Ανάμεσα σε έναν κάδο σκουπιδιών με τις σακούλες απ’ έξω κι όχι μέσα, ένα αυτοκίνητο με την μουσική στην διαπασών κι έναν Αγρινιώτη ποντικό απ’ αυτούς που μοιράζονται την πόλη και δεν σε φοβούνται πια, απλά περιμένουν να περάσεις να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους.
Δίπλα σε έναν πολίτη που κάπου πρέπει να κατουρήσει και κατουράει στο πεζοδρόμιο. Μέσα σε όλα αυτά πρέπει να προχωρήσει η νομιμότητα, η ακεραιότητα της προσωπικής στάσης, που πρέπει να αντέξει στις λοιδορίες, στο «ωχ αδερφέ, περίεργος είσαι».
Δεν φτάνει που βουλιάζει η βάρκα. Το νερό που μπαίνει μέσα το μαζεύουν σε μπιτόνια.
Να ξεμπλέξει απ’ τα φίδια των γκράφιτι και τις γλώσσες των κηδειόχαρτων. Σε μια πόλη που βράζει γιατί πήρε τη ζωή της λάθος. Δεν ξέρει καν τι να κάνει με το πάρκο. Πώς να στήσει τις πλατείες. Που να χωρέσουν τα τραπεζοκαθίσματα.
Σου βάζουν καναπέ στο πεζοδρόμιο κι εσύ πας και κάθεσαι και περιμένεις το ποτό σου! Σε κάποιους προηγμένους πολιτισμούς αυτό μπορεί να θεωρείται έως και ανθυγιεινό. Άνθρωποι περπατάνε από πάνω σου, σε όσο πεζοδρόμιο έμεινε, αν δεν αλλάζουν πεζοδρόμιο. Και τι έγινε;
Σ’ αυτήν κοινωνία του εαυτούλη δεν πρέπει να γίνει ένα μνημείο εαυτούλη; Να μην ξεσπάει συνέχεια στην Δημάδη η βεβαιότητα που έχει ο κάθε νεοσσός του πασοκοθεμμένου νεοέλληνα ότι έχει δίκιο.
Σ’ αυτή την κοινωνία της κρίσης που αφού κάναμε το παν για να μην μπορεί να συνέλθει τώρα ψάχνουμε την αλληλεγγύη. Και γίναμε όλοι «αριστεροί». Για να δικαιολογήσουμε την απουσία φιλότιμου.
Μέχρι κι η εκκλησία κοιτάει την πάρτη της. Εδώ η εκκλησία διδάσκεται από την κοινωνία, δεν την διδάσκει, είναι κομμάτι του λαϊκισμού, δεν τον πολεμάει. Ξέρει αν πρέπει να ανοίγουν τα μαγαζιά, ξέρει οικονομία, διπλωματία, πολιτιστικά, ενδυματολογία. Κι από αθλητικά και κομμωτική ίσως. Ότι κι ένας που κάθεται στο καναπέ του πεζοδρομίου και πίνει το καφεδάκι του.
Ποιος ξέρει πια πώς να λυθεί ο κόμπος; Προσωπική στάση μόνο. Κι αντί για δημοτική αστυνομία, ας γεμίσουν οι δρόμοι δημοτικούς ψυχίατρους. Όλο και κάτι θα προσφέρουν.