Ένα εκατομμύριο πτυχιούχοι Πανεπιστημίου περιμένουν να βρουν δουλειά. Δεν θα βρουν. Το Δημόσιο για το οποίο ετοιμάζονταν επί δύο δεκαετίες, δεν έχει πια να μοιράσει ούτε μία θέση εργασίας. Τέλος. Τα πεντάμηνα προγράμματα απασχόλησης είναι μια ασπιρίνη για να θεραπευτεί ο καρκίνος. Η ανεργία καλπάζει. Οι επιχειρήσεις κλείνουν μία μετά την άλλη. Νέοι λόχοι ανέργων προστίθενται στη στρατιά. Η κατάθλιψη έχει πλακώσει τη νεολαία. Πεθαίνουμε. Αργά, σιγά, βουβά, ανεπαίσθητα.
Όλα φθίνουν. Όχι μόνο τα εισοδήματα. Αλλά και οι λέξεις. Δεν έχει νόημα να πεις κάτι. Δεν έχει νόημα να γράψεις κάτι. Το παχύδερμο της εξουσίας δεν ακούει. Δεν αισθάνεται. Δεν ακούει και δεν αισθάνεται, γιατί δεν είναι εδώ. Δεν κατοικεί στην Ελλάδα. Εδώ είναι μόνο η μπότα του. Δεν κυβερνά η κυβέρνηση. Η πολιτική τάξη της χώρας είναι δέσμια των μακροχρόνιων επιλογών της. Ο λαός δε μπορεί να σκεφτεί. Από το 1967, επί 46 χρόνια τώρα, σταμάτησε να σκέπτεται. Δεν ξέρει τον τρόπο που σκέπτονται οι πολίτες.
Γενιές και γενιές αντρώθηκαν με το έτοιμο φαΐ. Με το τσιτάτο. Τώρα όμως δεν υπάρχει έτοιμο φαΐ. Ούτε τσιτάτο. Τώρα που ο λαός πρέπει να σκεφτεί, δεν ξέρει τη μέθοδο της σκέψης. Θα περίμενε κανείς να λειτουργήσει το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά κι αυτό εξαντλείται σε ανούσιες κουβέντες για μια φανταστική εξέγερση που θα κάνουν οι άλλοι. Πώς να πεις σ’ αυτό το λαό ότι το πρόβλημα ετούτο δεν λύνεται με απεργίες, ούτε με διαδηλώσεις, ούτε καν με εξέγερση; Δεν θα το καταλάβει. Ως μέσο πίεσης γνώριζε μόνο την απεργία και τη διαδήλωση.
Αυτό ήξερε, αυτό κάνει. Όμως τα όπλα αυτά δεν έχουν πια καμία ισχύ. Επειδή, καθώς είπαμε, το παχύδερμο της εξουσίας δε μένει εδώ, δεν ακούει, δεν συγκινείται. Ακόμα και αν σκίσουμε τη μπότα του που μας πατάει στο σβέρκο, τι θα πετύχουμε; Τίποτα! Τι εννοείς; Είναι το επόμενο ερώτημα. Εννοείς ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Όχι βέβαια. Το ακριβώς αντίθετο εννοώ. Εννοώ απλά να μην κάνουμε, όσα κάναμε, αλλά να κάνουμε κάτι καινούριο. Κάτι απρόβλεπτο. Και μην περιμένετε να το πω. Γιατί πρέπει να προκύψει εκεί που δεν θα το περιμένει κανείς…