Εφικτό ή ανέφικτο να γίνει νέο κόμμα “από τα κάτω”;
Κανένα κόμμα και κανένας πολιτικός του ενός ή του άλλου κόμματος δεν μπορεί ή – για τους πιο οξείς – δεν θέλει να κάνει το σωστό προς όφελος του λαού. Επειδή, λέει, οι αρχηγοί είναι εξαρτημένοι άλλος από το ένα και άλλος από το άλλο σκοτεινό συμφέρον. Εντάξει. Αλλά τότε, πρέπει ν’ απαντηθεί το ερώτημα: “Μπορεί ή δε μπορεί να γίνει ένα κόμμα από τα κάτω;”. Μπορεί ή δε μπορεί να γίνει ένα κόμμα πολιτών, από την εκλογική βάση;
Για όσους δεν διαβάζουν μόνο τις λέξεις, αλλά και τις έννοιες, η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν ότι “δεν χρειάζονται κόμματα”, μόνο στην περίπτωση που είχαμε στο μυαλό μας άλλο πολίτευμα πλην της Δημοκρατίας. Δεν αποκλείεται να υπάρχει τέτοιο πολίτευμα, όμως καλό θα ήταν, όσοι το ξέρουν, να μας το πουν, να το μάθουμε κι εμείς, για να μη σπάμε την κεφάλα μας τζάμπα.
Ας το διερευνήσουμε όμως: Απόντος του αυτόκλητου αρχηγού ως προϋπόθεση ιδανικής δομής, απόντος και του πολιτικού κόμματος ως προϋπόθεση του ιδανικού πολιτεύματος, πώς άραγε θα περίμενε κανείς να γίνει η σωστή διακυβέρνηση της χώρας; Από ποιον; Αν όχι από τον μαρμαρωμένο βασιλιά που θ’ αναστηθεί, από ποιον; Η απαξίωση της πολιτικής, ου μην αλλά και της δημοσιογραφίας και της διανόησης, η ολοκληρωτική απαξίωση του δημόσιου λόγου και των δημοσίων προσώπων, εν τέλει η απαξίωση των πάντων, η έλλειψη σεβασμού ή απλής εκτίμησης απέναντι σε κάθε τι συλλογικό ή κοινωνικό αν δεν υπηρετεί το δόγμα που έχει ο καθένας στο μυαλό του – πρέπει επιτέλους να ειπωθεί – έχει αριστερή προέλευση, αφού χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στην αρχή από την καθοδηγητική αριστερά για την αναίμακτη εξουδετέρωση των διαφωνούντων μελών της, στη μεταπολίτευση νομιμοποιήθηκε πολιτικά μέσα από μία πολυσύνθετη πολιτιστική διαδικασία εκλαΐκευσης, πέρασε γρήγορα στον στομφώδη αριστερό λογιοτατισμό κι αυτός, στεγαστικά, έδωσε τη σκυτάλη στον συνδικαλισμό, ο οποίος μετέφερε υπογείως την αποτελεσματική αυτή μέθοδο στην παρακρατική δεξιά κι από κει, φιλτραρισμένη πια ή, μάλλον, φορτισμένη από τα οράματα της ελληνοχριστιανικής ρωμιοσύνης, εμφανίστηκε ως σύνθημα των αγανακτισμένων το 2011 για να συναντηθεί στο πεζοδρόμιο με τις πρωτογενείς καταβολές της. Κλείνοντας τον ιστορικό της κύκλο έμελλε να διαχυθεί στην κοινωνία ως καινοφανής συμπεριφορά του πατριωτισμού.
Στο διάβα της όμως η απαξίωση δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ισοπέδωσε τα πάντα. Όπως η λάβα του ηφαιστείου που χύνεται από την κορφή ολόγυρα στον κώνο κι εξατμίζει όχι μόνο τα φυτά, αλλά και τις πέτρες, τα ίδια τα μέταλλα. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης έχουμε έναν ολοκληρωμένο κύκλο απαξιωτικών επιπτώσεων που μας έφερε στην ερημοποίηση. Η Προκρούστεια λογική της μεταδικτατορικής περιόδου αξιώθηκε να καταστεί φιλοσοφία ζωής, μαγκιά, θράσος, γενικευμένη αυθάδεια.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, όντως δε μπορεί να ιδρυθεί κόμμα από τα κάτω, επειδή ένα νέο κόμμα που θέλει να γεννηθεί από πολίτες, ανάμεσα στους οποίους θα επιλεγεί με δημοκρατικές διαδικασίες ο αρχηγός, προϋποθέτει δυνατότητα όχι μόνο συνεννόησης, αλλά και ανοχής του διαφορετικού, της διαφορετικής άποψης. Ε, δεν υπάρχει!
Λες όμως: Καλά! Δεν υπάρχουν πέντε χιλιάδες Έλληνες (γιατί τόσοι χρειάζονται) σ’ όλη τη χώρα που να διατήρησαν τη δημοκρατική τους ιδέα, ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν, ν’ ανέχονται και ο ένας την διαφορετική γνώμη του άλλου, χωρίς να το διαλύουν στην πρώτη διαφωνία;
Η αλήθεια είναι ότι… υπάρχουν! Άρα, ναι, μπορεί να ιδρυθεί ένα νέο κόμμα “από κάτω”. Χωρίς χρηματοδότες. Δεν χρειάζονται περισσότερα μέλη. Όσο για τους ψηφοφόρους, δεν χρειάζεται να είναι μέλη. Αρκεί το κόμμα να μιλήσει στην καρδιά των Ελλήνων. Αυτό είναι το θέμα: Δεν υπάρχει λόγος που να μιλάει στην καρδιά των Ελλήνων.