Κοίτα πώς ανατρέπεται, πάτερ, ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα, όταν αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά ότι η αναντίρρητη συμβουλή «κάνε το λόγο σου πράξη» δεν είναι και τόσο αναντίρρητη. Αν το καλοσκεφτείς, θα διαπιστώσεις ακριβώς το αντίθετο: Η συμβουλή «κάνε το λόγο σου πράξη» έχει πολλές άλλες αναγνώσεις… Θα σου εξομολογηθώ έναν θυμό μου, πάτερ! Μ’ ακούς;
Ναι. Εντάξει. Άκου με:
Που λες, έγραφα επί χρόνια, επίμονα, κουραστικά, μου είχε γίνει εμμονή, να λέω και να ξαναλέω δημόσια, να δημοσιεύω άρθρα επί άρθρων, διατεινόμουν ότι ο κόσμος πρέπει να επιστρέψει στην πρωτογενή παραγωγή που εγκατέλειψε για χάρη του άθλιου μικροαστικού τρόπου ζωής, με απλά λόγια να επιστρέψει στο χωράφι που περιφρόνησε. Αυτό που τώρα λένε όλοι, ειδικοί και ανειδίκευτοι, οικονομολόγοι και πολιτικοί, αυτό που κανείς μέχρι πρότινος δεν έλεγε, αν δεν το περιφρονούσε κι από πάνω, ήταν για μένα η κεντρική μου πολιτική φιλοσοφία και δη από τα χρόνια του 1984 ακόμη, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε την συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού στο 6% του συνολικού Ελληνικού πληθυσμού.
Ήταν τόση η επιμονή μου που συνεχώς προκαλούσε ποικίλα απαξιωτικά σχόλια. Πολιτικοί παράγοντες με χαρακτήριζαν γραφικό, πάτερ. Συνάδελφοι με ειρωνεύονταν δημόσια γράφοντας στην εφημερίδα ότι έπρεπε να με κάνουν… Υπουργό Γεωργίας.
Τίποτε απ’ αυτά δε μ’ ενόχλησε, δε με στενοχώρησε και δεν προκάλεσε τον άσχημο και απρεπή θυμό μου, για τον οποίο εξομολογούμαι, τώρα, πάτερ, τίποτε, όσο η κουβέντα ενός «εργάτη γης» όπως έλεγε παλιότερα το ΚΚΕ, η κουβέντα ενός μεροκαματιάρη νεαρού, αγροτόπαιδου πες, αποφοίτου Δημοτικού Σχολείου, που αγωνιούσε να βρει μέσον για να «τρυπώσει» στο Δημόσιο. Ακούγοντας μια μέρα στο καφενείο να μιλούν στην παρέα για τα άρθρα μου αυτά, είπε εις επήκοον όλων: «Να πάει αυτός στο χωράφι, αντί να κάνει το δάσκαλο».
Του είπε κάποιος ότι «αλήθεια, αυτός… το έχει κάνει κι αυτό», αλλά ο «εργάτης γης» ούτε το πίστεψε, ούτε άλλαξε γνώμη.
Που λες, πάτερ, ελπίζω να με σχωρέσει ο Θεός που, αν έβλεπα μπροστά μου αυτόν τον αναιδή νεαρό θα του έριχνα δυο μπουνιές στη μούρη. Ελπίζω να με σχωρέσει ο Θεός που αποφάσισα, ότι, αν από σπόντα βρισκόμουν στην εξουσία, θα τον καταδίκαζα στη μιζέρια του μια ζωή, μπας και καταλάβει τι εστί…
Δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλά και να σκέφτεται με τρόπο μικρόψυχο, πολλώ δε μάλλον να αισθάνομαι έτσι, ξέρω, είναι αμαρτία, σχώρα με, πάτερ, εσύ, ο Θεός, από κοινού και χωριστά, σχωράτε με, συνεννοηθείτε και βάλτε μου την πιο βαριά τιμωρία, όμως τσαντίστηκα μ’ αυτό το παλιόπαιδο, εγώ που δε μ’ ένοιαξε ολωσδιόλου η απαξίωση των πολιτικών και όλων των επωνύμων μαζί, η άσκεφτη αυτή κουβέντα του ανωνύμου με τάραξε.
Τι κάθομαι και λέω… Αλλά, να, έρχεται τώρα ο Ρεμπώ και μου θυμίζει ότι «πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του»… Αν και δεν είμαι ποιητής, πάτερ, εντούτοις, εγώ είπα τον καλό λόγο και ας μην τον τήρησα ο ίδιος, διότι (τώρα που το σκέφτομαι) αλλοίμονο αν ο ποιητής που (πολύ πριν από τους πολιτικούς και τους οικονομολόγους) συμβούλεψε τόσο επίμονα «επιστροφή στο χωράφι», αλλοίμονο αν έπρεπε να το κάνει πράξη ο ίδιος και μόνο αυτός, δυο φορές όμως αλλοίμονο σε όποιον αυθάδη ακούει αυτή την κουβέντα του προφήτη ποιητή και εγείρει την πρωτόγονη, τη βάρβαρη αξίωση να πάει στο χωράφι ο γεννημένος ποιητής, αντί ο γεννημένος σκαφτιάς…