Έκκληση για ενιαία κεντροαριστερά απηύθυναν 58 προσωπικότητες. Είπαν ότι οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς πρέπει να κατέβουν ενιαία στις εκλογές, χωρίς να καταργηθεί κανένα κόμμα από τα κόμματα που θα συμμετέχουν. Ακούγεται καλό. Ανταποκρίθηκαν σχεδόν αμέσως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Κώστας Σημίτης, προκάλεσαν όμως αμηχανία στους πρωτεργάτες της κίνησης, διότι η ανταπόκριση αυτή έπρεπε να έρθει στο τέλος.
Αμ δε! Σιγά που θα ερχόταν στο τέλος! Κι ο Φώτης Κουβέλης είπε ότι «η ΔΗΜΑΡ έχει τη δική της πρόταση για τη συγκρότηση του προοδευτικού πόλου – του πόλου του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Λοιπόν, κυρ – Φώτη, καλά το λες: Αφού ο καθένας έχει τη δική του πρόταση, τι λόγο έχει να μπει σε διάλογο επί των προτάσεων που κάνουν οι άλλοι;
Αυτές οι λογικές είναι για σφαλιάρες! Κι επιπλέον, κεντροαριστερά δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ. Κεντροαριστερά χαρακτηρίστηκε το ΠΑΣΟΚ, διότι έπρεπε να ταξινομηθεί κάπου το ιδιοσκεύασμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Πριν απ’ αυτόν δεν υπήρχε, η κεντροαριστερά δεν έχει παρελθόν, άρα δεν έχει και μέλλον. Η δε κεντροδεξιά εφευρέθηκε ως αντίδοτο στο πετυχημένο για ένα διάστημα ιδιοσκεύασμα του Ανδρέα, επομένως ούτε κεντροδεξιά υπάρχει. Φούσκα είναι κι αυτή, χωρίς περιεχόμενο.
Γιατί λοιπόν επιμένουν τόσο και τόσοι για την κεντροαριστερά; Επειδή δεν ξέρουν κάτι καλύτερο να κάνουν! Γι’ αυτό! Παίρνουν λοιπόν τη μασημένη μπουκιά και προσπαθούν να την ξανασερβίρουν με καρυκεύματα. Η πρωτοβουλία των «58» είναι εξ ορισμού ανεδαφική, διότι επιχειρεί να διαχειριστεί το δεδομένο, που, όμως, δεν είναι πια δεδομένο, ιστορικά είναι πια ένα φάντασμα! Τόσο ωραίοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και πρόσωπα που εκτιμούμε πολύ, όπως η Σώτη Τριανταφύλλου, αδυνατούν να καταλάβουν ότι είναι καιρός να «πάμε γι’ άλλα».
Το ΠαΣοΚ είναι ήδη ένα απολίθωμα, αντίστοιχο εκείνου του ΚΚΕ. Η Νέα Δημοκρατία είναι κι αυτή απολίθωμα του μεταπολιτευτικής περιόδου. Όλες οι άλλες κομματικές δυνάμεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης, εκπροσωπούν την αυθάδεια και την πολύμορφη βία απέναντι στ’ απολιθώματα. Η υγιής πολιτική δύναμη (που θα υπερέβαινε τους σαπισμένους όρους της μεταπολίτευσης, αλλά και της εφηβικής αυθάδειας εκείνων που έμαθαν την πολιτική στις σχολικές καταλήψεις) αργεί.