Από τότε που δεν ξαναείδα στο δρόμο τον γέροντα καθηγητή μου, με βασανίζουν σχεδόν καθημερινά οι τύψεις που δεν του έλεγα “καλημέρα”. Σαράντα χρόνια τον συναντούσα στο δρόμο, διασταυρωνόμουν μαζί του στο ίδιο πεζοδρόμιο ή στο απέναντι, προσπερνούσα όμως χωρίς να του μιλήσω, χωρίς να του πω ένα “γεια”.
Τελευταία φορά που τον είδα στην οδό Μπαϊμπά, ακούμπαγε σε μαγκούρα. Ήταν φανερά καταβεβλημένος. Ενενήντα και βάλε, τι περιμένεις! Μετά από σαράντα χρόνια θυμού, για πρώτη φορά αισθάνθηκα συμπάθεια για τη μορφή του. Κι εκείνος όμως… γύρισε… με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα… δε γίνεται, με θυμήθηκε, πάντα με θυμόταν, αμφέβαλλα έναν καιρό αν με θυμόταν, αλλά, μπα, νάτο, με θυμάται, με θυμόταν όλες εκείνες τις φορές που συναντιόμασταν χωρίς να του λέω “καλημέρα” ή “καλησπέρα”.
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ή τι αισθανόταν τότε που μ’ έβλεπε να προσπερνάω χωρίς να του μιλώ. Εκείνο το βλέμμα όμως στην τελευταία μας βουβή συνάντηση, έλεγε πολλά, κάπως αόριστα βέβαια, όμως έβρισκε στόχο στα σωθικά μου.
Τον είχα φιλόλογο στην Έκτη Τάξη του Γυμνασίου. Μας έκανε μάθημα αρχαίων Ελληνικών, είχε όμως μία δική του θεώρηση για τα χορικά της Αντιγόνης. Τα ερμήνευε αλλιώς. Μου φαινόταν τότε ότι δεν μπορούσε να δει κάποιες πολύ σημαντικές αποχρώσεις. Παλιός αριστερός, ίσως να έπαιζε ρόλο η αριστεροσύνη του, δεν ξέρω… Έβρισκα την ερμηνεία του ακραία “φιλολογική”, έλεγα ότι απείχε από την φιλοσοφική βάση που ήταν υπέρτερη της τεχνικής επεξεργασίας του κειμένου. Η διαφωνία μου στην αρχή κυλούσε ομαλά. Δεν ήμουν αναιδής και αυτό βοηθούσε. Το συζητούσε. Η αριστερή κουλτούρα του έλεγε ότι πρέπει να συζητάει τα πάντα, ωστόσο του έβγαινε μία νοοτροπία στο τέλος: Έπρεπε, ως μαθητής, να υιοθετήσω και καλά την δική του άποψη. Κάπου εκεί άρχισε μία κόντρα. Έβγαινε το καθηγητηλίκι σ’ εκείνον, έβγαινε το εφηβηλίκι σε μένα. Η υπόλοιπη χρονιά κύλησε με αγεφύρωτη κόντρα ανάμεσά μας. Διαφωνούσαμε οριζοντίως και καθέτως στο τι έλεγε και τι εννοούσε ο Σοφοκλής στην “Αντιγόνη” του. Σίγουρα “το τραβάγαμε” και οι δυο.
Κι έτσι φτάσαμε στις εξετάσεις. Αν και ήμουν άριστος στ’ αρχαία Ελληνικά και στην έκθεση, οι βαθμοί μου σ’ αυτά τα μαθήματα δεν ξεπέρασαν το 17. Δε μ’ ένοιαξε όμως αυτό. Έτσι βαθμολογούσαν τότε οι καθηγητές. Ήταν αυστηροί και στους άριστους αυστηρότεροι. Δεν ήταν όπως σήμερα που παίρνει 20 ο παπαγάλος…
Πέρασε καιρός μετά το απολυτήριο του Γυμνασίου. Συνάντησα μια μέρα την παλιά μου φιλόλογο, την αγαπημένη μου Ευριδίκη. Κι εκείνη, καλή της ώρα, μου διηγήθηκε το “πρόβλημα” που αντιμετώπισε ο φιλόλογός μου στις εξετάσεις, όταν έπρεπε να βαθμολογήσει την έκθεσή μου. Το είχε αφηγηθεί ο ίδιος σε παρέα καθηγητών:
– Η έκθεσή του δεν είχε κανένα λάθος. Τη διάβαζα, την ξαναδιάβαζα, δε μπορούσα να βρω κανένα λάθος! Έπρεπε να του βάλω 20. Λέω: Δε μπορεί! Κάποιο λάθος έχει και δεν το βλέπεις. Αποφάσισα λοιπόν να του βάλω 19, υπολογίζοντας το λάθος που είχε, αλλά δεν έβλεπα…
Δεν θύμωσα για το 17 που μου βγήκε στο απολυτήριο μέσος όρος στην έκθεση. Θύμωσα πολύ για τη λογική που οδήγησε τον φιλόλογό μου στο 19, αντί του 20. Σαράντα χρόνια τώρα, τον συναντούσα στο πεζοδρόμιο και δεν του έλεγα “καλημέρα”. Από κείνη τη μέρα όμως που τον είδα με τη μαγκούρα στην οδό Μπαϊμπά, δεν τον ξαναείδα. Και τώρα, που δεν τον βλέπω πια, στη δύση της ζωής του, αντί “καληνύχτα”, θέλω να του πω μόνο τις τρεις λέξεις που, σαράντα χρόνια τώρα, δεν του είπα ποτέ: “Καλημέρα, κύριε καθηγητά”!