Ποια είναι η Κυρίαρχη Ιδέα σήμερα στην Ελλάδα;
Κυρίαρχη Ιδέα. Υπάρχει; Βεβαίως υπάρχει. Και είναι αυτή που μεταδίδεται καθημερινά, κάθε στιγμή, από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Για να είμαστε ακριβείς: Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι μόνο τα Ηλεκτρονικά Μέσα. Τα Έντυπα Μέσα ΔΕΝ είναι Μαζικά. Είναι, από τη φύση τους, ατομικής χρήσεως. Είναι δηλαδή στον αντίποδα της μάζας. Μια αλήθεια που δολίως υφίσταται συστηματική αποσιώπηση. Αλλά πού να το πεις και να σε καταλάβουν πια;
Το θέμα τίθεται: Ποια είναι άραγε η Κυρίαρχη Ιδέα που μεταδίδεται καθημερινά από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ναι, αυτή που διαμορφώνει ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις; Και, αν είναι αυτή… ή μήπως η άλλη… ποιες είναι οι αξίες της και ποια τα πρότυπά της;
Κατ’ αρχήν, η Κυρίαρχη Ιδέα που μεταδίδεται από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο, είναι μία γλίτσα που ξεχύνεται από παντού και κολλάει σε ό,τι βρει μπροστά της.
Το φαινόμενο πάντως δεν είναι τωρινό. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, εάν υπολογίσει κανείς ότι όλα χρεώνονται πια στο μνημόνιο και στην «Τρόικα». Το φαινόμενο αυτό άρχισε με τον κινηματογράφο. Οι Η.Π.Α. οικοδόμησαν την ηγεμονία τους επί του πλανήτη στο Χόλιγουντ. Στα καθ’ ημάς, ο κινηματογράφος δεν υπηρέτησε την ηγεμονία της Ελλάδας στον κόσμο ή στα Βαλκάνια (κάτι που επιχειρεί να κάνει σήμερα η Τουρκία με τις τηλεοπτικές της παραγωγές) υπηρέτησε όμως την ηγεμονία του περιθωρίου επί του Ελληνικού λαού. Κι όταν λέμε «περιθώριο», εννοούμε κάθε λογής μειοψηφία που είχε την ευκαιρία να καταγραφεί στην μετεμφυλιοπολεμική πραγματικότητα της χώρας: Από τους «φλώρους» της δεκαετίας του ’60 μέχρι τους ομοφυλόφιλους και από τους καλλιτέχνες μέχρι τους διανοούμενους. Όλους δε μαζί τους στέγασε η μειοψηφική επίσης αριστερά και τους χάρισε μια πολιτική συγκολλητική ουσία για να τους εγγράψει όχι ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας (κάτι που ήταν και παραμένει αυτονόητο) αλλά ως μονάδες αρχετυπικές, ενδεδυμένες με την αίγλη της τάσης, αν όχι του συρμού ή, καθώς λένε, της μόδας.
Κι έτσι το περιθώριο έγινε φάρος. Άρχισε ν’ αναπαράγεται μέσα στην κοινωνία και να πολλαπλασιάζεται. Οι συνθήκες ήταν εξόχως ευνοϊκές. Μετά τον Εμφύλιο χρειαζόταν ένας κινηματογράφος που ΔΕΝ θα έξυνε πληγές. Τι ευφυέστερο από το να το ρίξουμε στο τραλαλά;
Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί αυτό και ήρθε η δικτατορία, το 1967. Για άλλους λόγους τώρα χρειαζόταν η ίδια συνταγή. Ο αναδυόμενος κινηματογράφος χρησιμοποίησε τον φραμπαλά και την ελαφρότητα για να επιβιώσει μέσα σ’ ένα ισοπεδωμένο τοπίο.
Οι ελαφρές Ελληνικές ταινίες παιδαγώγησαν το λαό. Γαλούχησαν με την ελαφρότητα και τον φραμπαλά γενιές και γενιές. Ούτε αυτό όμως πρόλαβε ν’ αμφισβητηθεί και ανέλαβε τη ηνία της ελαφρότητας η τηλεόραση. Και προτού καλά – καλά καταλάβουμε τι συνέβη, πάνω εκεί που άρχισε ν’ αμφισβητείται σοβαρά η τηλεόραση, πλάκωσε το κινητό τηλέφωνο και αμέσως μετά το Διαδίκτυο.
Για καμία γενιά αυτής της χώρας στο πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν δεν υπήρξε ο αναγκαίος ιστορικός χρόνος ν’ αφομοιώσει κάτι καλό ή ν’ αμφισβητήσει το καρακατσουλιό. Φτάσαμε στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και, αντί να μπορέσουμε να στοχαστούμε εθνικά μια σταλιά, πλάκωσε η οικονομική κρίση και διαπιστώσαμε, πως, ούτε καν ένα εθνικιστικό κίνημα της προκοπής δε μπορεί να φτιάξει αυτός ο λαός… Τόσο πολύ αλλοιώθηκε!
Υπό μία έννοια, αυτή η κρίση, είναι η μεγάλη ιστορική ευκαιρία του Ελληνικού λαού για να φτάσει επιτέλους στην αυτογνωσία. Για ένα λόγο: Η δικτατορία της λιτότητας παράγει Δίκαιο.