Κατηγορούνται οι δημοσιογράφοι ότι δεν γράφουν αυτό ή δεν γράφουν το άλλο. Μερικές φορές δεν γράφουν αυτό που ξέρει ο κόσμος όλος.
Η εξήγηση που δίνεται σ’ αυτό το φαινόμενο, είτε από τη μάζα, είτε από επώνυμους δημοσιολόγους, είναι ότι «οι δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι».
Όχι για τίποτε άλλο, αλλά… έτσι… για την ιστορία… να θυμίσουμε ότι ο δημοσιογράφος υπακούει σε μια δημοσιογραφική δεοντολογία. Άλλοτε το κάνει καλά και άλλοτε όχι. Σε γενικές όμως γραμμές εφαρμόζει τον βασικό νόμο που λέει ότι «δεν μπορείς να δημοσιεύσεις τίποτα, εάν δεν έχεις ακλόνητες αποδείξεις». Χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι: Οι «αποδείξεις» αυτές πρέπει να έχουν νομική ισχύ, ν’ αντέχουν δηλαδή σε νομική ερμηνεία, όταν θα κληθεί ο δημοσιογράφος να υπερασπίσει το δημοσίευμά του σε μια δικαστική αίθουσα.
Η παλιά δημοσιογραφική δεοντολογία υπαγόρευε την διασταύρωση της είδησης από τρεις πηγές. Οι μεγάλες αμερικάνικες εφημερίδες που έχουν περάσει στην περιοχή του δημοσιογραφικού θρύλου, το έκαναν. Δεν δημοσίευσαν το πιο συναρπαστικό θέμα, εάν δεν το είχαν επιβεβαιώσει από τρεις πηγές. Το έκαναν και οι παλιές Ελληνικές εφημερίδες αυτό.
Από μια εποχή και μετά, έφτανε να διασταυρώνεται η πληροφορία από δύο πηγές. Ήταν η εποχή που άρχισε αδιόρατα η παρακμή της δημοσιογραφίας.
Και φτάσαμε στην σύγχρονη εποχή, όπου δεν γίνεται διασταύρωση. Αρκεί η πληροφορία που έρχεται από μία πηγή.
Έτσι άρχισαν τα προβλήματα. Η παρακμή βρήκε τώρα τον απόλυτο ορισμό της.
Η προσήλωση πάντως στη δημοσιογραφική δεοντολογία που περιγράψαμε, δεν απαλλάσσει τον δημοσιογράφο από την κατηγορία του πουλημένου για τον λόγο ότι «δεν γράφει αυτά που ξέρει».
Μη αναγνώσιμο αποτέλεσμα: Για τον πολύ κόσμο, πουλημένος είναι σήμερα ο δημοσιογράφος που επιμένει να τηρεί την δημοσιογραφική δεοντολογία!
Κι αυτή ακριβώς είναι η ταφόπλακα. Όχι της δημοσιογραφίας. Αλλά της κοινωνίας. Η οποία θα μείνει κάποια ώρα χωρίς φωνές, χωρίς συνειδήσεις, γιατί κανείς πια δεν έχει όρεξη (ούτε λόγο) να το παίζει ήρωας…