Την ιστορία που θ’ αφηγηθώ, την άκουσα το 1982 στη Θεσσαλονίκη, από έναν καφετζή: Μια φορά, λέει, ήταν ένας ξενοδόχος. Είχε νυχτώσει για τα καλά, ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο, όταν μπήκε στη ρεσεψιόν ένας τσοπάνης. Ένας κανονικός τσοπάνης. Με την κάπα του και τη γκλίτσα του.
– Γεια σου, του λέει, αφεντικό, τι κάνεις; Καλά;
– Καλά. Εσύ; Πώς από δω;
– Θέλω να μου δώσεις ένα δωμάτιο να κοιμηθώ. Αλλά σου ξηγιέμαι από την αρχή. Δεν έχω να σε πληρώσω.
– Δεν έχω δωμάτιο, καλέ μου άνθρωπε. Πού να σε βάλω;
Είχε, αλλά δεν ήθελε να του δώσει. Ο τσοπάνης επέμενε. Του λέει:
– Να, βάλε με να κοιμηθώ εκεί κάτω από τη σκάλα, δεν θέλω ούτε δωμάτιο, ούτε κρεβάτι, αρκεί να μην κοιμηθώ έξω στο δρόμο.
Ανένδοτος ο ξενοδόχος. Πώς να βάλει έναν άγνωστο να κοιμηθεί κάτω από τη σκάλα, στο πάτωμα; Λέει ο τσοπάνης:
– Αφεντικό, κοίτα, δεν θέλω να το κάνεις τζάμπα. Εγώ που με βλέπεις, αύριο θα κερδίσω τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Το είδα σε όνειρο. Μόλις εισπράξω τα χρήματα, θα έρθω να σε πληρώσω.
Του έδειξε το λαχείο που κρατούσε στον κόρφο του. Ο ξενοδόχος κατάλαβε ότι είχε να κάνει μ’ έναν τρελό. Βεβαιώθηκε όμως ότι αυτός ο τύπος ήταν ένας άκακος άνθρωπος, το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, του λέει στο τέλος:
– Εντάξει…
Ο τσοπάνης έστρωσε την κάπα του κάτω από τη σκάλα, ξάπλωσε κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Σε λίγο το ροχαλητό του ακουγόταν σε όλο το ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος σκέφτηκε να τον σκουντήσει λίγο, να πάψει. Πήγε προς το μέρος του, αλλά, ξαφνικά πέρασε από το μυαλό του μια σκέψη:
– Λες; Κι αν αυτός ο παλιόβλαχος να κερδίσει τον πρώτο λαχνό του λαχείου…
Πλησίασε. Αντί όμως να τον σκουντήσει για να σταματήσει το ροχαλητό, πήρε το λαχείο από τον κόρφο του τσοπάνη και στη θέση του έβαλε το δικό του λαχείο. Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Ξύπνησε ο τσοπάνης. Ευχαρίστησε θερμά τον ξενοδόχο και, φεύγοντας, του λέει:
– Εγώ πάντως θα γυρίσω να σε πληρώσω.
Γέλασε μέσ’ από τα μουστάκια του ο ξενοδόχος και γύρισε νωχελικά στη δουλειά του. Πέρασε καιρός. Μια μέρα σταματάει απέξω μια λιμουζίνα. Κατέβηκε ο σοφέρ και άνοιξε την πίσω πόρτα να κατέβει ένας καλοντυμένος κύριος με καπέλο.
– Δε με γνωρίζεις, ε; Είπε στον ξενοδόχο. Είμαι ο τσοπάνης που με άφησες να κοιμηθώ κάτω από τη σκάλα. Όπως σου είχα πει, κέρδισα τον πρώτο λαχνό του λαχείου και ήρθα να σε πληρώσω. Θα πάρεις και καλό πουρμπουάρ…
Ο ξενοδόχος έμεινε άγαλμα. Το λαχείο που κέρδισε τον πρώτο λαχνό, δεν ήταν το κλεμμένο λαχείο του τσοπάνη, αλλά το δικό του…