Γεννήθηκε στην ποδοσφαιρομάνα συνοικία του Φούσκαρη στην έναρξη του πολέμου 1940. Γόνος πολύτεκνης οικογένειας, μεγάλωσε, όπως όλα τα παιδιά της Κατοχής, στην εποχή που σαν λίβας φυσομανούσαν οι μπελάδες. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα οικογενειακά πρότυπα και στα χρόνια της ωριμάζουσας εφηβείας και προσωπικής αναζήτησης, έγινε μαιτρ της ραπτικής, σταδιοδρομώντας ως εμποροράπτης.
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αριστείδης Μπαρχαμπάς
Τότε η ανάγκη διάδοσης κάθε πολιτιστικού αγαθού, ήταν χρέος κάθε ενεργού πολίτη, πόσο μάλλον των ανήσυχων και φιλοπρόοδων εφήβων. Έτσι δυναμογόνα στοιχεία των λαϊκών στρωμάτων, έγιναν με πάθος οργανικά εργαλεία του μοναδικού στην Ελλάδα αθλητικό-κοινωνικού συλλόγου, προς διάδοση της εγκύκλιας γνώσης στα παιδιά της φτωχολογιάς. Εσύ Λάμπρο, δεν είχες σιγουρέψει, ούτε μια ώρα επαγγελματικού μέλλοντος, όταν με καμάρι φόρεσες την φανέλα με το κίτρινο χρώμα της κοινωνικής πρόνοιας, σηματοδοτώντας τον Γυμναστικό και Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Αγρινίου «ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ» που έγινε κτήμα όλων των Αγρινιωτών. Στην ημέρα δε του αγώνα, στις φλέβες σας, κόχλαζε η αδρεναλίνη, αποτέλεσμα; Το λυτρωτικό γέλιο των φιλάθλων! Επί μια δεκαετία, ιδρώνει, ματώνει κοπιάζει λοιδορείτε, θαυμάζεται όπως όλοι οι συμπαίκτες του, με μοναδικό σκοπό τις επιτυχίες του συλλόγου στο αθλητικό τερέν και στον νυχτερινό στίβο της γνώσης! Για τ’ ανθρωπόμορφα αυτά εργαλεία των ανωτέρω επιτυχιών, αρκούσε μονάχα η ιαχή «Παναιτωλικός» να γίνει τοτέμ για την πόλη μας.
Η κοινωνικότητα του Λάμπρου, μαζί με τα ιδιαίτερα χαρίσματά του, τον έκαναν επιθυμητό σε κάθε συντροφιά. Στην εποχή εκείνη που κάθε απόλαυση χαρακτηρίζονταν αμαρτία ο γλυκόλαλος Λάμπρος, αοιδός, με λαρύγγι πάντα ξάγρυπνο, δεν δίσταζε στο βαθύ το μεσονύχτι, να κάνει σερενάτα, όταν ξαγρυπνούσε ο καημός συναθλητή του κάνοντας τις γρίλιες ν’ ανοίγουν διακριτικά και το ερωτικό πάθος να γαληνεύει. Κι εν συνεχεία ο γείτονας αγανακτισμένος τάχατες, να μας καταβρέχει, με τ’ απορρίμματα της ηθικής του! Και τι δεν ζήσαμε ρε φίλε μου; Θυμάμαι, στον ετήσιο χορό του συλλόγου υπέρ των Νυχτερινών Σχολών, ο χορευταράς Λάμπρος εκπροσωπούσε του συμπαίκτες του στις χορευτικές ατραξιόν. Όταν στη πίστα του Πάρκου χόρευε το βαλς της νεότητας η τυχερή ντάμα του, δεν πατούσε στη γη αλλά αεροδρομούσε! Αυτή η ξέγνοιαστη ζωή έγινε πιο έντονη για τον Λάμπρο όταν τραγούδησε το, «Τι-κι τι- κι τακ, κάνει η καρδιά μου, σαν σε βλέπω» στη φώτο που την είδε σαν φάρο στον γκρίζο αισθηματικό του ορίζοντα. Για χάρη της σταμάτησε να μάχεται στο γήπεδο, πέφτοντας με τα μούτρα στην ωραιότερη δημιουργία της ζωής, την οικογένεια! Το κύτταρο αυτό της κοινωνίας. Γυναικάς ο Λάμπρος, απέκτησε τις Μούσες του, που τον καμάρωναν για την νεότητά του, την οικογενειακή θαλπωρή και τα πατρικά του αισθήματα. Ψήλωνε δε το μπόι του και μας κοιτούσε αφ’ υψηλού, όταν έβλεπε τ’ αγγόνια του. Σήμερα;
Σήμερα στα καλντερίμια της τοπικής ποδοσφαιρικής ιστορίας, διαβάζει κανείς αλήθειες περιφρονημένες. Σήμερα εγκωμιάζεται το οπαδικό ένστικτο, απαξιώνοντας τον ορθολογικό συλλογισμό του ερασιτεχνισμού!
Σήμερα, που ο γιος της Νύχτας και του Ερέβους τον πήρε μαζί του, η ζωή του Λάμπρου, σ’ ασπρόμαυρες εικόνες κρεμασμένες σε κάδρα, μείνανε εκεί να κοιτά τα ιδεώδη επιθυμητά κι άλλα ονειρικά και ονειρεμένα. Η γυναίκα που λάμπρυνε την ζωή του. Φίλε μου στην ύστατη βραδιά της ζωής σου ανάμεσά μας, οι ήχοι της μνήμης από πλήθος ευγενών ανθρώπων γίνονταν στημόνι για να πλέξει κάποιος με αφηγηματικές βελονιές, το ωραίο ποικιλοτρόπως παρελθόν σου. Στον δε Σύλλογο η στάμπα σου δεν θα ξεχαστεί ποτέ, ΑΝ πρυτανεύσουν τα Παναιτωλικά συναισθήματα των διοικούνταν και στήσουν ως έχον υποχρέωση το Μουσείο του Γ. Φ. Σ. ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ!
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αριστείδης Μπαρχαμπάς