Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Η ανάμνηση ενός παλιού γάμου

Κοινοποίηση

Το 1971, νομίζω, μαθητής Γυμνασίου, πήγα να περάσω μία βδομάδα μαζί με τον παππούλη μου στο χωριό, στην Τσιβελιάσα, στην ορεινή Αιτωλία.

Η Ελένη, κόρη ενός γείτονα του παππούλη, ήθελε να κάνει το γάμο της στο χωριό. Κάλεσε όλους τους χωριανούς, όπως παλιά. Πήγα κι εγώ.

Έζησα τότε το ωραιότερο γλέντι της ζωής μου, αξεπέραστο μέχρι σήμερα, 2013, που το γράφω. Το λέω έτσι, διότι 42 χρόνια που πέρασαν, αν και μένει δροσερή και γλυκιά η ανάμνηση της νύχτας εκείνης, ξεθωριάζει (εύλογα, νομίζω) η ελπίδα να ξαναγίνει.

Παραμονή του γάμου, μόλις έπεσε η νύχτα, καθίσαμε στο τραπέζι. Τα πιο τρυφερά και νόστιμα ψητά, το κόκκινο ντόπιο κρασί, τ’ ωραίο τυρί, για «να πιαστεί έρμα». Κι όταν έφαγαν όλοι καλά, όταν όλοι σταμάτησαν να μασουλάνε κι άρχισε το κρασί να παίρνει στην αγκαλιά του τις ψυχές, ο γεροντότερος άρχισε το «τραγούδι της τάβλας»:

“Σε τούτη την τάβλα πού ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι, τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε και την παρθένα Παναγιά κι αυτή την προσκυνάμε”. Τραγούδι αργό, «βραστό», να κοχλάζουν τα λαρύγγια, νωχελικό, σαν το περπάτημα των γερόντων, σαν την ανάσα που ζητάς στον ανήφορο. Μ’ αυτό το τραγούδι άρχιζαν όλα τα γλέντια τότε, στους γάμους και τις γιορτές. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «τραγούδι της τάβλας» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη γιορτή του σπιτιού, της Εστίας, δε λεγόταν στο πανηγύρι. Ήταν η μελωδική προσευχή της οικογένειας και των καλεσμένων της.

Πολλά χρόνια αργότερα θα συναντούσα την πληροφορία ότι το ίδιο ακριβώς έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες. Πριν την ευωχία, αφιέρωναν την κρασοκατάνυξη που θ’ ακολουθούσε στον Δία, κέρναγαν τους θεούς. Αυτή η ανακάλυψη μ’ έκανε να σκεφτώ ότι το «τραγούδι της τάβλας» δεν ήταν παρά μια αντικατάσταση των αρχαίων λέξεων και των στίχων που έλεγαν εκείνοι τότε, άρα θα μπορούσε να σκεφτεί οποιοσδήποτε απλά, ότι, άλλαξαν μεν οι λέξεις και οι στίχοι, δεν άλλαξε όμως η μουσική. Ο συλλογισμός μ’ έκαμε ν’ ανατριχιάσω, θυμάμαι, διότι, έβγαινε αβίαστο συμπέρασμα, φάνταζε ανοησία να ισχυρίζονται οι ειδικοί ότι δεν έχουμε δείγμα για τον ήχο της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων. Πώς δεν έχουμε; Νάτος! Εδώ. Ακέριος. Αλλοιωμένα τα λόγια, ναι, όμως ο ήχος ίδιος. Ίσως και ο χορός. Που άλλαξε όνομα, τσάμικο, ας πούμε, ζεμπεκιά, δεν άλλαξε όμως ρυθμό.

Λοιπόν, άρχισε το τραγούδι. Έλεγε τον πρώτο στίχο ο κορυφαίος, όπως στην αρχαία Ελληνική τραγωδία που έβγαινε μπροστά ο κορυφαίος του χορού. Οι συμπότες επαναλάμβαναν εν χορώ στίχο το στίχο. Ναι, το τραγούδια στο γαμήλιο γλέντι γινόταν όπως με το χορό στην τραγωδία. Υπήρχε και μια παραλλαγή αυτής της τελετουργίας: Έλεγε τον στίχο η μία πλευρά του τραπεζιού και τον επαναλάμβανε η άλλη.

