Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

«Έργα και Ημέραι» του Σιδερένιου γένους

Κοινοποίηση

isiodos

Η ανθολόγηση μιας σκέψης, μιας παρατήρησης, ισοδυναμεί ενίοτε με ανακάλυψη, ιδίως αν η ανακάλυψη τύχει των ορθολογικών εκτάσεων που επιτρέπουν οι υποδοχές της. Έτσι τουλάχιστον έγινε με την αναγνωστική στάθμευση σε ένα λόγο του Οδυσσέα Ιωάννου (protagon.gr) σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Ελληνικό τραγούδι παραλυμένο;», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει για τα δύο τραγούδια που σημάδεψαν το Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) και σημειώνει: Δεν ήταν οι τότε σύγχρονες τραγουδάρες του Μίκη, αλλά δύο ριζίτικα γραμμένα έναν αιώνα πίσω: Το «πότε θα κάνει ξαστεριά» και το «αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ολοκληρώνει τον συλλογισμό του λέγοντας: «Θέλω να πω πως στα μεγάλα ζόρια μας, συνήθως επιστρέφουμε στις πηγές μας, στις σταθερές φωλιές μας, στις δοκιμασμένες στον χρόνο, τις περασμένες στο αίμα μας».

Ναι;

Μα τότε…

Για στάσου…

Όντως, στο Πολυτεχνείο του ’73, αλλά και μέχρι πρότινος, μερικές δεκαετίες μετά από τότε, τα δύο αυτά Κρητικά τραγούδια δεν έλλειπαν από κανένα «επαναστατικό συμπόσιο», αν και δεν γράφηκαν ούτε για το Πολυτεχνείο, ούτε, πριν απ’ αυτό, για τη δικτατορία, ούτε, μετά απ’ αυτήν, για τη μεταπολίτευση. Γράφηκαν έναν αιώνα παλιότερα! Γράφηκαν, τότε που δεν υπήρχε καμία υπόνοια για τα τεκταινόμενα εκείνου του Νοεμβρίου! Λέγεται μάλιστα ότι το «πότε θα κάνει ξαστεριά» γράφηκε για μια απλή υπόθεση ζωοκλοπής! Που σημαίνει ότι, σήμερα, ψάχνοντας για τα τραγούδια που θα εξέφραζαν ετούτη την εποχή, ώστε να ξεσηκώσουν τη νεολαία, δεν χρειάζεται να γραφούν σύγχρονα τραγούδια, ούτε τα τραγούδια που θα γραφούν να μιλήσουν, και καλά, για τα προβλήματά μας, αλλά θα μπορούσε απλά να γίνει η αναγνώριση παλαιοτέρων που, προφητικά, ποιητικά, ενορατικά, γιατί όχι τυχαία, μίλησαν από πολύ παλιά για τις σημερινές προσδοκίες των επαναστατημένων και των επαναστατών. Μίλησαν με τρόπο που θα μας επιτρέψει να τους προσδώσουμε χαρακτήρα συμβόλου.

Σαράντα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, εμείς οι ίδιοι που χιλιοτραγουδήσαμε το «πότε θα κάνει ξαστεριά», μπορούμε σήμερα να δούμε (όχι αυτοκριτικά, ας τελειώνουμε κάποτε μ’ αυτή την απεχθή και υποκριτική διαδικασία) να δούμε στοχαστικά πίσω από το πέπλο της καταχνιάς που κάνει το μυαλό να προσομοιάζει συνειρμικά ετερόκλητα γεγονότα και, πρωτόγονα εντελώς, να μετατρέπει σε σύμβολο ένα στίχο αδιαφορώντας για την ποιότητα ή το νόημα των υπολοίπων. Στο εν λόγω ηρωικό τραγούδι όλος ο ξεσηκωτικός υπαινιγμός εξαντλείται στις τέσσερις πρώτες λέξεις και θέτει ζήτημα ποιότητας για την αίσθηση της εξέγερσης εκείνης, επειδή οι υπόλοιποι στίχοι απλά συνοδεύουν ως όχλος ένα νόημα που θα μπορούσε να είναι κι αλλιώτικο. Το δε ντουφέκι του μεθεπόμενου στίχου που ακούγεται την ώρα εκείνη της διέγερσης ως σύμβολο μάχης με τον εχθρό, δεν είναι παρά το απωθημένο μιας ηττημένης δράκας επαναστατών που ευτυχώς δεν είχαν νικήσει 24 χρόνια πιο πριν.

Ο συμβολισμός είναι, τελικά, ένα μέρος της καθημερινότητάς μας. Κι αν αυτό είναι αλήθεια (φαίνεται πως είναι) ας επεκτείνουμε λίγο τον συλλογισμό, ας διευρύνουμε τον χρονικό κύκλο της υπόθεσής μας. Από το 1973 ας πάμε στο 730 π.Χ. όταν, καθώς εκτιμάται, ο Ησίοδος έγραψε το ποίημά του «Έργα και Ημέραι».

Να πάμε σ’ αυτό, επειδή ο Ησίοδος στο ποίημά του εκείνο που μετράει βάθος περίπου τριών χιλιάδων ετών, γράφει για τούτες τις μέρες με ακρίβεια και συμβολισμό που ξεχειλίζει. Δεν γράφει ένα ποίημα για κάποια ζωοκλοπή που στο πέρασμα του καιρού μεταβάλλεται αυθαίρετα σε απόλυτη ηρωική πράξη για να εκφράσει την παλικαριά μιας εξεγερμένης γενιάς, με τον Ησίοδο δεν έχουμε τη γέννηση ενός πρωτόγονου, ούτε ξεπερασμένου, αλλά ενός εκλεπτυσμένου και απολύτως σύγχρονου συμβολισμού.

Που σε κάνει να σκεφτείς δύο τινά: Ή οι εποχές είναι πάντοτε ίδιες και μένει μόνο η εκάστοτε αποτύπωσή τους από τον ποιητή ή ο ποιητής μπορεί να διαβάσει το μέλλον (όχι ως χαρτορίχτρα φυσικά, αλλά) ανακαλύπτοντας και, κάποτε, γνωρίζοντας τον Κύκλο της Ζωής ή αποκωδικοποιώντας τα αρχέτυπα του Είναι.

Είναι γνωστό ότι ο Ησίοδος απαριθμεί τα πέντε γένη των ανθρώπων μιλώντας, κατά σειράν, για το Χρυσό γένος, το Ασημένιο γένος, το Χάλκινο γένος, το Ηρωικό γένος και, τελευταίο, το Σιδερένιο γένος, στο οποίο ανήκουμε κι εμείς, όπως ανήκε κι εκείνος το 730 π.Χ. Προτού όμως δούμε τι λέει ο Ησίοδος για την στιγμή που ο Ζευς θα καταστρέψει το Σιδερένιο γένος (όπως έκαμε και με τα προηγούμενα) θα παραθέσουμε το ποίημα του Γιάννη Υφαντή «τα πέντε γένη»:

Τι κι αν μας λέει ο Ησίοδος
ότι το γένος το χρυσό υπήρξε κάποτε
σε μια χαμένη εποχή. Αν θα κοιτάξεις
καλά αν ψάξεις γύρω σου θα δεις
πως όλα εδώ τα γένη συνυπάρχουν. Μη μου πεις
ότι δεν βλέπεις γύρω σου συχνά, δε συναντάς
το ασημένιο γένος των ανθρώπων. Μη μου πεις
ότι ποτέ σου δεν αντίκρισες
κάποιον από το γένος των ηρώων. Κι αν ακόμα
με δυσκολία διακρίνεις μες στο πλήθος
τους σιδερένιους απ’ τους χάλκινους δεν έχει σημασία.
Όλοι τους είν’ εδώ. Κι ο ποιητής
ψάχνει να βρει τους φίλους του εκείνης, όπως λένε, της Χρυσής
χαμένης εποχής.

Πηγαίνοντας λίγο πιο πέρα από την καταπληκτική παρατήρηση του Υφαντή (την οποία πάντως βάζει και στο στόμα του Σωκράτη ο Πλάτων στον Κρατύλο) θα λέγαμε ότι η ποιητική του εικόνα έχει ενταθεί πολύ από τότε που για πρώτη φορά την εντόπιζε. Αν παρατηρήσει κανείς σήμερα (όχι τους νέους, αλλά) τα παιδιά, θα διαπιστώσει μία ασύγκριτη οξύνοια σε σχέση μ’ εκείνη άλλων γενεών. Δεν θα μπούμε στη λογική των παραδειγμάτων για να μην παγιδέψουμε τις δικές σας παρατηρήσεις. Θα πούμε όμως (ποιητικά πάντα) ότι: Οι γεννήσεις για την έλευση του Χρυσού γένους έχουν ήδη πληθυνθεί! Αυτό που παρατηρεί ο Υφαντής, είναι αναμφίβολα έτσι, απολύτως έτσι, αλλά (έχουμε τη γνώμη ότι) δεν ίσχυε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ότι ο Υφαντής το είδε, τότε που το είδε (δεν ξέρουμε πότε το έγραψε) σημαίνει ότι άσκησε επιτυχώς την ποιητική του Τέχνη. Μπορούμε όμως τώρα να διακρίνουμε το αυξητικό φαινόμενο αυτής της συνύπαρξης των γενών, γυρίζοντας δε πίσω, να φτάσουμε ως το σημείο που δεν υπήρχε ολωσδιόλου, όχι πολύ μακριά από τούτες εδώ τις μέρες. Λοιπόν, η ποιητική διάγνωση του Υφαντή ισχύει μόνο για τις ημέρες (ή τα χρόνια) που αρχίσαμε στη διάρκεια αυτού εδώ του τελευταίου μικροκύκλου και συνεχίζουμε πληθυντικά σήμερα να διανύουμε. Αυτό σημαίνει κάτι. Σημαίνει ένα κοσμογονικό γεγονός. Διαπιστωμένα (από την ποιητική ματιά πάντα) το Χρυσό γένος άρχισε να κατεβαίνει στη γη. Σποραδικά, εδώ κι εκεί, ολοένα και συχνότερα πια, βλέπεις εκπροσώπους του «να σκάνε μύτη» και ν’ αποτελούν φωτεινές οάσεις μέσα στην αμμουδερή έρημο του πλήθους. Η νόηση επιστρέφει στους ανθρώπους. Αλλά δεν ήρθε η ώρα της επικράτησής τους. Ή, μάλλον, δεν ήρθε η ώρα της καθολικής αναγνώρισής τους. Έχει δρόμο ακόμα.

Η διαπίστωση αυτή οδηγεί πάντως σε δικαίωση του αρχαίου Ησιόδου και του Πλάτωνα, όσο και του σύγχρονου Υφαντή. Ας δούμε όμως τι έλεγε ο Ησίοδος για την εποχή μας, 2.700 χρόνια πριν, τι έλεγε δηλαδή για την στιγμή που θα τελειώσουν οι μέρες του Σιδερένιου γένους και, κατά συνέπεια, θ’ ανατείλει η επαναγέννηση του Χρυσού:

Αχ! Μακάρι να μην γεννιόμουν τώρα εγώ. Ας γεννιόμουν πρωτύτερα ή αργότερα. Αλλά όχι τώρα. Διότι το γένος αυτό ζει μέσα στο μόχθο και στα βάσανα. Νύχτα – μέρα οι άνθρωποι βασανίζονται και αφανίζονται καθώς τούς έδωσαν οι θεοί έγνοιες πολλές και βαριές. Δεν έχει επικρατήσει το κακό. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Άρα υπάρχει ακόμα ελπίδα. Όμως τα καλά είναι ανακατεμένα με τα κακά.

