«… Για πρώτη φορά μετά το 1974 το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία μετά βίας πείθουν για τις διαφορές μεταξύ τους, αφού (υπό την σημαία του «μνημονίου») θα παραταχθούν πλάι – πλάι και θα έχουν απέναντί τους μια πανσπερμία «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, το φάσμα των οποίων ξεκινάει από την άκρα δεξιά και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά…»
Έχει πολιτικό, όχι όμως και λογικό δικαίωμα ο Σαμαράς να διεκδικήσει κυβερνητική αυτοδυναμία στις εκλογές του Απριλίου. Διότι: Ακόμα και αν ανατραπούν όλα τα δημοσκοπικά προγνωστικά, ακόμα δηλαδή και αν η Νέα Δημοκρατία καταφέρει να βγάλει 151 βουλευτές στη Βουλή, ακόμα κι έτσι, ΔΕΝ θα μπορεί να κυβερνήσει. Ούτε με 160 βουλευτές θα μπορεί να κυβερνήσει!
Όλοι ξέρουμε ότι οι δανειστές μας δεν είναι πια οι Αγορές, αλλά τα κράτη της Ευρωζώνης, οι κυβερνήσεις των οποίων απαιτούν από την Ελλάδα (σε πολιτικό επίπεδο πια) ενιαία και ισχυρή κυβερνητική πολιτική πάνω στις αρχές της δανειακές σύμβασης που συμφωνήθηκε με την κυβέρνηση Παπαδήμου. Πού οδηγεί αυτή η συνθήκη; Οδηγεί στην βεβαιότητα ότι (με αυτοδυναμία ή μη) η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά ή το ΠαΣοΚ του Βενιζέλου θα χρειαστούν ο ένας τον άλλο, στην αμφίδρομη λογική «βάστα με να σε βαστώ, να μην πέσω στο γκρεμό».
Και καλά να φτάνει η συνεργασία αυτών των δύο! Αν δεν φτάνει; Αν χρειαστεί και τρίτο κόμμα για να συμπράξει; Αν οι Ευρωπαίοι αρχίσουν και αισθάνονται ανασφαλείς, όταν τα νέα μέτρα που θ’ αναγκαστεί να πάρει η νέα κυβέρνηση θα απαιτούν τουλάχιστον 180 ψήφους στη Βουλή, αν δεν τους αρκούν 151 ψήφοι, που δεν θα τους αρκούν;
Δεν είναι απλά τα πράγματα! Βεβαίως ο Σαμαράς, ακόμα κι αν κυνηγά την πολιτική ουτοπία της αυτοδυναμίας, κάνει καλά, διότι αυτό πρέπει να πει, αλίμονο αν έλεγε κάτι άλλο στο άβουλο εν πολλοίς εκλογικό σώμα… Όταν όμως η κάμερα της τηλεόρασης απομακρυνθεί, είναι σίγουρο ότι σκέφτεται τα σενάρια που δημοσίως αποποιείται μετά βδελυγμίας, τόσο ο ίδιος, όσο και οι συνεργάτες του.
Άρα, ό,τι σκόπιμο κι αν ειπωθεί προεκλογικά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, είτε από τη μεριά της Νέας Δημοκρατίας, είτε από τη μεριά του ΠαΣοΚ, θα ξεχαστεί με το χάραμα της επόμενης μέρας των εκλογών.
Το ζήτημα, εν τέλει, είναι άλλο: Ως μοναδικές «μνημονιακές δυνάμεις» κατέρχονται στις εκλογές τα δύο πάλαι ποτέ κραταιά κόμματα εξουσίας, τα οποία όμως είναι πλέον απαξιωμένα και, ακρωτηριασμένα πια, θα έχουν υπολογίσιμους αντιπάλους τα ίδια τους τα σπλάχνα.
Το μεγάλο δίλημμα αυτών των εκλογών θα είναι για τον πολίτη να ψηφίσει «μνημονιακά» ή «αντιμνημονιακά», χειρότερα δηλαδή και από το θρυλικό δίλημμα του Μίκη Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς». Για πρώτη φορά μετά το 1974 το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία μετά βίας πείθουν για τις διαφορές μεταξύ τους, αφού (υπό την σημαία του «μνημονίου») θα παραταχθούν πλάι – πλάι και θα έχουν απέναντί τους μια πανσπερμία «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, το φάσμα των οποίων ξεκινάει από την άκρα δεξιά και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά. Για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας (και όχι μόνο μετά το 1974) βρίσκονται στην ίδια πλευρά της μάχης τόσο ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις ενωμένες απέναντι στο δίπολο που μονοπώλησε την εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι άγνωστο τι εσωτερικές ανακατατάξεις προκαλεί στην κάθε μία από τις δύο αντιμαχόμενες ιδεολογίες. Το δίπολο «Νέα Δημοκρατία – ΠαΣοΚ» έχει μάλλον τα λιγότερα προβλήματα, σε ό,τι αφορά την κυβερνητική του προοπτική. Η «αντίπερα όχθη» όμως, όσο σφιχτά και να συναντιέται κάτω από τη σημαία του ΟΧΙ, θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα καταφέρει να συνεργαστεί, άρα δεν έχει κυβερνητική προοπτική.
Ωστόσο η «ανίερη συμμαχία» μπορεί να προκαλέσει φοβερή πολιτική ταραχή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, εάν στις εκλογές καταφέρει να διαβρώσει αρκετά το κυρίαρχο πολιτικό δίπολο. Διαπίστωση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μετριοπαθής πολίτης, όσο και να βασανίζεται από την άθλια κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας, όσο κι αν η ψυχούλα του λέει ΟΧΙ στα κόμματα που τον έφεραν εδώ, θα επιλέξει στο τέλος να καταθέσει την «καθεστωτική ψήφο» του για «να έχει το κεφάλι του ήσυχο»…