Δεν είναι κραταιά, όσο ήταν. Αμφισβητήθηκαν. Όμως τα κόμματα είναι εδώ. Και συσπειρώνουν τους χώρους τους. Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι εθισμένο στον παλιό δικομματισμό. Σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να υιοθετήσει ακόμα κι ένα κακέκτυπό του. Η Νέα Δημοκρατία λειτούργησε ως ανάχωμα του ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο απ’ όσο το φωνάζει και περιμένει καρτερικά την επόμενη Κυριακή για να επιβεβαιώσει τον εαυτό της, καταμεσίς μάλιστα της τετραετίας, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ και δη στον καιρό της ανολοκλήρωτης κυβερνητικής πολιτικής, απέτυχε να επιβεβαιώσει την ισχύ του κεντρικού του μηνύματος, στο οποίο προσέδιδε ανατρεπτικό περιεχόμενο.
Τ’ αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών της 18ης Μαΐου δείχνουν μία σαφή βούληση του εκλογικού σώματος για την αποφυγή νέων εκλογικών περιπετειών. Ακόμα και οι στερεοποιήσεις που είχαν προκύψει καινοφανώς μετά τις εκλογές του 2012, δεν άντεξαν στους πάγιους εθισμούς του εκλογικού σώματος, αν εξαιρέσει κανείς την ανησυχητική και υπό μελέτη άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Στο δεύτερο γύρω των εκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ θ’ αντιμετωπίσει την σοβαρή πιθανότητα να μείνει εντελώς έξω από τον αυτοδιοικητικό χάρτη, χωρίς μία Περιφέρεια ή έστω μερικούς Δήμους υπό τον έλεγχό του. Η συνθήκη αυτή θα έχει άμεση επίπτωση στο ευρύτερο πολιτικό μήνυμα που (ως στρατηγική επιλογή) προώθησε στην Ελληνική κοινωνία, αφού δεν νοείται κόμμα εξουσίας χωρίς ικανή πρόσβαση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θεωρείται βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, το στοιχείο αυτό θ’ αποτυπωθεί και στην προσπάθειά του για κατάληψη της κεντρικής εξουσίας, αν (καθώς διαφαίνεται) αποτύχει σ’ αυτή τη φάση ν’ αμφισβητήσει ευθέως την κυβερνητική πολιτική και να εγκατασταθεί ο ίδιος στη συνείδηση του εκλογικού σώματος ως ο δεύτερος πόλος.
Την Κυριακή των ευρωεκλογών προστίθενται βέβαια και άλλοι παίκτες, υπολογίσιμοι αναμφιβόλως, κυριότερος εκ των οποίων είναι το «Ποτάμι». Η παρουσία του θ’ αλλοιώσει έτι περαιτέρω τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά (υπό την ευρεία έννοια) προσδίδοντας νέα χαρακτηριστικά στο πολιτικό τοπίο.
Κομβικό σημείο παραμένει ωστόσο η εκλογική επίδοση της «Ελιάς», αφού θα καταδείξει τους δρόμους της επόμενης μέρας για τον ορφανό χώρο του Κέντρου. Οι ρίζες της κεντροαριστεράς στο εκλογικό σώμα επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω στις 18 Μαΐου, δεν είναι όμως αρκετό αυτό για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα που αναζητείται από την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – Νέας Δημοκρατίας, αν και η αξιοπρεπής παρουσία των πασοκογενών Δημάρχων και Περιφερειαρχών θα συνυπολογιστεί αρκούντως στην αποτίμηση του συνολικού αποτελέσματος.
Σε κάθε περίπτωση, το φημολογούμενο ζήτημα των πρόωρων βουλευτικών εκλογών δεν θα κριθεί πλέον από τη δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, (είναι ορατό αυτό) αλλ’ από την πιθανή αδυναμία της «Ελιάς». Εάν όμως η «Ελιά» αντέξει, κάτι που κανείς αυτή την ώρα δε μπορεί να προβλέψει, ο Αλέξης Τσίπρας θα έχει πολλά προβλήματα, αφού, εκ το αντιθέτου, μία ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης εξ αιτίας μιας αποτυχημένης «Ελιάς» στις ευρωεκλογές, θα «παχύνει» πολύ τη Νέα Δημοκρατία σε μια αιφνίδια εκλογική διαδικασία. Θα γίνει αυτό, επειδή δεν θα προλάβει η κεντροαριστερά να πραγματοποιήσει τις συνεδρίες και τα συνέδριά της…
Το πολιτικό σύστημα (μορφοποιημένο αξιακά στο σχήμα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας) επιβεβαιωμένο μέχρι στιγμής στους Δήμους και στις Περιφέρειες, ζητά μικρή πίστωση χρόνου (το πολύ μια πενταετία) για να επιλέξει τους νέους διαχειριστές του και, μέσω αυτών, να θεραπεύσει τις υπαρξιακές του διαταραχές, την ώρα που η αριστερά (ανέτοιμη μετά από τέσσερις δεκαετίες για κυβερνητικές ευθύνες) άβουλη και αμήχανη (όπως και την εποχή του ακμάζοντος ΠΑΣΟΚ του ’80) σύρεται πίσω από την αφιλοσόφητη φιλοδοξία ενός σύγχρονου Αλκιβιάδη. Ελάχιστοι όμως θυμούνται ότι η ήττα των Αθηναίων στη Σικελία ήταν από την αρχή βεβαία…
Η χώρα πρέπει ν’ αποφύγει (και δείχνει ότι μπορεί να το κάνει) πρέπει ν’ αποφύγει οπωσδήποτε τον πολυπρόσωπο κίνδυνο του αριστεροδέξιου λαϊκισμού, ο οποίος τροφοδοτείται από την γενίκευση της ακατανίκητης αηδίας και, φυσικά, από την δικαιολογημένη καχυποψία του λαού εναντίον πάντων και πασών, αδιακρίτως. Ένας υπετροφικός λαϊκισμός που, ξεχνώντας κουτοπόνηρα πότε τις ακροαριστερές και πότε τις ακροδεξιές αφετηρίες του, συναντιέται ρητορικά κι ενοποιείται αφύσικα για να σταθεί πολυπρόσωπα τώρα, υβριστικά, εφιαλτικά, απέναντι σε ό,τι σώφρον και μετριοπαθές αστικό στοιχείο απόμεινε σ’ αυτόν τον τόπο…
Μέχρι ο λαός να συνειδητοποιήσει το υπέρτερο (για το οποίο απαιτείται πολύς δρόμος ακόμη) μέχρι να μπορέσει να διακρίνει το μείζον, αυτή την κρίσιμη ώρα καλείται να διακρίνει, αν μη τι άλλο, το έλασσον. Καλείται δηλαδή να εντοπίσει δια του ενστίκτου μια απλή συνθήκη επιβίωσης στον αντίποδα μάλιστα των συνωμοσιών εξουσίας, αλλά και των κούφιων λόγων.