Αυτό το γένος, πού έχει μαύρη και σκληρή καρδιά, όπως μαύρος και σκληρός είναι ό σίδηρος, το κύριο συστατικό του, θα το καταστρέψει ο Ζευς, με πόνο. Πότε; Τότε, όταν αρχίσουν να γεννιούνται τα παιδιά με λευκούς κροτάφους, τότε που ο πατέρας δεν θα μοιάζει των παιδιών μήτε και τα παιδιά με τον πατέρα. Δεν θά ’ναι πια ξένος (ή ο δικός) ακριβός σ’ αυτόν που τον φιλοξενεί. Μήτε στο φίλο ο φίλος του κι ο αδερφός στον αδελφό του. Και στους γονείς κανένα σέβας δεν θα δείχνουν οι άνθρωποι και θα τους βρίζουν φαφλατίζοντας αδιάντροπα λόγια. Και την οφειλόμενη τροφή στους γέρους γονείς που τους ανάθρεψαν, ούτε κι αυτή θα δίνουν. Καμιά τιμή δεν θά ’χει πια όποιος κρατάει το λόγο του, μήτε ο δίκαιος και ο αγαθός, αλλά θα τιμούν πιο πολύ τον κακούργο και τον ανήθικο. Το μόνο δίκιο θα είναι η δύναμη, διότι η αίσθηση του αληθινού και του δίκιου δεν θα υπάρχει. Και θα συντρίβει ο δειλός τον γενναιότερο άνδρα πλέκοντας δολερά λόγια και μάλιστα θα παίρνει όρκο γι’ αυτά. Και όλους τους πανάθλιους ανθρώπους θα συντροφεύει η Έριδα με την ξετσίπωτη λαλιά, η κακάσχημη, με τη φριχτή της όψη. Και τότε από τη γη την πλατύδρομη προς την κορυφή του Ολύμπου θα φύγουν η Αιδώς και η Νέμεσις κρύβοντας την πανώρια θωριά τους με τα λευκά τους πέπλα. Θα πάνε να σμίξουν με τους αθάνατους θεούς, θα παρατήσουν τον κόσμο. Τα θλιβερά τα βάσανα μόνο θα μείνουν πλέον για τους ανθρώπους. Και για τις συμφορές αυτές καμία γιατρειά δεν θα υπάρχει.

Μα τόσο ακριβής περιγραφή της εποχής μας; Ποια λέξη απ’ αυτές μπορείς να πετάξεις; Καμία. Σημειώσαμε δε ότι ο Ησίοδος μπορεί να μιλά οξυδερκώς για την εποχή του, αλλ’ αναγνωρίζουμε τώρα εμείς τη δική μας, 2.800 χρόνια μετά, επειδή όλες οι εποχές είναι, τελικά, ίδιες. Μπορεί να είν’ έτσι. Μπορεί όμως και όχι. Στην περίπτωση που δεν είναι, στην περίπτωση δηλαδή που ο Ησίοδος γνώριζε τον Κύκλο της Ζωής (γνώση, την οποία αποδίδουμε σε όλους τους αληθινούς ποιητές) γνώριζε δηλαδή την ιστορική νομοτέλεια που ως Νόμος διέπει τον Χώρο και το Χρόνο, είμαστε από τη Λογική υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε τα λόγια του ως διαχρονικά μεν, ακριβή δε και – κατά το μέρος που μας αφορά – ως περιγραφή της μελλοντικής στιγμής (εμείς είμαστε το μέλλον του Ησιόδειου αρχαίου παρόντος) κατά την οποία το Σιδερένιο γένος θ’ αρχίσει να εκλείπει, έτσι όπως το θέλει ανεπίστροφα ο Ζευς.

Κατά τούτο, διαβάζοντας ο αναγνώστης το «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου, παρατηρεί συνοπτικά (μεταξύ άλλων) τα εξής:

1). Η «πτώση» (την οποία ο Ιουδαϊσμός, συνακόλουθα και ο χριστιανισμός, ονομάζει «προπατορικό αμάρτημα») είναι συνεχής και όχι ακαριαία, πολλαπλή και όχι μοναδική, άρα κυκλική, επαναλαμβανόμενη, επομένως είναι απολύτως δυνατόν να μας είναι γνωστή από παλιά ή από τώρα η νομοτελειακή κατάληξη του σιδερένιου γένους.

2). Σύμφωνα με την περιγραφή του Ησιόδου, η άλωση της Τροίας δεν έγινε στα χρόνια του (δικού μας) Σιδερένιου γένους, αλλά του ηρωικού (ίσως και του χάλκινου) δηλαδή του προηγούμενου γένους. Επομένως οι ήρωες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δεν πρέπει να κρίνονται με τα σταθμά του δικού μας γένους. Δεν μπορούν να κατανοηθούν με τα δικά μας μέτρα. Οι διαφορές (των δύο γενών) είναι τεράστιες, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα και σε ό,τι αφορά τα ίδια τα γεγονότα. Μπορεί κανείς να εικάσει βάσιμα ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι αφηγηματικοί κώδικες ενός άλλου πολιτισμού που – δια του Ομήρου – απευθύνονται σε έναν εντελώς διαφορετικό πολιτισμό, πολύ κατώτερο από τον προηγούμενο, άρα και με άλλα γλωσσικά ή εννοιολογικά εργαλεία.

