Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Οδοιπορικό με λεμόνια

Κοινοποίηση

Φθινόπωρο του 1987

Ο τυχοδιωκτισμός δεν είναι μονάχα προτέρημα των κομπιναδόρων. Αλλά κι ενός απλού βιοπαλαιστή – όπως ο μπάρμπα Νίκος Παπασπύρου – που φορτώνει το φορτηγάκι του και βγαίνει στη γύρα.

Λίγο – πολύ ένιωθα κι εγώ τυχοδιώκτης, όταν συντροφιά με το μπάρμπα – Νίκο ξεκινήσαμε από το Αγρίνιο για τη Λαϊκή της Σπερχειάδας, μέσω Καρπενησίου. Φορτίο; Λεμόνια…

Στην κασετοθήκη μας μονάχα μια κασέτα. Κώστας Σκαφίδας. Ο άσσος του Δημοτικού τραγουδιού. Τον κακομοίρη τον Σκαφίδα! «Μα ντη Παναγία, του βγάλαμε το… Χριστό» αφού σ’ όλη την πολύωρη διαδρομή άλλο δεν ακούγαμε απ’ αυτόν. Σκαφιδιάσαμε πα να πει! «Γλυκά λαλούνε τα πουλιά» «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά» κι ήμουν να τα πιω στο πρώτο λαϊκό πανηγύρι που θα συναντούσαμε και να χορέψω… στραβά το «Όλα πάνε καλά, όλα πάνε καλά και δεν έχω ανάγκη κανένα». Τώρα μπορούσα να καταλάβω, να νιώσω, αυτή τη λαϊκή ανδροπρέπεια και την έκσταση της ανδρικής δύναμης στον τσάμικο. Μπορούσα να δω από μέσα την εξωτερική επιφάνεια των πόθων και των καημών του απλού λαού.

Ο μπάρμπα – Νίκος, συνηθισμένος και καθημερινός λαϊκός τύπος, έχει μιαν απλή αλλά τόσο ελκυστική αφηγηματικότητα, που ποτέ δεν αισθάνεσαι «στριμωγμένα» μαζί του. Απλά γεγονότα, θύμησες, ασήμαντες ιστορίες και καθημερινά ελάχιστα περιστατικά παίρνουν ζωντάνια στη γλώσσα του και μορφή γοητευτική.

– Σ’ αυτές εδώ τις στροφές, πέρυσι, τσαφ – τσουφ με τα φώτα όλοι, και δεν ήξερα τι συνέβαινε. Το μυαλό μου πήγε στην τροχαία. Για να μου κάνουν σινιάλο οι οδηγοί, η τροχαία θα την είχε στημένη. Έκοψα ταχύτητα. Και τι ήτανε λες; Ένας ντιπ ολόγυμνος που περπάταγε πέρα – δώθε στο δρόμο και μου ’καναν σινιάλο μη ντο πατήσω. Το σακάκι στον ώμο, πέρα – δώθε τα νταραβέρια του και… πήγαινε. Τι σέρνει λες ετούτη η γης;

Έτσι. Σε κάθε γωνιά του δρόμου, έχει να μου πει κάποιο περιστατικό, κάποιο συμβάν.

– Να, εδώ, πρόπερσι, με πήρε ο ύπνος. Άυπνος… Κοιμήθηκα. Και τα μάτια ορθάνοιχτα. Τ’ αυτοκίνητο πήγαινε, ε; Κάποια στιγμή, συνήθιζα. Είχα βγει έξω απ’ το δρόμο. Όχι ξύπνησα τότε! Παραξύπνησα. Τρόμαξα να επαναφέρω τ’ αμάξι. Είναι μεγάλο μωρέ το ταξίδι. Κι όταν πηγαίνεις μοναχός σου, το τσιγάρο δε φτάνει…

Λόγια σταράτα. Λόγια μικρά για πράματα μεγάλα.

