Παρών, άγιε Πέτρο μου! Παρών. Πώς θα μπορούσε να μην είμαι παρών; Δε σε καταλαβαίνω! Διαβάζεις τα ονόματα των πεθαμένων και η κάθε αγράμματη ψυχούλα (γυναίκα ή άνδρας) φωνάζει «παρών» και κάθε γραμματισμένη ψυχούλα (γυναίκα ή άνδρας) φωνάζει «παρούσα». Δεν άκουσα κανέναν (για λογαριασμό άλλου ή άλλης) να πει «απών». Καμία. Δεν άκουσα ν’ απουσιάζει κανείς.
Καμία. Πώς θα μπορούσε ν’ απουσιάζει; Αναρωτιέμαι λοιπόν τι νόημα έχει να διαβάζεις τον κατάλογο. Πολλή γραφειοκρατία μου μυρίζει και δε μ’ αρέσει. Μόνο ο δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα κάνει πράγματα χωρίς κανένα νόημα. Αλλά… κι εδώ; Νόμιζα, δηλαδή πίστευα, ότι εδώ τα πράγματα είναι υπερβατικά, το σύστημα του Θεού είναι γεμάτο νόημα και ουσία, βλέπω όμως τον άγγελο δίπλα σου να διαβάζει τον κατάλογο των ψυχών, ακούω τις ψυχές να δηλώνουν «παρών» ή «παρούσα» και παλαβώνω.
Έτσι που λες.
Κάθομαι όρθιος στη σειρά και περιμένω τη στιγμή που θα βρεθώ ενώπιόν σου για να τα πούμε. Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Όλοι ξεκινάνε από το τελευταίο. Σ’ εμένα ποτέ δεν άρεσε να ξεκινώ από το τελευταίο, δε μου άρεσε να πηγαίνω προς τα πίσω. Ήθελα πάντα να ξεκινώ από την αρχή, διότι είναι ένας τρόπος να πηγαίνεις μπροστά.
Λοιπόν που λες… γαμώτο… θα τα ξεχάσω όλα… δεν έχει νόημα να προετοιμάζω αυτά που θα πω, καλύτερα να έρθει η σειρά μου και να είμαι άδειος από σκέψεις, θέλω ένα έναυσμα βέβαια για ν’ αρχίσω να λέω, ελπίζω να με ρωτήσεις συγκεκριμένα πράγματα, διότι, αν αφήσεις να τα πω εγώ, σίγουρα θα κρύψω κάμποσα, όχι γιατί θέλω να ν’ αποφύγω την τιμωρία, επειδή απλά δεν τα θυμάμαι, ακόμα και να έγραφα κάθε τι που είπα, κάθε τι που έκανα, για να μην ξεχάσω τίποτα ενώπιόν σου, άγιε Πέτρο μου, πάλι δεν θα μπορούσα να είμαι ακριβής. Εδώ που τα λέμε, κανείς από αυτούς μπροστά μου και κανείς από τους άλλους πίσω μου δεν μπορεί να είναι ακριβής, απορώ πώς βγάζεις απόφαση και δη ακριβοδίκαιη…
Δεν εξηγείται αλλιώς! Ξέρεις τα πάντα. Με παρακολουθούσες μπαγάσα! Ποιο είναι το καρφί; Σου τα είπε χαρτί και καλαμάρι, εντάξει, αλλά… τότε… γιατί κάνεις δύο – τρεις ερωτήσεις, έτσι για το θεαθήναι;
Λύσε μου την απορία: Γιατί δε με κρίνει ο Θεός και με κρίνεις εσύ ως αντιπρόσωπος; Δείξε μου εξουσιοδότηση. Να ξέρω με ποιον έχω να κάνω. Πού ξέρω εγώ ότι ο Θεός σου έδωσε εντολή να κρίνεις όλους εμάς; Γιατί να πιστέψω αυτά που λες ή αυτά που έλεγαν οι παπάδες κάτω στη γη για την πάρτη σου; Γιατί ν’ απαντήσω και στις ερωτήσεις σου; Μου φαίνεται ότι το δικαστήριό σου δεν είναι μόνο προέκταση του Ελληνικού Δημοσίου, είναι προέκταση και της Ελληνικής Εκκλησίας. Μέχρι εδώ φτάνει η χάρη τους. Ε, ρε Τρόικα που σας χρειάζεται…
Άκου, άγιε, δεν ξέρω τι σου είπε για μένα το καρφί, μπορεί να είναι και αμαρτία να σκέφτομαι έτσι, αλλά έχω να σου πω ότι μυρμήγκι δεν πάτησα ποτέ από πρόθεση, μπορεί να πάτησα κάποιο επειδή δεν το είδα, κι αν εσύ ξέρεις ότι αυτό έγινε, σου λέω, είμαι έτοιμος να δεχτώ τη σκληρότερη τιμωρία επειδή αφαίρεσα τη ζωή του, είμαι καλός άνθρωπος εγώ, αλλά τώρα εδώ σου καταθέτω την οργή μου για άλλο, το οποίον έκαμα με πρόθεση, εν γνώσει μου, πώς το λένε, έκαμα πολύ αμαρτωλές σκέψεις για την Εκκλησία που είναι μέτοχος σε Τράπεζες, δεν το βρίσκω πολύ χριστιανικό και μπερδεύομαι, ταράχτηκα που λες κι άρχισα τις χριστοπαναγίες, όταν το έμαθα…
Ρωτώ: Με το βρισίδι που έριξα… πού θα με στείλεις; Στον Παράδεισο ή στην Κόλαση; Αν πάω στην Κόλαση, τι άλλο έχω να χάσω, να ρίξω άλλο ένα ενώπιόν σου να το φχαριστηθώ… Αν όμως πάω στον Παράδεισο, τι άλλο έχω να κερδίσω, να ρίξω άλλο ένα ενώπιόν σου να λυτρωθώ.