Η κυρία Φρόσω πήγε σε φροντιστήριο της πόλης της να γράψει το παιδί της για να παρακολουθήσει μαθήματα της τρίτης Λυκείου. Μίλησε με τους υπεύθυνους του φροντιστηρίου, έκαμε την εγγραφή, ξεκίνησαν τα μαθήματα. Την πρώτη μέρα η μαθήτρια πήγε στο μάθημα συνοδευόμενη από τη μητέρα της. Η κόρη της κυρίας Φρόσως μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας και η ίδια ζήτησε ευγενικά από τους υπεύθυνους αν μπορεί να παραμείνει στον προθάλαμο για να περιμένει το παιδί της.
Έτσι κι έγινε, κάθισε η κυρία Φρόσω σε μια καρέκλα στη γωνία, άνοιξε ένα λογοτεχνικό βιβλίο και διάβαζε χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Μετά από τρεις ώρες που τελείωσε η κόρη της ευχαρίστησε τους υπεύθυνους του φροντιστηρίου και με την κόρη της έφυγε.
Την επόμενη μέρα έγινε ξανά το ίδιο. «Αφού είμαι στην αγορά» είπε «να περιμένω να την πάρω».
Το ίδιο έκανε και την τρίτη μέρα, κάθισε στη γωνία, διάβαζε και περίμενε την κόρη της.
Την τέταρτη μέρα πήγε στο φροντιστήριο και, όταν τα παιδιά μπήκαν για μάθημα, είπε στην υπεύθυνη του φροντιστηρίου:
– Θέλω να σας εξηγήσω τη στάση μου όλες αυτές τις μέρες γιατί απορήσατε ίσως… και δικαίως! Ήθελα να δω τον κόσμο που μπαίνει στο φροντιστήριο, ήθελα να δω με ποιους θα συναναστρέφεται το παιδί μου. Είμαι πολύ ευχαριστημένη…
Την αφήνω σε καλό περιβάλλον και είμαι ήσυχη.
Πάνω κει που λες «χάθηκαν όλα» έρχεται ένα επεισόδιο που αποδεικνύει ότι οι σοφοί άνθρωποι είναι πάντα εδώ…