Ανεβαίνουμε τις ανηφόρες, κατεβαίνουμε πότε σε φαράγγια, πότε ανεβαίνουμε στα ψηλά και κάποτε φτάνουμε στον Τυμφρηστό, περνώντας από χιλιάδες στροφές.

Έχουμε περάσει από το Μέγδοβα κι εκεί σε μια πλαγιά, πάνω απ’ τη μεγάλη γέφυρα:

– Βλέπει εδώ; Πέρυσι έγινε κατολίσθηση. Έτρεξαν αμέσως συνεργεία μη ντυχόν και πλακώθηκε καν’ αμάξι. Ευτυχώς. Εγώ είχα περάσει απάνω πριν. Στο γυρισμό… βλέπω… πού να περάσω; Είχαν ανοίξει από κάτω, στο ρέμα. Το ξύσανε για να περνούν τ’ αυτοκίνητα. Είχα και τη Μαρία κοντά. Έκλαιγε. Παίρνω ένα ξύλο – σκοτάδι, ε; – και κοίταγα να δω αν βουλιάζει. Είχε κάμποσο νερό. Προχώρησα. Και να κολλήσω, σκέφτηκα, θα με βγάλουν. Πετρέλαιο είχα δεν θα έσβηνα τη μηχανή… Κρύυο;… Πέρασα…

Το κυνήγι του μεροκάματου είναι γοητευτικό. Οι σκέψεις μου στροβιλίζονται σ’ εκείνους τους λιμοκοντόρους, τους υπαλλήλους, που ασφαλισμένοι βρέξει – χιονίσει, ζητούν με απεργίες να εξασφαλίσουν και το δεύτερο αυτοκίνητό του ή της συζύγου, με μονό ή ζυγό. Εδώ, ο βιοπαλαιστής, κόντρα στον κίνδυνο, αντρώνεται, έχει γροθιά ο βιοπαλαιστής, που τη σηκώνει απειλητικά στο χάρο.

Κανένας ασφαλισμένος άνθρωπος δεν ήταν Δημιουργός. Όλοι οι Δημιουργοί είχαν βασικό χαρακτηριστικό τους την ανασφάλεια…

Σταθμός πρώτος στον Τυμφρηστό. Για καφέ. Δυο γιαγιάδες πίνουν το καφεδάκι σιωπηλές, κοιτώντας αφηρημένα τον απέναντι τοίχο και το χρόνο πίσω τους. Μια παρέα παίζει χαρτιά. «Φούτσι» ανακράζουν και αστειεύονται. Τα καφενεία στην Ελλάδα είναι παντού ίδια.

Δεύτερος σταθμός στη Μακρακώμη. Έχει νυχτώσει. Μια βόλτα στα μανάβικα κι ύστερα φαγητό. Γιουβέτσι. Το μόνο που διαθέτει η κουζίνα. Στο διάολο η χορτοφαγία γι’ απόψε.

Είχε γιορτή στη Μακρακώμη. Τελείωσε όταν φτάσαμε ’μεις. Η μάχη που έγινε με τους αντάρτες και τους Γερμανούς, γιορτάζονταν σήμερα, κι η κουβέντα της ήταν στο στόμα της παραδίπλα παρέας.

– Γιατί να τους πειράξουμε ’μεις; Καλά μας έκαναν και μας έκαψαν. Στο Λιανοκλάδι που δεν τους πείραξαν, τη γλυτώσανε. Οι Γερμανοί, αν δεν τους πείραζες, δεν σε πείραζαν…

Περίμενα από κάποιον νεαρό, στην παρέα, ν’ αντιδράσει, να πει κάτι, τίποτα. Πληροφόρησε όμως τους άλλους ότι κάποιος από το Βόλο ζητάει τα κόκαλα ενός αντάρτη.