3). Ο Ησίοδος μιλάει για πέντε γένη, το καθένα εκ των οποίων κρατάει μερικές χιλιάδες χρόνια. Επομένως η Ιστορία δεν αρχίζει λίγες χιλιάδες χρόνια πριν, όπως νομίζουμε, αλλά δεκάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν!

4). Το γένος στο οποίο θα ήθελε να ζει ο Ησίοδος (κι εμείς, κι εμείς βεβαίως) ήταν, έστω το προηγούμενο ή το επόμενο, σε καμία όπως περίπτωση ετούτο! Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει επόμενο. Που δεν ήρθε ακόμα. Ποιο να είναι άραγε; Αν ο Κύκλος της Ζωής ισχύει (καθώς πιστεύουμε) τότε… επόμενο γένος, που ΘΑ διαδεχτεί το Σιδερένιο, είναι πάλι το Χρυσό γένος. Τι να σημαίνει άραγε κάτι τέτοιο σήμερα για τον πολιτισμό της Δύσης και της Ανατολής αντάμα;

5). Η ποιητική αφήγηση του Ησιόδου αποτελεί μια υπόμνηση ότι δεν έχουμε μόνο μετενσάρκωση των ψυχών, αλλά και των γενών. Η παρατήρηση αυτή, αν βεβαιωθεί, θα είναι υψίστης σημασίας για την φιλοσοφική κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης.

6). Το πέρασμα από το ένα γένος στο άλλο, δεν έγινε ποτέ με καταστροφή, όπως την εννοούν οι ανυποψίαστοι διερμηνείς των αρχαίων λέξεων, πάνω στην οποία ερμηνεία έγινε τεράστιος ντόρος παγκοσμίως την δωδεκαετία που πέρασε. Η μετάβαση από το ένα γένος στο άλλο δεν έγινε με θανάτους, αλλά με γεννήσεις. Που σημαίνει ότι με τον ίδιο τρόπο θα γίνει (ή γίνεται) τώρα.

7). Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω μπορούμε να φτάσουμε στην υπόθεση ότι τα πέντε γένη του Ησιόδου διαβιούν σε αντίστοιχες διαστάσεις. Το σιδερένιο γένος, εμείς, διαβιούμε στην τρίτη διάσταση. Το ηρωικό γένος (πριν από το δικό μας) αντιστοιχεί στην τέταρτη διάσταση. Το χάλκινο γένος αντιστοιχεί στην πέμπτη διάσταση. Το αργυρό γένος αντιστοιχεί στην έκτη διάσταση. Και το χρυσό γένος αντιστοιχεί στην έβδομη διάσταση. Καθόλου τυχαίος ο αριθμός εφτά. Ούτε η έκφραση «ανέβηκε στον έβδομο ουρανό» είναι τυχαία.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά; Μπορεί να σημαίνουν αυτό που λέει ο Πρόκλος στο «Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι»: Η ύπαρξη των ανώτερών μας (τριών πρώτων) γενών είναι τριπλή: Νοητική, λογική και φανταστική.

Με βάση αυτό που λέει ο Πρόκλος μπορούμε να υποθέσουμε ότι το χρυσό γένος της έβδομης διάστασης αντιστοιχεί στη νοητική ύπαρξη. Το αργυρό γένος της έκτης διάστασης αντιστοιχεί στη λογική ύπαρξη. Και το χάλκινο γένος της πέμπτης διάστασης αντιστοιχεί στη φανταστική ή φαντασιακή ύπαρξη. Αυτή η προσέγγιση φωτίζει εξαιρετικά το όλο θέμα, διότι παραπέμπει σε μία συνεκδοχή, σε μία συνύπαρξη των γενών, παρά σε μία αλληλοδιαδοχή. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι οι διαστάσεις (άρα και τα γένη που αντιστοιχούν σε αυτές) είναι «η μία μέσα στην άλλη», όπως άλλωστε υποστηρίζει και ο διάσημος αστροφυσικός Δημήτρης Νανόπουλος. Μπορεί να είναι τα επτά πνευματικά επίπεδα από τα οποία ένα μετά το άλλο εκπίπτει ή στα οποία ένα μετά το άλλο ανεβαίνει ο ίδιος άνθρωπος στη διάρκεια αυτής εδώ της ζωής του, της γήινης.

Ο πληθυσμός γηράσκει στην Ευρώπη και την Αμερική και απειλεί το ασφαλιστικό σύστημα της Δύσης, άρα και της παγκόσμιας οικονομίας. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής, εν μέρει όμως οφείλεται και στη μείωση των γεννήσεων στις Δυτικές κοινωνίες. Γιατί μειώνονται τόσο δραματικά οι γεννήσεις στη Δύση; Και γιατί αυξάνουν στην Ανατολή; Οι λόγοι είναι μόνο οικονομικοί; Μόνο κοινωνικοί; Είναι τάχα μόνο θρησκευτικοί; Βάζουμε αυτά τα ερωτήματα, επειδή θέλουμε να διατυπωθεί το επόμενο: Μήπως η ανθρωπότητα ετοιμάζεται για την υποδοχή του Χρυσού γένους που… δεν ήταν μυρμηγκούσα, αλλά ολιγάριθμο;

Η ερώτηση είναι ποιητική. Αλλ’ από τον συλλογισμό αυτό θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε άλλους πολύ πιο ενδιαφέροντες συλλογισμούς, όχι όμως και ασφαλείς. Γι’ αυτό θα τους παρακάμψουμε. Θα σημειώσουμε όμως μερικές ακόμα παρατηρήσεις επί των λεγομένων του Ησιόδου:

