Ο μπάρμπα Γιώργος δεν ένιωθε καλά, διαμαρτυρόταν συχνά στα παιδιά του για μια δυσκολία στην αναπνοή, για έναν ακαθόριστο πόνο στο στήθος και τέτοια.
– Να πάμε στο γιατρό, πατέρα.
– Να πάμε… Να δεις που αυτό κάτι θα μου γεννήσει…
Κλείνει ραντεβού η κόρη του με έναν Πνευμονολόγο, μιας και ο μπάρμπα Γιώργος πίστευε ότι έχει αναπνευστικό, να ξεκινήσουν από κάπου.
Πήγαν στο ιατρείο περίμεναν για λίγο να βγει το προηγούμενο ραντεβού.
Η κόρη συμβούλευε τον μπάρμπα Γιώργο.
– Να πεις στο γιατρό πού πονάς και πώς νιώθεις. Εντάξει;
– Ξέρω εγώ τι θα πω… δεν χρειάζεται να μου πεις εσύ…
Μπήκαν στο γιατρό, τον καλημέρισαν και κάθισαν.
– Για πείτε μου τι συμβαίνει.
– Ο πατέρας μου γιατρέ δεν νιώθει καλά.
– Τι έχεις παππού, πες μου τι έχεις…
Τον κοιτάει καλά – καλά ο μπάρμπα Γιώργος και του λέει:
– Μα άμα ήτανε να ξέρω εγώ τι έχω, θα ερχόμουν σε σένα νομίζεις; Αυτό ήρθα να μου πεις: Τι έχω. Αλλιώς… τι γιατρός είσαι;
Η συμβουλή της κόρης έμεινε στον προθάλαμο του ιατρείου.