– Ξέρω, που είναι! Νάρθει σε μένα. Είναι σ’ ένα κυπαρίσσι κοντά… τα ’χω ψάξει εγώ…

Η ταβερνιάρα ξύπνια αποφεύγει να πάρει μέρος. Είναι επαγγελματίας, δεν πρέπει να χρωματιστεί. Κι εμείς ήρθαμε να πουλήσουμε λεμόνια. Δεν πρέπει ν’ αναμιχθούμε σε πολιτική κουβέντα…

Φεύγουμε για τη Σπερχειάδα. Θα περάσουμε πριν από τον περιπτερά. Κάποιος στην Κατοχή κάτω θέλει τριφυλλόσπορο. Να πάρουμε πληροφορίες.

– Βρε, βρε, βρε! Πούσαι συ; φώναξε στο μπάρμπα – Νίκο.

– Τι γίνεσαι; Θα πουλήσουμε λεμόνια; Ήρθαμε με λεμόνια.

– Πόσο τάχεις;

– Εξήντα!

– Ου! Μ’ εξήντα θα ξεπουλήσεις. Εκατό τάχουν εδώ.

Είπανε κι άλλα.

Ένας νεαρός ζητάει τσιγάρα. Ολντ – Νέιβι.

– Τον βλέπεις αυτόν; λέει ο περιπτεράς. Που όταν τελείωνε τη δουλειά τον ξεμπουκάριζε.

– Οι κυβερνήσεις είναι όλες μάπες. Αυτός ο πατέρας του έχει τρακόσια στρέμματα, τρεις πολυκατοικίες και δεν ξέρω τι άλλο. Τον έβαλε στον ΟΤΕ ο μπάρμπας του. Βούηξε ο τόπος. Γιατί ρε κύριε; Δεν δίνει αυτή τη θεσούλα σ’ ένα φτωχόπαιδο, να φάει ψωμί… Τι να τα κάνει αυτός; Γι’ αυτό σου λέω! Μάπες…

Είπε πολλά. Για τις κλαδικές. Για τους κομματαρχαίους. Για τις κλαδικές που είναι χειρότερες απ’ τους κομματαρχαίους.

Η κουβέντα γυρίζει στα καθημερινά.

– Υπάρχει τριφυλλόσπορος; λέει ο μπάρμπα – Νίκος.

– Όσον θέλεις. Θέλεις πολύ;

– Καμμιά τρακοσιαριά κιλά.

– Θα βρούμε. Θα ρωτήσουμε.

– Ξέρεις… Πάθανε ζημιά φέτος κάτω. Ο σπόρος που πήραν απ’ την Ένωση, ήτανε δράμα… Φασαρίες…

– Απ’ την Ένωση, ε; Ξέρω εγώ. Να σου πω εγώ. Η Ένωση τάχει πλακάκια με τους εμπόρους. Έτσι γίνεται πάντα. Η Ένωση παίρνει πάντα τον άχρηστο σπόρο και οι έμποροι τον καλό. Έτσι βασιλεύουν οι έμποροι, γιατί μόνο σ’ αυτούς βρίσκεις καλό σπόρο.

Του είπαμε να ρωτήσει για σπόρο και θα περάσουμε αύριο. Είχε όρεξη για κουβέντα.

– Εγώ αυτή τη φορά ψήφισα Ν. Δημοκρατία. Το ’81 ΠΑΣΟΚ. Αλλά όταν είδα στην τηλεόραση Κου – Κου – Ε, κόκκινες σημαίες κ.τ.λ. οπ! Είπα. Πού πάμε; Θα βγάζουμε τους καρτσαπλιάδες στην τηλεόραση; Ποιος κυβερνάει λοιπόν; Και πότε πήρα την απόφαση; Λίγο πριν τις εκλογές, έρχεται ένας εδώ παρακάτω μένει, κομμουνιστής, «θα σας πάμε στην κάλπη με το χωροφύλακα τώρα, ήρθε η ώρα σας» μού ’πε. «Στο λέω από τώρα», του είπα. «Θα ψηφίσω Νέα Δημοκρατία. Είμαι δημοκράτης εγώ, δε φοβάμαι».

Μούρχεται μια αναγούλα στο στομάχι. Για όλους και όλα. Θέλω να φύγουμε.

Το βράδυ, πίνοντας τον καφέ μιας, καταστρώνουμε το αυριανό σχέδιο δράσης μας.

– Εσύ, λέει ο μπάρμπα – Νίκος, θα πας στη Λαμία. Θα πας στον τάδε και στον τάδε. Θα κλείσεις συμφωνία να φέρουμε φορτίο λεμόνια. Με την παλάντζα δεν αδειάζεις αμάξι. Θα πας στα πρατήρια. Εγώ θα μείνω εδώ.

Κάνοντας μια τελευταία βόλτα στην πλατεία, που αύριο θα γινόταν η Λαϊκή και αρκετοί παραγωγοί ετοίμαζαν ήδη το πόστο τους, συναντήσαμε φίλο.

– Γειά σου πατριώτη! του φωνάζω από πίσω.

Γυρίζει. Δεν περίμενε να μας δει. Πέρασε μια σκιά στα μάτια του. Θα ήταν καλά να είχε μόνο αυτός λεμόνια στη Λαϊκή. Μ’ εμάς…

Αστειεύτηκαν με τον μπάρμπα – Νίκο κι ύστερα, γυρνώντας σε μένα μου λέει με απορία.

– Εσύ, τι δουλειά έχεις εδώ;

– Μακάρι νάξερα! του απάντησα.

Όταν απομακρυνθήκαμε, μου λέει ο μπάρμπα – Νίκος.

– Χρόνια γυρνάει στις λαϊκές και δεν κατάφερε ακόμη να πάρει μια ζυγαριά. Παλεύει ακόμα με την παλάντζα… Άλαλος σου λέω…

Πήγαμε για ύπνο. Στην καρότσα. Ανάμεσα στις σακούλες με τα λεμόνια.

– Φαντάρος έκαμες; Έκαμες.

– Έκαμα. Μα η ζωή εδώ έξω, δεν είναι αλλοιώτικη από τη στρατιωτική.

Είπα.

Το άλλο πρωί, ήπιαμε καφέ στο καφενείο του Πρακτορείου. Πολλοί περίμεναν το πρώτο λεωφορείο για τη δουλειά τους. Εδώ δίπλα μου, ένας οικονομολόγος αναλύει την πολιτική επικαιρότητα κι έχει ακλόνητα ντοκουμέντα για τις κοινωνικοποιήσεις, για τα πετρέλαια, για την επιχειρηματική ζωή, για τις κοινωνικές ασφαλίσεις, για όλα. Είναι απολαυστικός. Χαμογελώ. Παίρνει θάρρος. Και μιλάει περισσότερο. Σκυθρωπιάζω. Αποθαρρύνεται. Βγάζω τσιγάρο και μου δίνει φωτιά. Τώρα ήμουν υποχρεωμένος να τον ακούσω. Υποτάσσομαι. Ευτυχώς έρχεται το λεωφορείο και φεύγει. Εγώ θα έφευγα με το δεύτερο για τη Λαμία.

Βοηθάω τον μπάρμπα – Νίκο να κατεβάσουμε τα λεμόνια. Έχουμε φτιάξει το πόστο, δίπλα σ’ ένα περίπτερο. Ξαφνικά τον βλέπω να σταυρώνει τα χέρια μ’ απόγνωση και, σταυρωμένα, να τα σηκώνει ψηλά, σαν ικεσία στο Θεό.

– Τι συμβαίνει; ρωτώ.

– Η Μαρία, δεν έβαλε στ’ αμάξι το τάσι…

Τάσι εστί αυτό που κρεμάμε στην αυτόματη ζυγαριά.

– Τώρα;

– Τώρα; Τίποτα…

Θυμήθηκα τον πατριώτη, που χρόνια τώρα στις Λαϊκές, δεν είχε αξιωθεί ν’ αγοράσει ζυγαριά και ζυγίζει με την παλάντζα.

– Νάχαμε μια παλάντζα! είπα μέσα μου.

Τελικά προσφέρθηκε ο διπλανός μας να μας εξυπηρετήσει. Βάσανο.

– Πάρε κι ένα τάσι στη Λαμία, μου λέει ο μπάρμπα – Νίκος.

Στη Σπερχειάδα τις Λαϊκές τις κάνουν οι γυναίκες. Γριούλες, μεσόκοπες, κάπου και πού καμμιά νέα, οι άντρες λιγοστοί. Η κίνηση έχει αρχίσει κατά τις εφτά, όταν εγκαταλείπω πίσω μου αυτό το μωσαϊκό των βιοπαλαιστών και των νοικοκυράδων που άρχισαν να κατεβαίνουν με το καλαθάκι τους ή το καρότσι τους.

Στο λεωφορείο, κοιτάζω απ’ το παράθυρο τους κάμπους και τους πλαταμώνες και σκέφτομαι τα τσιφλίκια, τους κολίγους και τον Αντύπα.

Στην πλάτη μου νιώθω ένα εφαπτόμενο βάρος από τη ματιά του κοριτσιού πίσω μου. Γύρισα. Ήταν το κορίτσι που με κοίταζε και στο πρακτορείο. Συνέχισα να κοιτάζω έξω προσπαθώντας να εξηγήσω την ευκολία που συνάδελφοί μου… έμποροι, απατούσαν τις γυναίκες τους στα ταξίδια που έκαναν.

Δεν είχα καμμιάν αντίστοιχη διάθεση ούτε ακόμα κι όταν το κορίτσι, αλλάζοντας θέση, κάθισε δίπλα μου. Μήτε την κοίταξα. Λίγο μετά μ’ άγγιξε – τυχαία δήθεν – με τον αγκώνα της. Αργότερα, με το πόδι της. Κάπου – κάπου, με την άκρη του ματιού μου, την έβλεπα να με κοιτάζει και ν’ απορεί γιατί δεν έδινα σημασία στις σιωπηρές της προσκλήσεις.

Φτάνοντας στη Λαμία, σηκώθηκε. Με κοίταξε. Είχε απορία στα μάτια… Όχι… Μόνο απορία.

Κατέβηκα κι εγώ. Ρώτησα στο πρώτο περίπτερο για τα πρατήρια. Ένιωθα να με παρακολουθεί.

Ο περιπτεράς δεν με καταλάβαινε.

– Τα πρατήρια. Η λαχαναγορά. Ξέρετε πού είναι;

– Μανάβικο θέλεις;

– …

– Έχει ένα εδώ στη γωνία δεξιά, συνέχισε. Μόλις στρίψεις.

Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο συνεννόησης. Δρόμο…

Προτού πάω στους δυο εμπόρους που είχα σημειώσει στο πακέτο με τα τσιγάρα, θά ’πρεπε – σκέφτηκα – να θυμηθώ μερικούς κανόνες του μάρκετινγκ.

Μπήκα σ’ ένα καφενείο.

Ήμουν αξύριστος. Έπρεπε να ξυριστώ για να δείχνω καθωσπρέπει; Μπα! Άλλωστε κείνη την ώρα έπρεπε να δείχνω αγρότης. Αγρότης με γυαλιά; Να τα βγάλω… Μα θα βλέπω θολά… Γιατί οι αγρότες να μη φοράνε γυαλιά; Έλα τώρα, δεν ήταν δα και μεγάλα εμπόδια τούτα. Το παν είναι πώς θα μιλήσω.

Προγραμμάτισα τα λόγια μου. Είχα φροντίσει να μάθω από τον μπάρμπα – Νίκο, όλα τα στοιχεία… περί το εμπόριο…

Μπήκα σ’ ένα ταξί.

– Λαχαναγορά, είπα.

– Σου είπα να ξεφορτώσεις τα τελάρα. Αλλά εσύ, όταν εγώ μιλάω, εσύ κλάνεις… Αει τώρα και βάλτα εκεί πέρα και μη μου ανεβάζεις τη μπίεση.

– Γεια σας, είπα στον κύριο που φώναζε τον… κάλφα του.

– Γεια σας! μου είπε αλλάζοντας ύφος.

Πήρα ύφος να ταιριάζει σ’ έμπορο. Τον αντίχειρα τον πέρασα στη ζώνη μου αφήνοντας τ’ άλλα δάχτυλα να κρέμονται απ’ έξω στο παντελόνι. Τσιγάρο. Το ένα μου πόδι κάγκελο. Λίγη καμπούρα…

Τα κατάφερα να μιλήσω καλά και να του δείξω πως ξέρω από λεμόνια, τιμές, εμπόριο και τα συναφή.

– Τ’ όνομά σας, το συγκράτησα από τον παππού μου, είπα. Όταν ξεκινούσε ο μεγάλος σας αδερφός, ο παππούς μου του έφερνε πράγματα.

Ενδιαφέρθηκε – είν’ αλήθεια.

– Κρίμα! είπε. Αν ερχόσουν τρεις μέρες νωρίτερα, θα σου έλεγα να μου έφερνες ένα φορτίο κάθε βδομάδα. Έκλεισα από το Αίγιο και την Πρέβεζα. Να, βλέπεις;

Έβλεπα. Ήταν γεμάτος. Από το μυαλό μου πέρασε ένας ήρωας του Σαμαράκη που χάνει τη δουλειά, επειδή γύρισε στο κουρείο να ξυριστεί.

Αν και δεν είχα πάει να ξυριστώ, όπως σκεφτόμουνα, έχασα τη δουλειά, γιατί άργησα τρεις μέρες να την ψάξω…

Είχα να κάμω κι άλλη επαφή. Έψαξα. Βρήκα τον άλλο έμπορο. Ήταν πολύ ευγενικός.

– Καφεδάκι;

Αρνήθηκα.

– Κοίτα, μου λέει. Ο κόσμος δεν ξέρει ν’ αγοράζει. Θέλει το κίτρινο λεμόνι. Εσύ έχεις πράσινο. Τα ξέρω εγώ τα λεμόνια σας. Γουρίτσα. Είναι η καλύτερη ποιότητα.

– Τα κίτρινα τέτοιο καιρό… είναι από το φούρνο… παρατήρησα.

– Ναι! Βέβαια! Μα οι νοικοκυρούλες δεν ξέρουν ποιο λεμόνι έχει το ζουμί. Τα δικά σας λεμόνια είναι πιο ζουμερά. Το ξέρω. Αγόρασα όμως με πενήντα και πούλησα σαρανταπέντε.

Δεν κυλάνε… Αν είχες κίτρινα, ευχαρίστως. Άμα κιτρινίσουν τα λεμόνια σας, τηλεφώνα μου και θα το κανονίσουμε.

Αποτέλεσμα… τζίφος. Αν και τα λεμόνια μου ήταν στρογγυλά… δεν κυλούσαν.

Είχα ρητή εντολή από τον μπάρμπα – Νίκο να μην πάω σε άλλον έμπορο. «Είναι μπαγάσηδες. Δεν τους έχω εμπιστοσύνη».

Έφυγα.

Πήρα και το τάσι στη Λαμία. Επιστροφή στη Σπερχειάδα.

Με περίμενε ανυπόμονα. Ιδρωμένος, μέσα στον ήλιο, περίμενε τις κυράδες. Πονούσε το κεφάλι του.

Του έδωσα το τάσι.

– Είναι το τρίτο που αγοράζω έτσι, μου είπε.

– Πήγαινε και πιες καφέ, κάθομαι γω, είπα.

– Τι έγινε στη Λαμία;

– Το και το…

Δεν φάνηκε ν’ αμφισβητεί τις ικανότητές μου. Αλλά ήταν στεναχωρημένος. Πήγε για καφέ.