1). Παρά τον «αστερίσκο» που βάζει με αξιοθαύμαστο τρόπο ο Υφαντής, ο Ησίοδος γνωρίζει ότι το τρέχον γένος (όπου κυριαρχούν οι σιδερένιες καρδιές) είναι γεμάτο έγνοιες και βάσανα. Μην ξεχνάμε ότι ο ποιητής μιλάει διακόσια τόσα χρόνια ΠΡΙΝ από την κλασσική Αθήνα του Περικλή! Που σημαίνει δύο τινά: Ή το Αθηναϊκό κλέος του 5ου αιώνα διαψεύδει πανηγυρικά τον Ησίοδο και τον πετάει στα σκουπίδια ή το Αθηναϊκό αυτό κλέος δεν είναι παρά μια απολαμπίδα που δημιούργησαν οι ολιγάριθμοι πάντα εκπρόσωποι του χρυσού, του ασημένιου, του χάλκινου, του ηρωικού, που διαβιούν εντός του πλήθους και πάντα συνυπάρχουν, όπως το καταγράφει ο Υφαντής! Διότι τέτοιες απολαμπίδες έχουμε πολλές στην Ιστορία. Δεν θεωρούμε τυχαίο ότι «την Ιστορία την γράφουν οι παρέες», δηλαδή (πάντα) οι λίγοι.

2). Η συνύπαρξη του καλού και του κακού αυτή τη φορά (και όχι των γενών) είναι κύριο χαρακτηριστικό της γραπτής Ιστορίας του ανθρώπινου (δηλαδή του σιδερένιου) γένους. Η νομοτέλεια είναι απόλυτη: Το κακό δεν θα επικρατήσει ποτέ. Για την περίοδο αυτή (για την εποχή δηλαδή που βασιλεύει στη γη το Σιδερένιο γένος) το κακό μοιράζεται την ισχύ με το καλό. Ίσα πανιά, ίσα καράβια. Η έλευση όμως του επόμενου γένους, ακόμα και του ηρωικού (αν υποθέσουμε ότι γινόταν με αντιστροφή) θα διαταράξει αυτή την ισορροπία υπέρ του καλού. Και, αν δεν έχουμε αντιστροφική, αλλά κυκλική πορεία της Ιστορίας, η έλευση του Χρυσού γένους θα σήμαινε πλήρη επικράτηση του καλού και συντριβή του κακού.

3). Μένει να δούμε όμως πότε θα γίνουν όλ’ αυτά. Ο Ησίοδος δίνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Μοιάζει να γνωρίζει καλά τις αντίστοιχες διαδικασίες τέλους ή εκκαθάρισης που συνέβησαν κατά τις έσχατες ημέρες των τεσσάρων προηγούμενων γενών. Αρκετή γνώση, μα το Δία, για να του δώσει τη σαφήνεια και την ακρίβεια που χρειάζεται, ώστε να γράψει το ποιητικό του παραμύθι.

4). Ένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά ότι θ’ αρχίσουν να γεννιούνται παιδιά με λευκούς κροτάφους. Νομίζουμε ότι εννοεί τη νεολαία της ανορεξίας και της παραίτησης. Εννοεί την απουσία κάθε ενδιαφέροντος του νέου, ακόμα και για τον έρωτα, για την «προσωπική ζωή», που διαπιστώνεται στις μέρες μας. Και λες: Είναι δυνατόν να έχει εξασθενήσει το βασικό ένστικτο του ανθρώπου; Είναι δυνατόν να έχει εξασθενήσει το σπέρμα του; Και όμως. Είναι. Συμβαίνει. Αποδεδειγμένο επιστημονικώς, άρα πέραν πάσης αμφιβολίας. Αυτό το γεροντικό πράμα αποτελεί γνώρισμα της νεολαίας. Όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο. Η έκπτωση του έρωτα στο σεξ τι άλλο είναι από ένας «γκρίζος κρόταφος»; Της νεολαίας; Όχι. Λάθος. Του Σιδερένιου γένους να πει! Το Σιδερένιο γένος γέρασε. Δεν το βλέπετε; Γηράσκει κάθε μέρα και περισσότερο.

5). Προσπερνάμε τα απολύτως εύληπτα χαρακτηριστικά της καθημερινότητάς μας που ο ποιητής παραθέτει, για να σταθούμε λίγο στο τελευταίο γνώρισμα: Εκεί που πλέον η Αιδώς και η Νέμεσις φεύγουν από τη γη, όπου είχαν οριστεί από τους θεούς οι ασφαλιστικές δικλείδες διαβίωσης καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του Σιδερένιου γένους. Αιδώς είναι η ντροπή, η τσίπα που λέμε. Χάθηκε η τσίπα στις μέρες μας, δεν χάθηκε; Έφυγε. Πάει. Μαζί της και η Νέμεσις. Τι σημαίνει Νέμεσις; Σημαίνει Δικαιοσύνη. Σημαίνει η Απόλυτη Δικαιοσύνη. Υπάρχει Δικαιοσύνη στη γη; Όχι. Δεν υπάρχει. Υπήρχε, πες, έβρισκες κάπως το δίκιο σου, κάποτε, σήμερα όμως δεν το βρίσκεις το δίκιο σου. Πάει κι αυτό. Τελείωσε. Άρα βρισκόμαστε στο τελευταίο σκαλί πριν από τον αφανισμό… Του ανθρωπίνου γένους; Όχι ρε! Κατάλαβέ το: Το ανθρώπινο γένος δεν θα χαθεί ποτέ. Μιλάμε μόνο για την καταστροφή του Σιδερένιου. Μόνο του Σιδερένιου. Το Σιδερένιο γένος, ναι, ήρθε η ώρα ν’ αφανιστεί. Αφανίζεται. Ποιος δεν το βλέπει; Και αφανίζεται με τρόπο οδυνηρό. Με πόνο. Ο Ησίοδος γνωρίζει από τότε ότι «για τις συμφορές αυτές καμία γιατρειά δεν θα υπάρχει». Ό,τι και να κάνουν οι ηγέτες των κρατών, ό,τι και να κάνουν οι Μυστικές Δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο, ο αφανισμός του Σιδερένιου γένους δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αποσοβηθεί. Θα γίνουν όλα, όπως έχουν αποφασίσει οι θεοί. Με ακρίβεια χιλιοστού, όπως τ’ αστέρια κινούνται αενάως στο διάστημα χωρίς να συγκρούονται. Με τόση και τέτοια ακρίβεια, οι εκπρόσωποι του Σιδερένιου γένους ένας – ένας θα φύγουν. Και δεν θ’ ανανεώνεται η σπορά τους. Στη γη, ανεπαισθήτως, θα μείνουν μόνο οι εκπρόσωποι του Χρυσού γένους. Τα αιώνια παιδιά. Αυτοί (αυτά) θα ξαναφτιάξουν τη ζωή απ’ την αρχή και στη μακρά διάρκεια της νέας βασιλείας τους θα επαναφέρουν την έννοια Έλλην στο γνωστικό πεδίο της ανθρωπότητας.

Η αγωνιώδης αναζήτηση μιας νέας θεολογίας (αφού καταπιαστήκαμε εδώ με τον Ησίοδο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για αναζήτηση νέας θεογονίας) αφήνει πίσω της πολιτικές κοσμοθεωρίες και θρησκευτικά δόγματα. Κοιτώντας μπροστά, θα μπορούσε άραγε η Ποιητική να δώσει αυτή τη νέα θεολογία;

Σκαλίζοντας τα παραπάνω, στο ερώτημα αυτό θ’ απαντούσαμε: Ναι. Αναμφίβολα, ναι. Αν και πολλοί (ακόμα και τιτλούχοι ποιητές) νομίζουν ότι η Ποιητική βασίζεται στην έμπνευση. Αρέσκονται δε να μιλούν για την έμπνευση που χαρίζουν οι Μούσες. Κουραφέξαλα! Πολύ συχνά καταφεύγουν στο παραλήρημα και στις φιγούρες για να διασωθούν ως θεράποντες ή ως φίλοι της Ποίησης, αλλ’ αυτό δεν είναι παρά η μέγιστη ύβρη. Λίγοι κατανοούν δε ότι η Ποιητική βασίζεται στη Λογική. Μόνο που η Λογική αυτή δονείται σε πολύ υψηλές συχνότητες, οι οποίες δεν συλλαμβάνονται από πνεύματα που δονούνται σε χαμηλές. Ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Πίνδαρος δεν γίνονται κατανοητοί, οι φιλόλογοι δεν μπορούν να τους κατανοήσουν, αντίθετα με τους αληθινούς ποιητές ή τους αισθαντικούς στοχαστές που ενεργοποιούν τις αισθήσεις τους στην αναμέτρηση με το θείο. Με την Ποιητική συμβαίνει ό,τι και με την Πολιτική: Οι αμύητοι αντιλαμβάνονται τη μεν ή την δε ως ενασχόληση των ιδιορρύθμων, για να πούμε εδώ μία ευγενική λέξη. Μετά έρχεται το «πολιτικά ορθό» κι επιβάλλεται ως αντίδοτο αυτής της αντίληψης. Δεν διατυπώθηκε ακόμα το «ποιητικά ορθό», αλλά κάνει την εμφάνισή του συχνά. Εν κατακλείδι, η Ποιητική αυτή, όπως και η Πολιτική, μπορούν να είναι η νέα θεολογία του γένους που μόλις τώρα γεννιέται και εκτοπίζει το Σιδερένιο, αργά για τα γήινα δεδομένα χρόνο, ταχύτατα όμως για τα θεϊκά.

Έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο στη φράση του Ησιόδου που λέει ότι «για τις συμφορές αυτές καμία γιατρειά δεν θα υπάρχει». Η φράση αυτή, άλλους μεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα, ακόμα και οι ευφυέστερες πρωτοβουλίες υπέρ των ανθρώπων είναι καταδικασμένες σε αποτυχία προφανή, άλλους δε, με τους οποίους και συμφωνούμε, οδηγεί στην ερμηνεία ότι η μετάβαση από το ένα γένος στο άλλο δεν αφίσταται της ευθύνης ημών των ιδίων, σε ό,τι αφορά τα βιοτικά πράγματα ή τη μείωση των φοβερών συνεπειών από την δραματική αυτή αλλαγή. Επί του θέματος υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση και, φυσικά, στρέβλωση της γνωστικής διαδικασίας που οδηγεί τους ανθρώπους από το λάθος στο σωστό: Οι πρωτοβουλίες των υποψιασμένων ανθρώπων που σκοπό έχουν να διασώσουν γύρω τους ένα κλίμα, κάτι ζωτικό, εντάσσονται από τους «γνώστες» στην έννοια της ματαιότητας με το επιχείρημα ότι «όλα είναι στημένα» ή «όλα είναι αποφασισμένα», απ’ όπου εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο γνωστικός άνθρωπος δεν χρειάζεται να σπαταλήσει δυνάμεις για ένα σκοπό που τάχα τον υπερβαίνει ή ένα σκοπό που δεν απέχει από την προφανή ματαιότητα. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης ξεχνούν ότι «ο άνθρωπος είναι θνητός θεός και ο θεός αθάνατος άνθρωπος», άρα έργο του είναι η διαρκής ενέργεια και όχι η απάθεια, ούτε φυσικά η στασιμότητα. Δεν έχει δικαίωμα να μένει παρατηρητής γνωρίζοντας ότι για τα δεινά που περνούν τώρα οι άνθρωποι, «καμιά γιατρειά δεν υπάρχει». Δεν νομίζουμε ότι ο Ησίοδος εννοεί ή, έστω, υπαινίσσεται, κάποια «στάση αναμονής». Η δική μας ερμηνεία λέει ότι ο ποιητής θέλει να πει άλλα και, συγκεκριμένα, θέλει να πει ότι η οδυνηρή μετάβαση από το σιδερένιο γένος στο επόμενο γένος (άρα και τα συμπτώματα της μετάβασης αυτής) είναι νομοτελειακή, επομένως αναπόφευκτη. Και, αν είναι όπως νομίζουμε ότι είναι, σημαίνει ότι η εργασία και η οργάνωση της εργασίας, η απόδραση από την φενάκη για χάρη της πραγματικότητας, η επιστροφή των ανθρώπων στην παραγωγή που είχαν εγκαταλείψει, η φροντίδα να μη σπάσει ο κρίκος της ζωής, είναι αυτά καθαυτά γνωρίσματα (και μάλιστα κορυφαία) της μετάβασης από το ένα γένος στο άλλο που ήδη συντελείται.

Αν όντως χρειαζόμαστε αυτή τη νέα Ποιητική θεολογία (η οποία στην πραγματικότητα είναι παλιά) τότε πρέπει να δούμε οπωσδήποτε μερικά ακόμα ζητήματα:

Το «προπατορικό αμάρτημα» που κατά την Εβραϊκή μυθολογία διέπραξαν ο Αδάμ και η Εύα, στην Ελληνική μυθολογία διεπράχθη από τον Προμηθέα. Τσαντισμένος ο Ζευς απευθύνεται σ’ αυτόν με τα λόγια που καταγράφει ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι»:

Εσύ γιε του Ιαπετού, εσύ που το μυαλό σου είναι ανώτερο απ’ των άλλων, τώρα μπορεί να χαίρεσαι που μου πήρες τη φωτιά και μ’ εξαπάτησες, αλλ’ αυτό μεγάλο κακό θα φέρει και σε σένα και στους ανθρώπους που στο μέλλον θα ρθουν. Εγώ τη συμφορά σ’ αυτούς θα δώσω αντί για φωτιά κι η ψυχή τους θα είναι χαρούμενη συντροφικά με το κακό.

Αυτά είπε και σε γέλια ξέσπασε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Κι αμέσως την εντολή του δίνει στον ξακουστό Ήφαιστο γρήγορα να κάνει και να σμίξει χώμα με νερό. Αυτά είπε και όλοι πειθάρχησαν στο γιο του Κρόνου, τον αφέντη Δία. Και τη λαλιά φύσηξε μέσα της ο αγγελιοφόρος των θεών και στη γυναίκα έδωσε το όνομα Πανδώρα.

Διαβάζοντας αυτά ο Έλληνας αναρωτιέται: Γιατί αυτά δεν μου τα είπαν ποτέ στο σχολείο; Ο καθένας όμως μπορεί να έχει την απάντηση: Δεν έπρεπε να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων για τους πατέρες τους, αλλά για τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Οι γιοι των οποίων τ’ αντέγραψαν και τα παραμόρφωσαν για να κάνουν αγνώριστα αυτά τα πανάρχαια Ελληνικά κείμενα που διασώζει ο Ησίοδος και τα οικειοποιήθηκαν, διαστρεβλωμένα, δίνοντας δικό τους όνομα (Εύα) στην Πανδώρα. Η οποία – κατά τον Ησίοδο – έγινε από τον Ήφαιστο κατ’ εντολήν του Διός με χώμα και νερό! Και ο Ερμής (ο αγγελιοφόρος των θεών) φύσηξε πνοή μέσα της…

Ποια άλλη μαρτυρία θα ήταν ικανή ν’ αμφισβητήσει την κατηγορία ότι τίθεται «ζήτημα κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων»; Το θέμα μας όμως εδώ δεν είναι αυτό. Είναι άλλο: Θέλουμε να κατανοήσουμε τι έγινε, επειδή, πλέον, μας καίει το ερώτημα: Ποιο είναι το Χρυσό γένος που αναμένεται στη γη; Ποιο είναι το Χρυσό γένος από το οποίο εξέπεσε ο άνθρωπος, αλλά τώρα θα διαδεχτεί το Σιδερένιο; Αν απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα μάθουμε και πώς θα είναι η ζωή μετά από το τέλος του Σιδερένιου, του δικού μας γένους.

Την απάντηση θα μας τη δώσει και πάλι ο Ησίοδος, ο οποίος περιγράφει με ακρίβεια τον «Παράδεισο», εντός του οποίου ζούσε το Χρυσό γένος των ανθρώπων και στον οποίο «Παράδεισο» θα επιστρέψουμε:

«Στα χρόνια τα παλιά (ο Ησίοδος μιλάει για «παλιά χρόνια» τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα) τα γένη των ανθρώπων ζούσαν στη γη χωρίς να υποφέρουν, χωρίς δυσάρεστα να κουράζονται, χωρίς να βασανίζονται από αρρώστιες απ’ αυτές που το θάνατο φέρνουν στους θνητούς ανθρώπους και μέσα από τα βάσανα τους οδηγούν στα γηρατειά».

