Ναι. Ξέρω. Δε χάθηκες τυχαία, Γιάννη μ’… Σου τη δίνει η κωλοκατάσταση. Μαζί σου. Να μη χανόμαστε όμως επειδή τα πράγματα πάνε στραβά. Ίσα – ίσα! Οι άνθρωποι πρέπει να τα λένε κυρίως όταν τα πράματα πάνε στραβά.
Δεν είναι αυτό πάντως. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν απογοητεύεσαι μόνο από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, απογοητεύεσαι και από τους φίλους. Απογοητεύεσαι από τον ίδιο τον εαυτό σου. Και γι’ αυτό μονάζεις.
Μην το λες, ξέρω. Μη χαλάς τη ζαχαρένια σου, άσε να το λέω εγώ. Απογοητεύεσαι ακόμα κι από μένα. Γι’ αυτό χάθηκες. Δεν χρειάζεται ούτε καν να τ’ ομολογήσεις. Είναι περιττό.
Αλλά, Γιάννη μ’, ήθελα μια φορά να μου πεις ένα σχόλιο για τις εξής σκέψεις που κάνω:
Νομίζω, ότι, απ’ όσα λέω, ακούς μόνο εκείνο που επιβεβαιώνει τη δική σου σκέψη, όμως ό,τι ξεβολεύει την τάξη του μυαλού σου, το απορρίπτεις. Δεν το συζητάς καν. Ακούς μόνο τη φωνή σου.
Κι αυτό με κουράζει, Γιάννη μ’! Διότι σου στέλνω το Λόγο μου κι εξοστρακίζεται στο κάστρο που έχτισες γύρω σου, σου στέλνω, πώς να το πω, την ψυχή μου, κι εσύ την αποκρούεις, κουνάς τα χέρια σου όπως το άλογο κουνάει την ουρά του για να διώξει την αλογόμυγα. Χωρίζουμε κι είναι σα να μην άκουσες τι είπα. Κι αν άκουσες τις λέξεις, δεν άκουσες τα φορτία των λέξεων, δεν άκουσες τους ήχους που κουβαλούσαν, δεν οσφράνθηκες τις μυρουδιές, ήταν ένα άχυρο η κουβέντα μας, Γιάννη μ’… Κατάλαβες;
Ναι. Ξέρω. Δε χάθηκες τυχαία, Γιάννη μ’… Σου τη δίνει η κωλοκατάσταση. Αυτή φταίει που δε μ’ ακούς, που δεν ακούς κανέναν, το ίδιο δεν ακούς και τον πρωθυπουργό που σου λέει “έτσι έχει η κατάσταση και πρέπει να κάνουμε τούτο και τ’ άλλο”, δεν ακούς κανέναν πολιτικό, γιατί ακούς μόνο τον εαυτό σου… Θεέ μου, τι μοναξιά είναι αυτή που ζεις!
Άκου τι θα σου πω, Γιάννη μ’!
Προτιμώ ν’ ακούω ψέματα, προτιμώ ν’ ακούω ανακρίβειες, προτιμώ ν’ ακούω λάθος λόγια, προτιμώ να εισπράττω από τους γύρω μου ηλίθιες σκέψεις, ακόμα και άχαρες, παρά ν’ ακούω μόνο τον εαυτό μου…
Πώς το κάνεις αυτό και δεν πήγες ακόμα σε ψυχίατρο; Δε βαρέθηκες από τη μεγαλοσύνη της ιδέας Σου; Δεν “τα πήρες στο κρανίο” από την τελειότητα της σκέψης Σου; Δεν μπούχτισες, Γιάννη μ’, από τη μοναδικότητα της αδιάσειστης γνώμης Σου;
Σε ρωτώ και περιμένω απάντηση. Αν ακούς τι λέω. Αν αισθάνεσαι. Αν νοιώθεις. Αλλά, μπα, σε βλέπω που με κοιτάς και πίσω από την κόρη του ματιού σου περιμένει “να μου επιτεθεί” αυτό που σκέφτεσαι να μου πεις. Όπως πάντα, είναι άσχετο με αυτά που σου λέω.
Με πιάνει απόγνωση, Γιάννη μ’. Η αλήθεια είναι ότι δεν απομακρύνθηκες εσύ απ’ την παρέα. Δεν είσαι συ που αραίωσες. Εγώ είμαι! Τ’ ομολογώ. Επειδή κουράστηκα, Γιάννη μ’! Με κούρασε η ελπίδα να μοιραστώ μαζί σου μία χαρά, μία λύπη, μία σκέψη για την πολιτική, μία σκέψη για το νόημα της ζωής.
Τι να κάνω κι εγώ; Σκέφτομαι το ένα, σκέφτομαι το άλλο… Δε βρίσκω κάτι άλλο να πω, κάτι που να σε τραβήξει απ’ τον κρύο κόσμο που είσαι μόνιμα βυθισμένος. Και, μετά λέω, γιατί να το κάνω; Το έκαμα μία. Το έκαμα δύο. Το έκαμα εκατόν δύο. Νισάφι πια!
Ξέρεις γιατί λυπάμαι, Γιάννη μ’;
Επειδή πουλάς τη φιλία τόσο φτηνά! Έτσι κάνεις και με τα παιδιά σου, είναι βέβαιο. Έτσι κάνεις και με τη γυναίκα σου, είναι σίγουρο. Επειδή βαριέσαι να κάνεις μία σκέψη που θα σε ξεβολέψει από την πολυθρόνα που κατέκτησες σ’ αυτόν εδώ τον Κάτω Κόσμο…
Αντίο, Γιάννη μ’!