Δεν υπήρχε ορχήστρα, ούτε μαγνητόφωνο. Τραγούδι με το στόμα. Ήταν η πρώτη φορά, δυστυχώς και η τελευταία, που γνώρισα το γαμήλιο γλέντι, όπως το έκαναν οι παλιοί.

Και κάπου αργά μετά τα μεσάνυχτα, κόντευε να φέξει, ο μπάρμπα – Γιώργος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, σήκωσε το ποτήρι, ήπιε στην υγειά μου και είπε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι:

– Να μας πει ένα τραγούδι κι ο νεαρός που πίνει απόψε μαζί μας.

Ήταν σα βασιλιάς των αρχαίων παραμυθιών που όριζε την τάξη στο βασίλειο. Πρόσεξε ότι ο ξένος, εγώ, ακολουθούσα πάντα στην επανάληψη του δεύτερου στίχου κι ήθελε να μου δώσει τον πρώτο λόγο για λίγο, όσου μου ανήκε, καθώς έκαμε ο βασιλιάς Αλκίνοος των Φαιάκων με φιλοξενούμενο τον Οδυσσέα στο παλάτι του. Συμφώνησαν όλοι με φωνές. Και δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Μα… ποιο τραγούδι να πω; Αυτά τα παλιά τραγούδια που έλεγαν, πώς να τα ξέρω;

Είχα πιει πολλά ποτήρια ήδη και, φυσικά, ήμουν μεθυσμένος, βρισκόμουν στην ωραιότερη ζάλη, ισάξια του μεγάλου έρωτα. Σε άλλη περίπτωση θ’ αρνιόμουνα την πρόκληση για να μην εκτεθώ. Υπό την επήρεια του οίνου και της γενικής κατάνυξης δεν δίστασα όμως. Σήκωσα το γάντι. Κι άρχισα, όσο πιο μελωδικά μπορούσα:

«Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη, μα την αγάπησα πολύ, ήμουν αλάλητο πουλί, δέκα χρονών αγόρι».

Ήταν σα να τραγουδούσα τον παιδικό μου έρωτα. Τη Λία. Που έφυγε για την Αμερική με την οικογένειά της. Ένοιωσα γύρω μου τις ανατριχίλες, τον ερωτικό σπαραγμό. Σηκώθηκαν όλοι και τσούγκριζαν τα ποτήρια. Ήταν υπέρβαση, μία μέθεξη.

Από κει και πέρα δεν θυμάμαι πολλά, γιατί είχε έρθει η έκσταση. Τσιμπολογούσαμε και πίναμε, αδειάζαμε τα ποτήρια σα να πίναμε νερό από τη βρύση, χωρίς όμως να μας καταβάλλει το κρασί, έμοιαζε να συνοδεύει αγαπητικά τη χαρά και την έξαρση. Τραγουδούσαμε όλη τη νύχτα, μέχρι το πρωί που χάραξε η μέρα κι ανέβηκε ο ήλιος σαράντα οργιές.

Τότε βγήκαμε στην πλακόστρωτη αυλή κι ήρθαν τα όργανα. Ένα βιολί, ένα νταούλι κι ένα λαούτο. Χόρεψαν. Η νύφη χόρεψε. Κι ύστερα πήραμε όλοι το μονοπάτι για την εκκλησία, με τα όργανα μπροστά να παίζουν κι εμείς τραγουδώντας από πίσω τραγούδια της νύφης που αποχαιρετούσε το πατρικό σπίτι και τις φίλες της στη γειτονιά.

Έτσι μεθυσμένοι παρακολουθήσαμε το μυστήριο, χωρίς να ενοχληθεί ο παπάς από τη διέγερση που μας έφερνε η νυχτερινή οινοποσία. Αυτός έκανε τη δική του τελετή ως συνέχεια της δικής μας μυσταγωγίας…

Παντελής Φλωρόπουλος

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: