Πως έγινε και στην χαραμάδα τσιμέντου, έξω από ένα απ’ αυτά τα θολά ξενοίκιαστα μαγαζιά, ερείπια ενός άλλου πολιτισμού, φύτρωσε ένα φυτό καπνού! Σε μια γωνιά του Αγρινίου, ανοιχτή σε χωράφια παρατημένα και σε άσφαλτο μεταλλικών σωρών αυτοκινήτων, που με την σκόνη τους ασπρίζουν το παρατημένο μαγαζί, φύτρωσε ένα φυτό καπνού. Ένας πρόσφυγας από το παρελθόν.
Αγνώριστο ως μοναχικό φυτό, ξένο μέσα στα τσιμέντα, χωρίς την αυτοκρατορία των ομοίων του να το συντροφεύει σε εκτάσεις χωραφιών, απλωμένων, έτοιμων να πολεμήσουν με τους κουρασμένους αγρότες. Να χάσουν και να τους εκδικηθούν με πόνους στο σώμα. Κάθε χρόνο. Κάθε καλοκαίρι.
[box type=”info” align=”aligncenter”]Ο δήθεν καλύτερος φίλος του ανθρώπου είναι ο σκυ-λαϊκιστής[/box]
Αυτός, ο κληρονόμος των παλιών πολέμων στα χωράφια, ο απόγονος αυτών των φυτών που απαιτούσαν αφοσίωση, σκύψιμο, δουλειά δούλου, σε πυραμίδες από λιάστρες. Που με δέκα πληγές μαστίγωναν τα ξερά χώματα. Μέχρι που έπαιρναν τα παιδιά από τους γονείς, κατά κάποιον τρόπο, αφού απηυδισμένα από την σκληρή δουλειά, φρόντιζαν να φύγουν για την πρωτεύουσα.
Νάτος τώρα ο μικρός καπνός, ενισχυμένος από τις φετεινές βροχές, έσπασε τον περιφερόμενο σπόρο του και σήκωσε ανάστημα δειλό μπροστά στο παρατημένο μαγαζί. Κοίταξε τον ήλιο κι είπε να κάνει και κανένα λουλούδι, ν’ αφήσει κανέναν σπόρο πίσω του. Χωρίς πολύ ελπίδα για τα παλιά μεγαλεία. Έτσι, για να έχει έναν λόγο που απλώνει φύλλα.
Κι έφτιαξε μαζί με το κλειστό μαγαζί μια συμπυκνωμένη εικονοϊστορία για τον τόπο, για τους μυημένους. Κι αυτούς που μεταφράζουν εικόνες. Για παλιούς αγρότες που πάλεψαν να ζήσουν καλύτερα, ανάλογα με το τι βρήκαν. Για τα αυτοκίνητα και τα μαγαζιά. Για το μαγαζί – παλιό συνεργείο που έκλεισε. Για τους κύκλους της ζωής και τα λεφτά.
Και μια απορία για το μέλλον. Για το ποιος θα ξαναγυρίσει από τους δύο ηττημένους. Ο καπνός ή το μαγαζί. Μαζί παρηγοριόνταν. Και καυχιόνταν για το ποιος θα νικήσει.
Μέχρι που πρόσφατα έκοψαν τον καπνό, παραείχε μεγαλώσει. Έκανε το μαγαζί να μοιάζει παρατημένο και έδιωχνε πιθανούς ενοικιαστές. Που δεν έρχονταν όμως. Και δεν πρόλαβε να κάνει και σπόρια ο καπνός.