Με τι καλύτερο να τιμήσεις ένα φίλο; Μ’ ένα τραπέζωμα στο σπίτι! Ναι. Και με τι φαγητό; Με το καλύτερο. Αλλά… ποιο είναι το καλύτερο φαγητό;
Ως καλύτερο θεωρούν πολλοί το ακριβότερο. Αστακό ας πούμε. Άλλοι θεωρούν το σπάνιο. Συκωτάκια πουλιών, ας πούμε. Οι “φευγάτοι” θεωρούν ότι καλύτερο φαγητό για να τιμήσεις έναν φίλο, είναι… ό,τι μαγείρεψε εκείνη τη μέρα η βασίλισσα του σπιτιού και μάλιστα χωρίς να ξέρει ότι θα της κουβαλήσεις απροειδοποίητα τον φίλο σου.
Κι έτσι ο Γιώργος, ο φίλος μου, έκατσε στο τραπέζι να φάει άγρια χόρτα μαζεμένα στους λόφους απ’ τα χεράκια της Βάσως, κι αντί ψωμί άσπρο απαλό σα βαμβάκι απ’ το φούρνο, έφαγε τραγανό χαμποκούκι φτιαγμένο με αλεύρι από κοντόρουκο καλαμπόκι, χωριάτικο λουκάνικο με κομματάκια πορτοκαλόφλουδας ψημένο στο τζάκι και κόκκινο κρασί, χάρισμα από το μικρό αμπέλι του κουνιάδου μου. Τα λεμόνια που στύψαμε, ήταν απ’ τις λεμονιές της γιαγιάς, το λάδι (που βάλαμε στ’ άγρια χόρτα) φρέσκο από τον ελαιώνα της, βάλε και το έξοχο τυρί από τον γείτονα στο χωριό που είναι βοσκός. Και χοντροελιές ξυδάτες, να μην τις ξεχάσουμε…
Ο Γιώργος, ο φίλος μου, δήλωσε ευτυχής για τη φιλοξενία και το τραπέζι. Σαράντα χρόνια στην Αθήνα, είχε να φάει έτσι από τότε που ήταν παιδί και πηγαίναμε μαζί σχολείο. Και είπε: “Αυτό είναι βασιλικό φαγητό”…
Δεν είναι βασιλικός. Δημοκράτης είναι ο άνθρωπος. Αλλά σε ποιον Δημοκράτη δεν αρέσουν τα βασιλικά φαγητά;
Να το θέσω αλλιώς: Για ν’ απολαύσει αυτή τη νοστιμιά ο βασιλιάς, πρέπει να δουλέψουν για πολύν καιρό πολλοί άνθρωποι, για την πληρωμή των οποίων θα έπρεπε να ξοδέψει ολόκληρη περιουσία. Κι εκεί, χωρίς να το θέλουμε, άρχισε… η φιλοσοφία!
– Δηλαδή… παλιά που λέγαμε ότι ήμασταν φτωχοί… στην πραγματικότητα ήμασταν βασιλιάδες και δεν το ξέραμε…
– Ρε που καταντήσαμε… Δημοκράτες του κερατά…
Τότε άναψε η συζήτηση: Ναι. Όχι. Πες μου: Ποιος φτωχός στο χωριό δεν θα μπορούσε να έχει αυτό το βασιλικό φαγητό στο τραπέζι του;
Τα ζόχια και οι κοντοτσίπες είναι δωρεάν στα λιοστάσια. Χρειάζεται λίγο κέφι να τα μαζέψεις. Το χαμποκούκι με αλεύρι από καλαμπόκι που σπέρνεις, σκαλίζεις, ποτίζεις, ξεσπυρίζεις, λιάζεις και το πας στο μύλο. Χωριάτικο λουκάνικο από γουρουνάκι που ταΐζεις με καλαμπόκι δικής σου παραγωγής και ποτίζεις μερικούς μήνες για να γίνει εκατό κιλά, να το σφάξεις κι αν δεν μπορείς εσύ, φωνάζεις το γείτονα. Πορτοκαλόφλουδες και λεμόνια από το περιβολάκι σου που χαίρεσαι να ποτίζεις δυο φορές το καλοκαίρι, να κλαδεύεις μία φορά το χρόνο και να το οργώνεις για ν’ ανασαίνουν τα ριζίδια. Κόκκινο κρασί από το αμπελάκι που γουστάρεις να κλαδεύεις και να σκαλίζεις, να τρυγάς και να πατάς τα σταφύλια για το κρασί σου, για το τσίπουρο. Και το λάδι απ’ το λιοστάσι σου που θέλει μόνο ένα νερό το καλοκαίρι, άντε και κάνα κλάδεμα, για να σου δίνει το αρωματικό φρέσκο λάδι του και τις ξυδάτες ή τις λαδάτες ή τις στουμπηστές ελιές. Άσε που στο περιβόλι και το λιοστάσι μπορείς να τρέφεις τσάμπα τρεις γίδες και τρεις προβατίνες για το γάλα και το τυρί της οικογένειας.
Κι όλ’ αυτά με κόστος μηδέν! Μόνο με κέφι! Και με τραγούδι. Βασιλιάς με τα ούλα σου, κακομοίρη! Έξω απ’ τα μνημόνια και την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας…