Η μάνα της βάβας μου, η προσβάβα μου Βηθλεέμ, πέθανε το 1961 σε ηλικία 105 περίπου ετών. Ήμουν εκεί, παιδάκι έξι χρονών, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα της πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο παράθυρο.
Η Βηθλεέμ.
Είχε τρομερό «μνημονικό». Μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, στη δεκαετία του ’50, ο πρόεδρος της Κοινότητας της Μυρτιάς την επισκέφθηκε και με τις ακριβείς μνήμες της για το ποιος και πότε γέννησε ποιον στο χωριό, συνέταξε τα πρώτα Δημοτολόγια.
Κατάλαβε ότι ερχόταν η ώρα της. Και κάλεσε την εγγονή της τη Λάμπρω, τη μάνα μου, να έρθει να τη δει, να φέρει και το νεογέννητο μωρό της, την αδερφή μου, να το ευχηθεί.
Κι έγινε.
Θυμάμαι.
Κάλεσε τη νύφη της τη Λαμπρινή (γυναίκα του Σπύρου, του γιου της, η οποία δεν είχε επιδείξει καλή συμπεριφορά προς την αιωνόβια πεθερά της) και σβήνοντας κάθε πικρία από κάθε άσχημο φέρσιμό της είπε γλυκά:
– Δέσε τη βαμπακέλα σου.
Η βαμπακέλα ήταν ένα μαντήλι που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι τους για να κρατήσουν τα μαλλιά τους πίσω και ν’ αναδείξουν έτσι το πρόσωπό τους, να γίνουν όμορφες.
Την έδεσε. Και η ετοιμοθάνατη γριά της απαγγέλλει ένα ποίημα. Δικό της; Ποιος ξέρει:
– Τι με κοιτάς στα μάτια / και λες πως θα πεθάνω… / Θα γίνω μήλο κόκκινο / να ρθω να σε τρελάνω.
Λες και μιλούσε για τη μεταμόρφωση της ύλης, για το θάνατο της μίας μορφής και τη γέννηση μιας άλλης, για την έννοια της Ουσίας που μένει αθάνατη, όποιες μορφές και να παίρνει.
Μετά συνέχισε με άλλο ποίημα. Δικό της; Ποιος ξέρει;
– Τα μάτια σου έχουν έρωτα / και μέσα ψιχαλίζουν / κι απ’ το πολύ ψιχάλισμα / βαρκούλες αρμενίζουν.
Η Ουσία, η αθάνατη ψυχή, που μεταμορφώνεται, και ο έρωτας, ζευγάρι, ο κινητήριος μοχλός της ζωής, μέσα στην πιο διαστατική υπερβάλλουσα εκστατική ομορφιά του, σε μια θάλασσα που σχηματίζεται από τις σταγόνες του ψιχαλίσματος, οι ερωτευμένοι όλης της γης έρμαια της θάλασσας και των κυμάτων της αγάπης, ήταν το τελευταίο που ερχόταν να τη συνοδεύσει στην φυγή από την αιωνόβια ζωή της στη γη. Ο Ελληνικός θάνατος της βάβας Βηθλεέμ ήταν ο θάνατος ενός μεγάλου σοφού που ναι μεν είχε μείνει αγράμματος, έζησε στον πάτο του πηγαδιού, έκαιγε όμως μέσα του η φλόγα, το αΐζωον πυρ.
Μετά πήρε το μωρό της εγγονής της αγκαλιά. Το σήκωσε ψηλά, το ασπάστηκε σα να ήταν εικόνισμα, το ευχήθηκε.
Η μάνα μου της είχε φέρει μέσκολο γλυκό σ’ ένα βαζάκι. Η νύφη της η Σπύραινα πήρε ένα σκουριασμένο κουταλάκι από το περβάζι του παράθυρου κι έδωσε στη μάνα μου για να της δώσει μ’ αυτό το σκουριασμένο κουταλάκι το γλυκό. Θύμωσε η μάνα μου, τη μάλωσε κιόλας, πήγε στην πιατοθήκη και πήρε ένα καθαρό κουτάλι, της έδωσε λίγο γλυκό κι εκείνη, καθώς ήταν ανασηκωμένη, γεύτηκε με τα χείλη της και μετά έγειρε στην αγκαλιά της εγγονής της.
Η κόρη της η Ελένη, η εγγονή της η Λάμπρω, η νύφη της η Λαμπρινή, νόμισαν ότι πνίγηκε από το μέσκολο.
Μετά κατάλαβαν.
Η ψυχή της πέταξε σαν πεταλούδα τόσο απαλά, τόσο υπέροχα…
Τόσο Ελληνικά…