Ξεκινήσαμε από το Παγκράτι πρωί πρωί πριν προλάβει καλά καλά να ανατείλει ο ήλιος με την Ινές όπως πάντα σε ρόλο οδηγού, μιας και ο NISOS δεν το γνωρίζει το άθλημα, κάτι ωστόσο που δεν τον πτοεί καθόλου αντιμετωπίζοντας το με χιουμοριστική και αυτοσαρκαστική διάθεση. Για τρεις ημέρες χαιρετήσαμε την Αθήνα καθώς θα επιστρέψει -όπως λέει- στον τόπο του έστω και για λίγο. Το ταξίδι διήρκησε δύο ώρες ως το νομό και μέσα στο αυτοκίνητο το μόνο που έκανε, ήταν να ασχολείται με τη Μαγιού. Μόλις περάσαμε το Μεσολόγγι τα γέλια με το κορίτσι κόπηκαν απότομα και η γνωστή βουβή θλίψη ήρθε ξανά στο πρόσωπό του παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες να την κρύψει, προσπαθώντας να μας κάνει κάνει -μάταια φευ- να γελάσουμε. Το αυτοκίνητο το αφήσαμε σπίτι του όπως και την Ινές και τη Μαγιού και κινήσαμε με τα πόδια προς το κέντρο. Στο δρόμο ήταν αμίλητος, βουβός και σκυθρωπός ώσπου καθήσαμε σε μια καφετέρια σε ένα πεζόδρομο λίγο πάνω από την πλατεία. Αφού χαιρέτησε με πολύ καλή διάθεση όλους τους θαμώνες του μαγαζιού, μετά από αμοιβαίες φιλοφρονήσεις με την κοπελιά που ήρθε να πάρει παραγγελία, άρχισε να λέει.
“Τελικά όλα μένουν, τίποτα δε χάνεται. Δύο πράγματα πονάνε εξίσου τον άνθρωπο, η μνήμη και η λήθη. Στην πόλη αυτή έζησα τα μισά ακριβώς χρόνια, εδώ γεννήθηκα, πρωτοπήγα σχολείο, ένιωσα το πρώτο σκίρτημα της καρδιάς, έκανα παρέες, φιλίες, πόνεσα, έκλαψα και ένα πρωί όπως ξύπνησα σα να τα διέγραψα όλα και έφυγα. Από τότε δεν ξαναγύρισα ποτέ αλλά τη νοσταλγώ πάντα και μου λείπει. Η Ινές, η αγαπημένη μου Ινές, πολλές φορές μου λέει να επιστρέψουμε μόνιμα, να ζήσουμε εδώ. Έχω την εντύπωση ότι χάθηκε το πρωτότυπο, η επιστροφή τις περισσότερες φορές δεν αποβαίνει σε καλό, όμως οι θύμησες πληγώνουν και το σημάδι που αφήνουν, πολλάκις, είναι ανεξίτηλο”.
Ξάφνου μας πλησιάζει κάποιος με μακρύ μαλλί και γενειάδα. Ο NISOS σηκώνεται από το τραπέζι και αγκαλιάζονται σα μικρά παιδιά. “Μας εγκατέλειψες κι ας έλεγες ότι θα φύγεις τελευταίος. Μας μίλαγες για λιποτάκτες και για ριψασπίδες αλλά την έκανες. Θυμάσαι το ερειπωμένο καπηλειό και τι όνειρο πλέον έχει απομείνει; Επιστρέψαμε όλοι, φίλε, εσύ έφυγες”.
Με διάχυτη πλέον τη συγκίνηση της στιγμής, αρκέστηκε να πει “δεν πετάω τίποτα, από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει πλέον επιστροφή” καθώς ένα δάκρυ κατηφόρισε προς το μάγουλό του από τα βουρκωμένα μάτια του. Από την καφετέρια βρεθήκαμε σε ένα μαγαζί που πουλάει ούζο και μπύρα σε αφθονία. Παραγγέλνουμε δυο μπύρες και πριν προλάβω να κάνω την ερώτησή μου για τον μυστηριώδη άνθρωπο μου επεσήμανε δυο πράγματα. “Δεν χρειάζονται ερωτήσεις αυτήν την ώρα, ερωτήσεις που δεν είμαι σε θέση να δώσω απάντηση. Θα πάρεις όλες τις απαντήσεις που χρειάζεσαι εντός τριημέρου, ας απολαύσουμε τη στιγμή”.
Ύστερα από αυτά τα λόγια και το περιστατικό με τον φίλο του μου ήρθαν αυθόρμητα στο νου οι στίχοι του Ελύτη από το “Ασημένιο ποίημα” … Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο. Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε. Όπως γίνεται για τις συμφορές…
Υγιαίνετε