Να πάρει η ευχή! Δεν μπορούσα να ζυγίσω ακριβώς! Φοβόμουν μην κλέψω… Το ένα κιλό το έκανα ένα πενήντα. Τα δύο, δύο εκατό…

Ήρθε δώδεκα. Η κίνηση αραίωσε. Σιγά – σιγά τα μάζευαν. Μαζέψαμε κι εμείς. Επιστροφή στην πατρίδα…

Στο δρόμο μου εξήγησε ότι τα κίτρινα λεμόνια που τ’ αποπρασινίζουν σε φούρνους είναι των εμπόρων.

– Οι παραγωγοί δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν αποπρασινισμό. Μονάχα οι έμποροι.

– Γιατί; τον ρώτησα οργισμένος.

– Δεν σου είπα; Καμιά κυβέρνηση δεν κοιτάει τον παραγωγό. Είχαμε φούρνο να τα κάνουμε κι εμείς κίτρινα. Μα το απαγορεύουν στους παραγωγούς…

Εκεί ψηλά στον Τυμφρηστό βουνό με το βουνό δε σμίγει. Αναπάντεχη συνάντηση με τον αστυνομικό του χωριού που το ’71 υπηρετούσε στο Θέρμο, την εποχή με τους εξόριστους.

– Όλοι σήμερα, είναι υπουργοί, είπε χαμογελώντας.

Μας ρώτησε για πολλούς. Και θυμήθηκε ότι, όταν τελείωσε η εξορία, ο σημερινός υπουργός Δροσογιάννης, πήγε να κουρευτεί.

– Είχε μια γενειάδα, ως εδώ! (έδειξε λίγο παραπάνω από την κοιλιά του). Την ημέρα που έφευγε του πήγαν τη γενειάδα και του είπαν να την κρατήσει ενθύμιο…

Φαντάστηκα τον Δροσογιάννη να έχει εκείνη τη γενειάδα σε θέση περιωπής στο σαλόνι του σπιτιού του και χαμογέλασα.

Ήταν συμπαθής.

– Πέρασα όμορφα στο Θέρμο και στα γύρω χωριά. Το ψητό είχε τότες εξήντα δραχμές. Σήμερα έχει χίλιες… Μας λέγαν γιατί κάνουμε παρέα με τους ταξιτζήδες. Αφού κανείς άλλος δεν μας έκανε παρέα. Με ποιον να πηγαίναμε;

Ήπιαμε τον καφέ μας και κινήσαμε πάλι. Οι στροφές μας περίμεναν ψυχρές και ανελέητες. Μου ήρθε στο νου για τους ανθρώπους που έχουν ακαμψία στη σκέψη τους.

– Οι άνθρωποι αυτοί, είπα στον μπάρμπα – Νίκο, μοιάζουν μ’ έναν οδηγό που για να κατέβει στο Αγρίνιο από τον Τυμφρηστό, μπαίνει στ’ αμάξι, βάζει μπροστά, δένει το τιμόνι ίσα μπροστά και πατάει το γκάζι. Αλλά σκοντάφτει στην πρώτη στροφή. Μπορεί και να σκοτώνεται. Ο σωστός άνθρωπος είναι ευέλικτος, πάει από το δρόμο, περνάει όλες τις στροφές και φτάνει στο στόχο του. Αλλιώς χάνεται.

Χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να με παρακολουθήσει όπως ήθελα. Και δεν γέλασε.

Σε μιάν από τις χιλιάδες στροφές του δρόμου είδαμε μια πινακίδα, τη μοναδική, που προειδοποιούσε: στροφή δεξιά…

Ποιος είπε ότι η Τροχαία δεν έχει χιούμορ;

Η πορεία μας τέλειωσε. Κατάκοποι ξεφορτώσαμε τα πράματά μας και κουβαλήσαμε στα σπίτια μας τα λιγοστά καλούδια για τις γυναίκες μας.

Εκείνος ένα – δύο κιλά γιαρμάδες για τη Μαρία κι εγώ δύο ματσάκια άγριο Βελουχιώτικο τσάι για τη Βάσω…

Τύμπανο 4 / Ιούνιος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Περιεχόμενα άρθρου

Διαβάστε επίσης: