σε καιρό που η ορθοφροσύνη των πολιτών είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία
Δεν είναι μόνο οι αδαείς. Πίσω από τους αδαείς κρύβονται οι νοσταλγοί. Καθόλου αθώα βεβαίως. Έχει πάρει έκταση τελευταία η ιδέα ότι «με τη Χούντα ήταν καλύτερα», αφού, λέει, η Οικονομία θριάμβευε… Το Διαδίκτυο κατακλύζεται από άρθρα που διαφημίζουν τα οικονομικά επιτεύγματα της Χούντας του Παπαδόπουλου και τα οποία επιτεύγματα συγκρίνονται με τα εγκλήματα της 38χρονης Δημοκρατίας. Είναι δε αλήθεια, ότι ο τελευταίος ισοσκελισμένος προϋπολογισμός του κράτους ήταν επί πρωθυπουργίας Ράλλη, έξι χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, μέχρι εκεί έφτασε, λέει, το καλό της κουμάντο…Από την αμέσως επόμενη χρονιά (1981) που ανέλαβε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο προϋπολογισμός έχασε τα ζύγια του κι έφτασε το πράγμα εκεί που έφτασε…
Ότι «με τη Χούντα ήταν καλύτερα» δεν λέγεται τόσο από τους νοσταλγούς της (αυτοί είναι πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις και τις αναφορές τους) λέγεται όμως από νέους και εφήβους, οι οποίοι ακούνε και μαθαίνουν μόνο ότι «τότε το κράτος δεν χρωστούσε μία». Επομένως τώρα που χρωστάει, ξέρουμε καλά ποιος φταίει: Η πολιτική. Όχι, δεν φταίει η Πολιτική. Φταίει (σίγουρα) η Δημοκρατία…
Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τις αναλύσεις ειδικών, που θα μας έλεγαν ότι, τότε, δεν υπολογίζονταν στο Δημόσιο χρέος μια σειρά τεράστια κονδύλια, τα οποία όμως υπολογίζονται σήμερα.
Θα ήταν όμως πολύ κατατοπιστικό να μάθουν με απλό τρόπο οι… χουντολόγοι, ότι, τότε, η πλεονασματική όντως Ελληνική Οικονομία βασιζόταν στο φθηνό μεροκάματο. Έβρισκες παντού δουλειά. Είναι αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που ερήμωσε η ύπαιθρος. Το μεροκάματο επί Χούντας στο εργοστάσιο ήταν περίπου 230 δραχμές καθαρά. Κάπου εκεί. Ήταν δηλαδή 0,67 ευρώ! Ένα βδομαδιάτικο το 1973 ήταν μόλις 750 δραχμές, δηλαδή 2,20 ευρώ. Το καλύτερο μηνιάτικο δεν υπερέβαινε τα 15 ευρώ. Και οι περισσότεροι δούλευαν ανασφάλιστοι. Πώς να μην έχεις βιομηχανία με τέτοια μεροκάματα; Φυσικά και κάναμε εξαγωγή ψυγείων στη Γερμανία την εποχή εκείνη! Πώς να μην κάνουμε;
Θα πεις: Ναι, αλλά τι αγόραζες με τα λεφτά αυτά;
Τι αγόραζες; Τίποτα! Ο εργαζόμενος εκείνα τα χρόνια δεν είχε τέτοιες απαιτήσεις! Για να πάρεις αυτοκίνητο, μία κούρνια, όχι κάτι εξαιρετικό, ήθελες 90.000 δραχμές, το 80% των οποίων σε μετρητά, ο αντιπρόσωπος δεχόταν μόνο το 20% σε γραμμάτια. Για ν’ αγοράσεις ένα διαμέρισμα στα πενήντα σου, έπρεπε να κάνεις αιματηρές οικονομίες μιας ζωής και να δουλεύεις επί τριάντα χρόνια σε δύο δουλειές, από το πρωί ως το βράδυ.
Λοιπόν, για να μη λέμε πολλά, όποιος νοσταλγεί τη Χούντα ή όποιος την επικαλείται ως το καλύτερο σύστημα, θα πρέπει ν’ αποφασίσει ότι μπορεί να ζει όπως τότε, με εισόδημα 15 ευρώ το μήνα, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς δικό του σπίτι, χωρίς διακοπές, χωρίς ταξιδάκια αναψυχής. Είναι αλήθεια, ότι, αν αποφασίζαμε να ζήσουμε όπως ζούσαμε επί Χούντας, θα λύναμε τα προβλήματα της Ελλάδας εν μιά νυκτί, θα γινόμασταν τα καλύτερα παιδιά της Οικουμένης και θα μας είχε υπόδειγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας ολόκληρος ο Δυτικός και ο Ανατολικός Κόσμος…
Με απλά λόγια: Όλος ο κόσμος μέθυσε από χαρά, όταν ο Παπανδρέου διπλασίασε τους μισθούς και τις συντάξεις άμα τη αναλήψει της εξουσίας του. Αλλά, μετά, δεν έφτανε αυτό! Οργανώθηκαν τα συνδικάτα με απαίτηση να διπλασιαστεί ο διπλασιασμός. Όπερ και εγένετο. Κι όταν δεν μπορούσε να τετραπλασιαστεί ο μισθός, εφευρέθηκαν τα επιδόματα. Οι επιχειρηματίες ήταν κάτι σαν δράκουλες που «έπιναν το αίμα του λαού»… Γι’ αυτό και το επιχειρείν κατέρρευσε, είναι σήμερα μια εξουδετερωμένη δραστηριότητα κάποιων απαξιωμένων ηθικά και νομικά περίεργων τύπων που επιμένουν Ελληνικά…
Λοιπόν, τώρα, όλα αυτά τα αγαθά που απόχτησε ΜΕ το ΠαΣοΚ «ο μη προνομιούχος Έλληνας», αποτελούν δικαιώματα. Ναι! Ουδεμία αντίρρησις! Μόνο που η αριθμητική δεν βγαίνει. Και το «ποιος φταίει;» είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα…