Τι μου λένε οι αναγνώστες, Γιάννη μ’; Να σου πω… Αλλά θα σου πω, αφού αφαιρέσω τους αναγνώστες που ανήκουν στο 1%… Αυτοί δεν μιλάνε ποτέ. Λειτουργούν στην περιοχή του αυτονόητου, ότι δηλαδή όταν υπάρχει μια καλή υπογραφή στην εφημερίδα, αγοράζουν την εφημερίδα για να τιμήσουν την κατάθεση του καλού λόγου. Είναι αναγνώστες, επειδή θεωρούν αυτονόητο το καλό γράψιμο της εφημερίδας που πληρώνουν, η οποία δεν έχει ορθογραφικά λάθη, γράφει χωρίς ακρότητες, είναι ανοιχτόμυαλη, σύνθετη, ακομμάτιστη, κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση και τα λοιπά και τα λοιπά…
Άκου τώρα μερικά από τα συμπεράσματά μου μετά από είκοσι δύο χρόνια στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, σου μιλώ για τους αναγνώστες που ανήκουν στο 99%:
Όσο πιο πολλά γράφω, τόσο πιο πολύ ακούω την άποψη ότι «αυτή η εφημερίδα δεν γράφει τίποτα». Όσο πιο σοβαρά θέματα γράφω, τόσο πιο πολύ ακούω την άποψη ότι «τα θέματα αυτής της εφημερίδας ανήκουν στη σφαίρα της ουτοπίας». Όσο πιο καλά γράφω, καλά από συντακτικής πλευράς, τόσο πιο πολύ τα θέματά μου απομακρύνονται από την περιοχή του ενδιαφέροντός τους.
Αλλά, ξέρεις κάτι, Γιάννη μ’;
Μη με βάζεις σ’ αυτό το πεδίο των συλλογισμών! Αρρωσταίνω. Γιατί θέλεις να σου λέω τέτοια πράγματα; Κάτσε να πιούμε τον καφέ μας, ας μιλήσουμε περί ανέμων και υδάτων, όχι γι’ αυτά, δεν αντέχω, μ’ αρέσει να μιλώ για τους ανθρώπους όταν έχω να πω κάτι ωραίο γι’ αυτούς… Αν υποχρεωθώ να μιλήσω για τα ελαττώματά τους, πέφτω, γκρεμίζομαι, τσακίζομαι… Λες και είναι χειρότερο να μιλώ εγώ για τα κακά τους, από το να τα κάνουν εκείνοι…
Ας μιλήσουμε για φιλοσοφία, Γιάννη μ’… Δεν θες; Καλώς… Ας μιλήσουμε τότε για ποίηση. Θα σου πω ένα ποίημα του Καβάφη, είναι μια ιστορία, έχει τίτλο «αιωνιότης», άκου τι λέει:
Ο Ινδός Αρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος, μισούσε ταις σφαγαίς. Ποτέ δεν έκαμε πολέμους. Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη – (λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι ναοί του) – και μπήκε με θυμό πολύ στου Αρσούνα το παλάτι. Ο Βασιλεύς φοβήθηκε και λέει: «Θεέ μεγάλε συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου». Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε: «Από μένα νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι. Καμμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».
Κατάλαβες, Γιάννη μ’;
«…ποτέ του μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει»…
Θυμάσαι που σούλεγα κι εγώ με δικά μου λόγια ότι «δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε μέσα στο χώρο, ούτε μέσα στο χρόνο»;
Λοιπόν, έχω τελικά την εντύπωση ότι αυτό δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Αν ίσχυε, θα ήταν αρκετή μια χαραμάδα μνήμης για να είναι οι άνθρωποι θεοί. Και δεν είναι. Ισχύει όμως για μια μερίδα των ανθρώπων. Οι πολλοί, αυτοί που σφάζονται μεταξύ τους, αποκλείεται ν’ ανήκουν στα όντα που δεν γεννήθηκαν ποτέ και δεν πεθαίνουν ποτέ. Κάτι θα θυμόντουσαν ρε παιδί μου και θ’ ανατρίχιαζαν στη σκέψη ότι βλάπτουν οποιαδήποτε μορφή ζωής. Επομένως ανήκουν στην κατηγορία των ζώων και των φυτών, αυτοί ναι, είναι τεχνητές κατασκευές, πλάσματα, δημιουργήματα, όπως θες να το πεις… Γι’ αυτό και ο ορισμός του Ερμή του Τρισμέγιστου, ότι «ο θεός είναι αθάνατος άνθρωπος και ο άνθρωπος θνητός θεός» αφορά πολλούς ανάμεσά μας, μια θεϊκή φυλή, λίγους όμως ως προς το σύνολο.
Κι ύστερα επιστρέφω στα λόγια του θεού του πολέμου που κατσάδιασε τον φιλάνθρωπο Αρσούνα: «Καμιά ζωή δεν παίρνεται». Ούτε καν αυτή που χάνεται από το λεπίδι του δήμιου…