Στα ιαματικά λουτρά της Στάχτης, στη Ναυπακτία, πήγαν δυο φίλες η Αριστέα και η Ελένη. Έκαναν τα μπάνια τους, τις βόλτες τους, περνούσαν ωραία.
Μια μέρα ήρθαν οι κόρες και οι γαμπροί της Αριστέας να τη δουν.
Ο Κώστας και ο Θανάσης ήταν δυο άντρες ψηλοί και γεροδεμένοι, δυο μέτρα ο καθένας, αλλά με τα κιλάκια τους.
Έφαγαν το μεσημέρι όλοι μαζί στο τραπέζι, μαζί τους και η κυρία Ελένη, η φίλη της μαμάς Αριστέας.
Το βράδυ έφυγαν οι δύο γαμπροί και λέει η Ελένη:
– Καλοί οι γαμπροί σου, Αριστέα μου…ωραία παιδιά… αλλά… είναι για το βουνό…για παραθέριση…
Εννοούσε ότι ήταν χοντροί…
Στενοχωρήθηκε η Αριστέα για την ειρωνεία της φιλενάδας της, αλλά δεν είπε τίποτα.
Και περνούσαν έτσι οι μέρες κάνοντας τα ζεστά τους μπάνια οι φιλενάδες.
Μια μέρα η Ελένη δέχτηκε την ξαφνική επίσκεψη του γιου της που συνοδευόταν από τη νύφη και την εγγονή της.
Όμως η νύφη της Ελένης ήταν όλο ξύγκι, ζύγιζε πάνω από εκατό κιλά…
Κι όταν έφυγαν το βράδυ, έπιασαν την κουβέντα οι φιλενάδες, καθώς το συνήθιζαν. Και λέει η Αριστέα:
– Πάντως Ελένη μου… και η νύφη σου έχει μια αδυναμία, όπως είδα… Να την προσέχετε… Ίσως πρέπει να πάει σε κάνα βουνό…
Η Ελένη έραψε το στόμα της και δεν ξαναέβγαλε μιλιά. Η Αριστέα όμως έλαμπε μέσα στον μεγάλο θρίαμβό της…