ακριβά με απώλεια της αξιοπρέπειας και της τιμής του… Άρα… Ποιος είναι ο λόγος να ζωντανέψει ξανά η κεντροαριστερά; Είναι σα να λέμε ότι θ’ αναβιώσουμε το ΕΑΜ για να πολεμήσει τους (νέους) Γερμανούς… Όλοι ετούτοι οι παπαγάλοι που κόπτονται για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς είναι απλά καρικατούρες της Ιστορίας…

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: