Για να εκτιμηθεί ξανά από τον λαό η δημοσιογραφία, μάλλον πρέπει να εκλείψει. Ναι, σίγουρα πρέπει να εκλείψει. Να έρθει μια ώρα σ’ αυτή τη χώρα που δεν θα υπάρχει ούτε μία εφημερίδα ανοιχτή, ούτ’ ένα περιοδικό, ούτε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός όρθιος. Ούτε ένα site. Να μείνει μόνο στο internet η “δημοσιογραφία των πολιτών”… Μόνο τα blogs!

Γιατί μόνο τότε θα δει όλος ο κόσμος “πόσα απίδια πιάνει ο σάκος”, πάνω δε απ’ όλους θα το δουν οι ίδιοι οι blogers, αυτοί που, καιρό τώρα, χωρίς την δουλειά των επαγγελματιών δημοσιογράφων, το μόνο που θα μπορούσαν να γράψουν στο blog τους, είναι ο σκύλος του γείτονα που αλυχτάει και δεν αφήνει κανέναν στη γειτονιά να κοιμηθεί.

Ναι, είναι αυτοί οι ίδιοι που με ύφος σαράντα καρδιναλίων χρόνια τώρα “κρεμάνε στο Σύνταγμα” ή στέλνουν στο Γουδί για εκτέλεση τους δημοσιογράφους μαζί με τους πολιτικούς. Ναι, αυτοί οι ίδιοι που κάθε μέρα κουνάνε το δάχτυλο στους επαγγελματίες δημοσιογράφους, στήνοντας ένα απέραντο λαϊκό δικαστήριο όπου καταδικάζονται χωρίς απολογία υπολήψεις και συνειδήσεις. Ναι, αυτοί συκοφαντούν υστερικά την ίδια την δημοσιογραφία που λεηλατούν κάθε μέρα, ληστεύουν τα θέματα που παράγουν οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, τροφοδοτούν την δική τους δήθεν ανεξάρτητη και ελεύθερη δημοσιογραφία των πολιτών”…

Αυτοί που ανυποψίαστα (να μην πούμε άσκεφτα) έκαμαν καθημερινή αναπαραγωγή των στοχευμένων απαξιώσεων που (εναντίον της δημοσιογραφίας και της πολιτικής) εξαπολύουν κλειστά κι οργανωμένα κέντρα υπονόμευσης της Δημοκρατίας, ναι, αυτοί που, όταν τα Μέσα Ενημέρωσης θα κλείσουν, δεν θα έχουν από πού να κλέψουν το υλικό της ασύστολης φλυαρίας τους, αυτοί δηλαδή, που, πρώτοι απ’ όλους, θα βρεθούν σε κενό αέρος γιατί θα φτάσουν αναπόφευκτα σε απόγνωση αν καταφέρουν στο τέλος και σκοτώσουν την επαγγελματική έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Δεν είναι μόνο αγνώμονες και αχάριστοι για την πηγή των πληροφοριών και των σχολίων τους, είναι ασυνείδητα (εντελώς ανυποψίαστα, όχι όμως αθώα) όργανα επιτηδείων πηγών παραπληροφόρησης και αποπροσανατολισμού του λαού.

Ναι, ισχύει κι εδώ πώς τυραννάς τη μάνα σου όσο την έχεις, αλλά εκτιμάς την αξία της όταν σου λείψει.

Για να μιλήσουμε όμως με δεδομένα, για να πάρουμε ως δεδομένο το αποτέλεσμα τόσης και τόσης προσπάθειας που έγινε στα socail media, δεν είναι μόνο ΑΥΤΗ η (συκοφαντημένη, μοιραία δε ξεπεσμένη) δημοσιογραφία που πρέπει να εκλείψει. Είναι και ΑΥΤΟΙ οι δημοσιογράφοι που πρέπει να εκλείψουν. Δεν είναι δηλαδή μόνο η έννοια της δημοσιογραφίας, αλλά και το προσωπικό της. Αυτό το προσωπικό που στελεχώνει σήμερα το εκδοτικό και το δημοσιογραφικό κατεστημένο της χώρας, πρέπει ν’ αποσυρθεί, να ελευθερωθεί ο χώρος και να συλληφθεί, να κυοφορηθεί, να γεννηθεί το νέο.

Η δημοσιογραφία και οι δημοσιογράφοι ανήκουν στον ίδιο κανόνα που ανήκουν η πολιτική και οι πολιτικοί. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι ραδιοφωνικοί και οι τηλεοπτικοί σταθμοί ανήκουν στον ίδιο κανόνα που ανήκουν τα πολιτικά κόμματα. Αν πρέπει να ξηλωθούν τα κόμματα όπου θητεύουν οι πολιτικοί και ασκούν πολιτική, αν πρέπει να γεννηθούν νέα και υγιή κόμματα στη θέση τους, το ίδιο ακριβώς (όσο και ν’ ακούγεται ακραίο) πρέπει να συμβεί και με τις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, όπου θητεύουν οι δημοσιογράφοι και ασκούν δημοσιογραφία.

