Η κατάσταση στον χώρο της αριστεράς και της κεντροαριστεράς είναι ιδεολογικά και πολιτικά τραγική, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οργανική σήψη, εν τέλει δε, στην πολιτική εξαέρωση. Η Πλεύση Ελευθερίας, το ΠαΣοΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25 και το – συριζογενές επίσης νεοσύστατο κόμμα – Κίνημα Δημοκρατίας δεν έχουν καμία προοπτική εξουσίας, ούτε καν προοπτική επιβίωσης.
Έπεσε μια ιδέα για αυτοδιάλυση των κομμάτων του “προοδευτικού τόξου”, αλλά μια τόσο δραστική ιδέα δε γινόταν να ενθουσιάσει τους κομματικούς αξιωματούχους. Ούτε η εναλλακτική ιδέα τους ενθουσίασε: Να κατέβουν στις εκλογές όλα τα κόμματα με ενιαίο ψηφοδέλτιο, συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα, να διατηρηθούν όμως πίσω από αυτό οι κομματικές οντότητες που θα το ιδρύσουν.
Θεωρητικά, σε μία ή σε δύο φάσεις, θα μπορούσε να γεννηθεί με τον τρόπο αυτό ένας νέος ενιαίος πολιτικός φορέας για να εκφραστεί ο πολίτης που τοποθετείται αριστερά της Νέας Δημκρατίας και φτάνει μέχρι τις παρυφές του ΚΚΕ. Με τη φρεσκάδα και την ορμή του ο νέος φορέας θ’ αναπτέρωνε το ηθικό ενός μεγάλου αλλά κατακερματισμένου πια πολιτικού χώρου, καλύτερα να πεις: μιας ευάριθμης μερίδας του λαού που, αισθητικά ή άλλως πώς, δεν αισθάνεται καλά όταν – μη έχοντας άλλη επιλογή – ψηφίζει Νέα Δημοκρατία με τον Μητσοτάκη αρχηγό ή άλλον.
Η πιθανή, ας πούμε, ίδρυση ενός τέτοιου ενιαίου φορέα θα ήταν ιδανική, δεν είναι όμως εφικτή, διότι: Η επανεκκίνηση του χώρου απαιτεί μία θεμελιώδη μεν, οδυνηρή δε πολιτική πράξη: Όλα από την αρχή. Που σημαίνει ότι μέλη και στελέχη των κομμάτων, ακόμα και οι αρχηγοί, παραιτούνται από τις ιδιότητές τους για να εγγραφούν ως απλά μέλη στον υπό ίδρυση νέο φορέα, με άλλον καταστατικό χάρτη, έμφορτο εμπειριών, βασική διάταξη του οποίου θα είναι ότι ο αρχηγός εκλέγεται από την κομματική βάση, όχι για να κάνει το δικό του, αλλά για να εκφράζει την συλλογική βούληση, εξαντλητικά διατυπωμένη στο καταστατικό και με ρήτρα καθαίρεσης από την Κεντρική Επιτροπή σε περίπτωση σοβαρής απόκλισης από τις θεμελιώδεις αρχές.
Ίσως να μην έχει νόημα να τα λέμε αυτά, πολλώ δε μάλλον να τα γράφουμε, διότι, ως γνωστόν, ό,τι δεν κατεβαίνει από την ηγεσία στο λαό, αλλά ανεβαίνει από το λαό προς την ηγεσία, καταγγέλλεται ως προπαγάνδα των πολιτικών αντιπάλων. Γνωστή καραμέλα. Εδώ που φτάσαμε όμως, σ’ αυτή την ολική απαξίωση θεσμών, προσώπων και αξιών, ο πολίτης δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει από το να εκφράσει δημόσια την ιδέα του, να τη μοιραστεί με άλλους στην Αγορά, να βάλει το μήνυμά του σ’ ένα μπουκάλι, να το σφραγίσει και να το πετάξει στη θάλασσα, να το βρει κάποιος κάπου, ίσως στην άκρη της γης…
Δεν το πιστεύουν πολλοί, αλλά η ουτοπία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο. Ο Περικλής Κοροβέσης (1941 – 2020) το είπε καθαρά: “Το έχουμε καταλάβει πως η ουτοπία είναι η μόνη μας πραγματικότητα”;
Κοιτάζοντας λίγο βαθύτερα θα το δεις: Η ουτοπία είναι ρεαλισμός. Ξέρουμε άλλωστε από την Ιστορία ότι όλοι οι ρεαλιστές ηγέτες ήταν πρωτίστως οραματιστές. Έχει το όραμα διαφορά από την ουτοπία; Όχι.
Αυταπάτες δεν υπάρχουν. Η επανεκκίνηση του αντιδεξιού χώρου προϋποθέτει ψυχή. Γενναιότητα. Υπέρβαση και ανιδιοτέλεια. Κοιτάς όμως γύρω και βλέπεις ότι κανείς “προοδευτικός” δεν κατανοεί την άυλη φύση των πολιτικών πραγμάτων, άρα δε μπορεί να βιώσει τις μεγάλες πολιτικές αλήθειες.
Να όμως που προκύπτει άλλο – αναπάντητο φυσικά – ζήτημα: Τι σημαίνει προοδευτικός χώρος σήμερα, τι σημαίνει αριστερά, τι κεντροαριστερά, ποια εναλλακτική εξουσίας οραματίζονται; Σ’ αυτά δεν υπάρχει απάντηση.