Να κάτσω. Κουράστηκα όρθιος στην ουρά, άγιε Πέτρο μου, τσαντίστηκα κι από κάτι παπάδες που έσπρωχναν και προσπαθούσαν να χωθούν μπροστά μου κλέβοντας τη σειρά πολλών και όχι μόνο τη δική μου. Έλεγαν ότι έχουν σειρά προτεραιότητας, αλλά εγώ νόμιζα ότι ενώπιον του Θεού είμαστε όλοι ίσοι, ακόμα και οι αντιπρόσωποί τους επί της γης. Είπα σε έναν «αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας», αλλά με αγριοκοίταξε, κάτι ψιθύρισε και μού ’ρθε να διαπράξω την τελευταία μου αμαρτία, αλλά συγκρατήθηκα.
Μετά από τόση ένταση δεν ξέρω αν είμαι νηφάλιος τώρα για ν’ απαντήσω με περίσκεψη και στοχασμό στα ερωτήματά σου. Να κάτσω τουλάχιστον. Να πάρω ανάσα. Και μετά θα σου τα πω «χαρτί και καλαμάρι».
Πρώτα βάλε με να κάτσω σου λέω. Μπορεί εσύ να έχεις βαλέζα, όμως, όταν πρόκειται να δικάσεις μία αμαρτωλή ψυχή, δε μπορείς να το κάνεις με συνοπτικές διαδικασίες. Θέλει κουβεντούλα το πράμα! Εκτός και αν η απόφαση έχει ήδη ληφθεί. Αν έχει ληφθεί, πες την, θα σιωπήσω, θα καταλάβω, αλλά μη με ρωτάς «ποια είναι τα καλά που έκαμες;». Αυτό μοιάζει με τις δημοπρασίες των Δήμων: Δίνουν τα έργα τους εκ των προτέρων και στήνουν τις δημοπρασίες «για τα μάτια του κόσμου».
Θέλω να πιστεύω ότι εσύ, άγιε Πέτρο μου, δεν λειτουργείς όπως οι Δήμαρχοι στην Ελλάδα. Εκτός αν κάνω λάθος και σ’ αυτό, καθώς έκανα και μ’ εκείνους. Πίστευα ότι οι δημοπρασίες είναι ειλικρινείς. Όπως πίστευα επίσης μια ζωή ότι εκείνοι που διορίζονταν στο Δημόσιο μετά από διαγωνισμό, είχαν μπει με την αξία τους. Είχα μάλιστα βγάλει το συμπέρασμα ότι εγώ δεν έχω καμία τύχη να τους ανταγωνιστώ στην διεκδίκηση μιας θέσης, διότι δεν είχα τις γνώσεις τους. Μάλιστα μια φορά – τι κάθομαι και λέω τώρα – όταν έκλεισα το περιοδικό που εξέδιδα και βρέθηκα άνεργος, τα παιδιά μου ήταν μικρά, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, πήγα να δώσω εξετάσεις για μια θέση βιβλιοθηκάριου στη βιβλιοθήκη του Δήμου Αγρινίου. Πήγα στο Παπαστράτειο Μέγαρο, όπου δίνονταν οι συνεντεύξεις, κοιτάω, διακόσια άτομα περίμεναν. Ε, λέω, πού να πάω εγώ; Διακόσια άτομα για μία θέση; Αποκλείεται να είμαι ο καλύτερος. Τουλάχιστον οι μισοί απ’ αυτούς θα είναι καλύτεροί μου. Θα έχουν στα χέρια τους σπουδές, πτυχία, ξένες γλώσσες. Εγώ δεν πήρα το πτυχίο μου στην Πάντειο και μιλώ μόνο τα Ελληνικά. Επομένως δεν έχω δικαίωμα. Κι έφυγα. Δεν μπήκα μέσα καθόλου. Πόσο αφελής ήμουν! Έφτανε το πέρασμά μου από την πλατεία μπροστά στο Παπαστράτειο Μέγαρο για να τροφοδοτήσει απανωτά δημοσιεύματα στον Τοπικό Τύπο: «Οι κολλητοί του Δημάρχου πήραν τη θέση πριν γίνει διαγωνισμός». Έτσι έγραφαν. Και με φωτογράφιζαν. Άλλοι με ονομάτιζαν κιόλας. Κι όταν δεν πήρα φυσικά τη θέση, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι κάποιος άλλος ήταν πιο κολλητός του Δημάρχου από μένα.
Έτσι που λες!
Αλήθεια… Που βρισκόμαστε; Στον Απάνω ή τον Κάτω Κόσμο; Τι είναι εδώ; Μια ζωή πίστευα ότι, όσο ζω, βρίσκομαι στον Απάνω Κόσμο και, όταν πεθάνω, θα πάω στον Κάτω Κόσμο. Πες μου λοιπόν: Ήρθα στον Κάτω Κόσμο; Εδώ είναι τάχα ο Θεός; Πού είναι ο Θεός; Απάνω ή Κάτω; Διότι, αν εδώ είναι ο Άδης, όπως όλοι πιστεύουν, εσύ δεν είσαι αντιπρόσωπος του Θεού, αλλά του Διαόλου, ίδια και οι παπάδες που έμπαιναν σφήνα στην ουρά.
Εγώ, άγιε Πέτρο μου, θέλω και απαιτώ να δω το Θεό στον Απάνω Κόσμο και όχι στον Κάτω. Μη νομίσεις ότι θέλω να επιστρέψω στη γη, όπως η Ευριδίκη του Ορφέα. Εγώ θέλω, απλά, να πάω στον Αληθινό Απάνω Κόσμο για να με κρίνει ο Θεός. Να κρίνω δηλαδή ο ίδιος τον εαυτό μου. Σιγά μη βάλω το Θεό σε τόσο άχαρο έργο! Εκεί, μέσα στην απέραντη ησυχία και γαλήνη, μακριά από την ενόχληση των τηλεφωνικών εταιρειών που με διαολίζουν καθημερινά, ν’ αναλογιστώ με στοχασμό και περίσκεψη, να καταλάβω, να νοιώσω τις αμαρτίες μου, να λυτρωθώ, να πληρώσω με δική μου απόφαση το πιο βαρύ τίμημα.