Βίοι παράλληλοι; Ναι. Αυτοί οι δύο πυλώνες της Δυτικής Δημοκρατίας (η πολιτική και η δημοσιογραφία) είναι άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους, η τύχη τους είναι κοινή. Και ο κύβος ερρίφθη: Μετά από τόσο αγώνα της “δημοσιογραφίας των πολιτών” εναντίον της “δημοσιογραφίας των Μέσων”, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα πολιτικά κόμματα σε ποσοστό 92%, τη Βουλή σε ποσοστό 83%, την κυβέρνηση σε ποσοστό 82% και τις περιφερειακές αρχές σε 82%. Επίσης οι πολίτες εκφράζονται αρνητικά για την τηλεόραση σε ποσοστό 80%, για τον γραπτό Τύπο σε ποσοστό 65% και για το ραδιόφωνο σε ποσοστό 61%.

Τι άλλο άραγε χρειάζεται ν’ αποτυπωθεί σε δημοσκοπήσεις για να καταλάβουμε ότι αυτή η πολιτική ΚΑΙ αυτή η δημοσιογραφία πρέπει (το λέμε ακραία) να εκλείψουν;

Η σήψη και η παρακμή των εννοιών αποτυπώνεται στην επιχειρηματολογία των ίδιων των συνδικαλιστών που απεργούν, όταν εκφράζονται εναντίον των συναδέλφων τους, εκείνων δηλαδή που αρνούνται να υπακούσουν στην αριστερή συνδικαλιστική ηγεσία. Διατυπώνουν το χυδαίο πράγματι επιχείρημα ότι… οι συνάδελφοί τους σπάνε την απεργία, επειδή έτσι (σε βάρος των απεργών) κερδίζουν αναγνωστικό κοινό…

Τι έχουμε εδώ;

Έχουμε την ίδια εκείνη γενίκευση, την ίδια συκοφαντία που διατυπώνουν οι αδαείς (ενίοτε δε και τα μίσθαρνα όργανα ποικίλων συμφερόντων) εναντίον της δημοσιογραφίας και των δημοσιογράφων. Διατυπώνεται δηλαδή μία συνδικαλιστική καταγγελία και, ανερυθρίαστα, λέει στην Κοινή Γνώμη ότι οι απεργοσπάστες ενεργούν από αισχρή ιδιοτέλεια! Θα ήταν δε σωστή αυτή η καταγγελία, αν ΔΕΝ κατακρεουργούσε μια σοβαρή πιθανότητα: Οι απεργοσπάστες να κινούνται από άποψη. Από θέση. Από πεποίθηση. Από θεωρία. Από θεμελιωμένη γνώμη, ότι: Δημοσιογραφία είναι η μεγαλύτερη και η ισχυρότερη διαδήλωση εναντίον του αυταρχισμού αυτής ή της προηγούμενης ή της επόμενης κυβέρνησης, είναι η διαρκής διαμαρτυρία του λαού που εκφράζεται μέσω των δημοσιογράφων. Όσο κι αν αυτά έχουν ξεχαστεί από τους πολλούς, δεν θα πάψουν ποτέ να ισχύουν ως αρχέτυπα της δημοσιογραφικής λειτουργίας… Η απεργία των δημοσιογράφων είναι αβάντα στην κυβέρνηση. Οι δημοσιογραφικές απεργίες υποσκάπτουν το κύρος και την αξιοπιστία της ίδιας της δημοσιογραφίας χωρίς να κερδίζουν ΤΙΠΟΤΑ για τον κλάδο.

Λοιπόν, όταν οι απεργοί αποδίδουν τόσο ταπεινά ελατήρια και συγκεκριμένα μια τόσο φριχτή ιδιοτέλεια στους απεργοσπάστες, αρνούνται στην πράξη ν’ αποδεχτούν μία θεμελιωμένη σε επιχειρήματα λογική που, οι απεργοσπάστες πάντα, (για χάρη του Δικαίου) προτείνουν. Είναι τότε η ώρα που πετιέται βάρβαρα στον κάλαθο των αχρήστων η Συλλογική Αρχή ότι: Στην διαφωνία έχουν όλοι δικαίωμα, στην συκοφαντία όμως ουδείς.

Τα σοβαρά θέματα είναι πολλά. Εδώ όμως θα περιοριστούμε σε όσα μπορεί και πρέπει να παρακολουθήσει το αναγνωστικό κοινό. Θα κλείσουμε πάντως αυτό το άρθρο με την επισήμανση ότι: Οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να μιλούν ανοιχτά στο κοινό για τα του οίκου τους, επειδή τα νομικά θεμέλια του κλάδου τους προσθέτουν ή αφαιρούν λαϊκή εμπιστοσύνη στην εργασία τους. Σ΄ αυτό το πνεύμα κινείται και το κείμενο που κλείνει εδώ.

Ακολουθήστε τον Παντελή Φλωρόπουλο στο TWITTER.

Προηγούμενο άρθροΟ εορτασμός του Αγίου Θωμά στο Αγρίνιο (ΦΩΤΟ)
Επόμενο άρθροΑπελευθέρωση πτηνών στο Παρατηρητήριο της Κλείσοβας (ΦΩΤΟ)
Παντολέων Φλωρόπουλος
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