Στα χρόνια της αφέλειας, κάπου στο τέλος της Χούντας στη χαρωπή επαρχία, μας ανθούσε ένα είδος παιχνιδιού για τους νέους άντρες, που τους έβαζε περιέργως στον κύκλο των τολμηρών και ανέμελων. Φαίνεται ότι μ’ αυτό μπορούσες να διαδηλώσεις την πλακατζίδικη διάθεσή σου, εκνευρίζοντας τους γύρω με τον θόρυβό του, τόσο όσο χρειάζονταν ώστε να μην σε πλακώσουν στο ξύλο.
Ήταν το «τάκα-τάκα». Δυο μπαλάκια από σκληρό πλαστικό, δεμένα με ένα κορδόνι το οποίο είχε έναν κρίκο στη μισή του διαδρομή για να το κρατάς με το δάχτυλο. Με ταλαντώσεις του χεριού τα μπαλάκια συγκρούονταν κι έσπρωχναν το ένα το άλλο και μετά ξαναγύριζαν για την επόμενη σύγκρουση. Οι πιο τεχνίτες έφταναν να καταφέρνουν και ανάποδο χτύπημα, με τη φυγόκεντρο δύναμη να οδηγεί τα μπαλάκια να συγκρουστούν και πάνω από το χέρι και κάτω. Περπατούσες στο Αγρίνιο και αντηχούσε η Παπαστράτου από αυτά τα μπεγλεροπαιχνίδια με διαρκή κροταλίσματα. Κομμένες εξαρτήσεις δεν υπήρχαν τότε, ούτε είχαν όλα τα πιτσιρίκια μηχανάκι.
Είπαμε στην πλουτοκρατία να πληρώσει την κρίση και μας αποστόμωσε: Θα πληρώσει τις παρελάσεις.
Το να ενοχλείς τον άλλον δεν ήταν συζητήσιμο. Αυτά είναι πρόσφατες ανακαλύψεις, ίσως επειδή γίναμε πολλοί στις πόλεις ή γιατί ταξιδέψαμε από τότε, μάθαμε καλούς τρόπους, ακόμα και για να τους απορρίψουμε.
Το τάκα – τάκα όμως της μεταδικτατορικής επαρχίας σαν να άνοιξε με τους ηχητικούς του κραδασμούς τις πρώτες ρωγμές στην ιδιωτικότητα. Σαν να ήταν το πρώτο βακτήριο της ασυδοσίας που θα ακολουθούσε. Όχι το ίδιο αλλά η νοοτροπία ασύδοτου κεφιού που το κινούσε. Μια κοινωνία χωρίς αντιστάσεις στο τάκα – τάκα του κάθε τακατάκα ξεσάλωσε όταν βρέθηκε με λεφτά. Η φυγόκεντρος δύναμη την έσπρωχνε σε αυθαίρετα σπίτια, αυθαίρετα καπνίσματα, αυθαίρετα πτυχία, αυθαίρετα φροντιστήρια, χωματερές, δάνεια, διακοπές, αυτοκίνητα.
Κι όταν της τα πήραν απέμεινε με δυο άκρα να χτυπιούνται σαν μπαλάκια, παράγοντας θόρυβο αλλά ουσία καθόλου. Στην κεκτημένη ταχύτητα από το «όλα γίνονται, όλα δικά μας» δεν διαμαρτύρεται πια αυτός που τρώει στα μούτρα όλον τον καπνό του τσιγάρου αλλά εκείνος που τον φυσάει στα μούτρα του. Ο τακατάκας που του λες «σταμάτα με τρέλανες!».