Θυμάμαι. Μαθητής Δημοτικού, τη δεκαετία του ’60. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς κάναμε «εξετάσεις». Εξετάσεις δεν λέγαμε μόνο τα «διαγωνίσματα», αλλά και τη γιορτή, όπου παίζαμε σκετς και απαγγέλαμε ποιήματα.
Θυμάμαι.
Παίζαμε ένα σκετς. Όπου έπρεπε ένας συμμαθητής μου, της Έκτης Τάξης, ο Κώστας Καρασούλας, να μοιράσει ένα κωκ για να το φάμε από μισό.
Εγώ, μικρότερος, αμφέβαλλα για τη δίκαιη μοιρασιά. Φοβόμουν ότι αυτός θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι και θα δώσει σ’ εμένα το μικρότερο.
Και λέει:
– Να το ζυγίσουμε. Συμφωνείς;
Συμφώνησα. Όσο νάναι, το ζύγισμα θ’ απονείμει δικαιοσύνη…
Πήρε λοιπόν τη ζυγαριά (που είχε φέρει από το μπακάλικο του πατέρα του) και την έβαλε στο τραπέζι. Και είπε:
– Θα βάλω το κωκ στη ζυγαριά.
Το έβαλε. Και συνέχισε:
– Θα φάω εγώ λίγο, μέχρι να έρθει στα ζύγια της. Όταν έρθει στα ζύγια της η ζυγαριά, εσύ θα φας το υπόλοιπο. Αυτό είναι δίκαιο.
Μεγαλύτερος ήταν. Δίκαιο φαινόταν. Συμφώνησα.
Δηλαδή έτσι έλεγε το σκετς να κάνω.
Έφαγε ο Κώστας μια δαγκωνιά και ξανάβαλε το κωκ στο τάσι. Φυσικά, η ζυγαριά δεν ήρθε στα ζύγια της.
– Α, πρέπει να φάω λίγο ακόμα.
Είπε. Το ξαναπήρε. Η ζυγαριά κουνήθηκε πάνω κάτω, ο Κώστας έφαγε κι άλλη μπουκιά, όταν όμως έβαλε το κωκ στο τάσι, η ζυγαριά πάλι δεν ήρθε στα ζύγια της.
– Βλέπεις; Πρέπει να φάω λίγο ακόμα.
Κι έφαγε λίγο ακόμα. Πάλι στο τάσι, πάλι παλάντζα, έφαγε λίγο ακόμα, ξανά το «ζύγισμα», να μην τα πολυλογώ, ο Κώστας έφαγε όλο το κωκ κι εγώ έμεινα μπουκάλα.
Δεν θυμάμαι πώς τελείωνε εκείνο το σκετς.
Θυμάμαι όμως ότι δεν έφαγα κωκ.
Για ένα παιδί σήμερα που δεν έφαγε κωκ, δεν τρέχει τίποτα. Για ένα παιδί όμως της δεκαετίας του ’60 που δεν ήξερε ακόμα το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο, το κωκ ήταν μία πολυτελής φαντασία, ακόμα και σε ένα σχολικό σκετς. Να σκεφτείς ότι στις πρόβες που κάναμε, δεν είχαμε κωκ, αλλά ένα λεμόνι που τάχα μου έτρωγε ο Κώστας. Πού να βρεθούν λεφτά για να πάρεις κωκ! Πάλι καλά που ο δάσκαλος αγόρασε ένα κωκ στις «εξετάσεις», για την τελευταία παράσταση…
Από τότε…
Πέρασαν πενήντα χρόνια…
Κάθε φορά που βλέπω κωκ στο ζαχαροπλαστείο ή αλλού, θυμάμαι τον Κώστα Καρασούλα.
Και κάθε φορά που βλέπω τον Κώστα Καρασούλα, θυμάμαι εκείνο το κωκ. Που έφαγε και δε μούδωσε.
Τ’ ομολογώ:
Εκείνο το κωκ είναι στοιχειωμένο μέσα μου. Κάθε φορά που πάω στο ζαχαροπλαστείο να πάρω γλυκά για κάποια γιορτή, θέλω να πάρω μόνο κωκ. Τίποτε άλλο.
Κι όταν παίρνω κωκ, θέλω να τα φάω όλα στο δρόμο. Γιατί να τα δώσω να τα φάνε άλλοι; Δε φτάνει που έφαγε το κωκ μου ο Κώστας Καρασούλας;
Κι όταν μου φέρνουν γλυκά, ανοίγω με λαχτάρα να δω μήπως είναι κωκ. Ακόμα και με τη σκέψη ότι ίσως να έχει κωκ στο κουτί, θυμάμαι τον Κώστα Καρασούλα.
Και δεν ξέρω πια: Το κωκ στοίχειωσε μέσα μου ή ο Κώστας που έφαγε και δε μούδωσε;