Στην εποχή της κρίσης η καφετέρια αναδεικνύεται σε βασίλειο του ψυχαγωγούμενου Έλληνα. Πάνω από 1670 σχετικά μαγαζιά έχει η Λάρισα. Ο κλάδος ανθεί. Στο οικοσύστημά του ευδοκιμούν και όσοι με λίγο κεφάλαιο ανταπεξέρχονται στις υποχρεώσεις, και άνεργοι νέοι, πτυχιούχοι άχρηστων σχολών που τις επέλεξαν βλακωδώς και τώρα σερβίρουν, και επαγγελματίες της νύχτας, προστάτες, κάβες, διακοσμητές κι ένα σωρό άλλοι που τροφοδοτούν ένα μαγαζί που γίνεται και μπαρ, και κλαμπ αν χρειαστεί.
Τώρα που χαλαρώνουν οι νόμοι για την ενόχληση του άλλου, και μοιάζει πιο επείγουσα η ανάγκη να δουλέψει κάποιος και κοντά του άλλοι. Τάρα που πεζοδρόμια καταργούνται, και άντε με το καλό κι οι δρόμοι. Ο εξοδούχος το βράδυ έχει μόνο δικαιώματα. Να δουν τα καλά του αξεσουάρ, φω, ακριβά, δίποδα, τετράποδα. Αυτά θέλουν πέρασμα πεζών, κίνηση.
[box type=”info” align=”aligncenter”]Αντί για Αργεντινή είμαστε αργοί και φτηνοί.[/box]
Τώρα πια, στο τσιφλίκι που καταλαμβάνει, οι περαστικοί είμαστε το θέαμα που θα απασχολήσει τα μάτια του. Καφενεία στις άκρες της πόλης, καφέ μετά, για καφέ στο χέρι, για πιο νέους που θέλουν να κάτσουν με τις ώρες κι αυτοί, με το καφέ στο χέρι, κι οι αρχόντισσες καφετέριες μετά, με απλωτές πολυθρόνες και καναπέδες μέσα στ’ αυτοκίνητα, πιο κει, πιο δω.
Ευτυχώς πλατείες υπάρχουν. Εκεί που μεγαλουργεί ασύδοτος ο βάνδαλος της πλατείας, εκεί κι ο αστός, η τρέντι κοπελίτσα, σαν άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, απλώνει τα καλοντυμένα πόδια του, τα περιποιημένα νύχια της.
Κι είναι αστείο που διστάζουν ακόμα για το πάρκο. Θα δώσει χώρο για νέες άπλες.
Αναλύσεις, συζητήσεις, φωνές, κέφια. Το καλοκαίρι στις καφετέριες βασιλεύει ο γνώστης νεοέλλην που ξέρει τον υπαίτιο της κρίσης, της εξαθλίωσης και του άφθονου ελεύθερου χρόνου του. Και ξέρει και γι’ αυτόν που περνάει, τίνος είναι, τι κάνει, πόσα βγάζει και πότε.
Και την ίδια ώρα είναι στην άκρη. Στο ψευτοντεκόρ του μέσα, βασιλεύει μεν στο τσιφλίκι του καφέ αλλά είναι μια πρόφαση για τον παροπλισμό του.
Η ζωή περνάει μπροστά του, και δεν το ξέρει. Κι είναι νέος, κι είναι κρίμα.