Ως γνωστόν, ο Μωυσής ρίχνει το φταίξιμο της πτώσης του ανθρώπου στην Εύα. Αυτό που κάνει, δεν είναι άλλο από αυτό που, ως ιερέας των Αιγυπτίων, διάβασε στα αρχαία κείμενα του Άμμωνος Διός, ότι η Πανδώρα (κατά τον Ησίοδο) «βάζοντας τα χέρια της σήκωσε το βαρύ καπάκι ενός πιθαριού κι από μέσα ξεχύθηκε ό,τι είχε και δεν είχε, προκαλώντας οδύνες στους ανθρώπους». Κάτι ανάλογο με τον Ασκό του Αιόλου που άνοιξαν οι άφρονες σύντροφοι του Οδυσσέα.

Στον «παράδεισο» δεν ζούσαν ο Αδάμ και η Εύα μόνο. Δεν εκδιώχτηκε από τον παράδεισο μόνο το ζευγάρι των «πρωτοπλάστων». Κατά τον Ησίοδο, έχασαν τον παράδεισο «τα γένη των ανθρώπων». Κι αυτό εξηγεί πολλά. Τόσο πολλά που, λες, γιατί δεν διδάσκονται αυτά τα κείμενα στα Ελληνικά σχολεία; Τι δεν πρέπει να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων;

Για το ποια είναι η φωτιά που έκλεψε ο Προμηθέας από τους θεούς για να τη δώσει στους ανθρώπους (όπως αντίστοιχα έκαμε η Εύα «με τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης του καλού και του κακού») υπάρχουν διάφορες απόψεις. Η δική μας άποψη είναι ότι αφορά τη Γνώση που ΔΕΝ μπορεί να διαχειριστεί ο άνθρωπος στο χαμηλό υλικό επίπεδο που βρίσκεται. Ο θυμός του Διός δεν έχει να κάνει με τον εγωισμό των θεών, όπως συκοφαντούν οι αδαείς τους θεούς, έχει να κάνει με την θεία γνώμη ότι οι άνθρωποι θα κάνουν κακή χρήση της «φωτιάς», δηλαδή της πυρηνικής Γνώσης που μέσα της λιώνουν όλα από το κάμα. Κρίνοντας εκ του γνωστού σ’ εμάς αποτελέσματος ο Ζευς είχε απόλυτο δίκιο. Επαληθεύτηκε πλήρως ο φόβος του. Επαληθεύεται μέχρι σήμερα. Αν και ο ένοχος Προμηθέας ελευθερώθηκε, το αποτέλεσμα της άσοφης επιλογής του παραμένει και προκαλεί τα δεινά στους ανθρώπους, όπως – δια του Ησιόδου – τα προλέγει ο Ζευς.

Και πότε έζησε το Χρυσό γένος των ανθρώπων; «Αρχικά το έπλασαν οι αθάνατοι, αυτοί που ψηλά στου Ολύμπου τις κορφές διαμένουν. Αυτοί έζησαν στα χρόνια του Κρόνου». Πριν δηλαδή από τη βασιλεία του Διός. Να υποθέσουμε 50.000 χρόνια πριν; Ας το υποθέσουμε. Διότι η βασιλεία του Κρόνου έφτασε μέχρι το 25.000 χρόνια πριν, όταν τον «ανέτρεψε» ο υιός του Ζευς και ανέλαβε αυτός τα ηνία του κόσμου. Ο Ησίοδος είναι κατηγορηματικός, σα να ξέρει καλά τι λέει. Και η κατάπτωση στο δεύτερο γένος, το Ασημένιο, ήταν οδυνηρή. Η ελαφρόμυαλη παιδική ηλικία των ανθρώπων κρατούσε εκατό χρόνια! Κι όταν επιτέλους ωρίμαζαν, η ζωή κρατούσε ελάχιστα.

Ας εστιάσουμε όμως στο Χρυσό γένος που έχει το ιδιαίτερο εκείνο ενδιαφέρον:

Ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν άρχισε εδώ και 7.000 χρόνια, όπως βεβαιώνει η Παλαιά Διαθήκη. Εδώ και 7.000 χρόνια μπορεί να άρχισε η σπορά των Εβραίων. Αυτή των Ελλήνων όμως χάνεται στο βάθος των χιλιετιών.

Συνεχίζοντας με διερευνητική ματιά το κείμενο του Ησιόδου, θα σταματήσουμε σε ένα απόσπασμα που δικαιώνει τόσο το ποίημα του Γιάννη Υφαντή για «τα πέντε γένη», όσο και τη θεωρία ότι οι Έλληνες δεν έφυγαν ποτέ, ούτε με τις καταστροφές αφανίστηκαν:

«Κι εσείς βασιλιάδες, βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει για το δίκιο, διότι οι θεοί που κοντά στους ανθρώπους βρίσκονται, βλέπουν. Για το σκοπό αυτό πάνω στη γη βρίσκονται τριάντα χιλιάδες φρουροί του Διός που από κοντά έχουν τους θνητούς ανθρώπους και επιβλέπουν, με ομίχλη τυλιγμένοι, γυρίζοντας παντού πάνω στη γη».

Ας αφήσουμε ασχολίαστη την πληροφορία ότι τριάντα χιλιάδες φρουροί του Διός έχουν μείνει από τότε στη γη και, προφανώς, την επιβλέπουν μέχρι σήμερα. Θα επαναλάβουμε όμως τη σημείωση που ήδη κάναμε παραπάνω, ότι, στην εποχή μας, που χρειαζόμαστε μια νέα θεολογία, δεν είναι ανάγκη να την ανακαλύψουμε, διότι είναι εδώ, ξεκάθαρη, διαφανής, υπέροχη, θεϊκή. Είναι Ποιητική. Είναι Πολιτική. Είναι Φιλοσοφική. Είναι αυτό που χρειαζόμαστε ως ανθρώπινο γένος, ως Ελληνικό έθνος.

* Το άρθρο αυτό έχει την συνέχειά του στο επόμενο άρθρο με τίτλο: “Ποίηση: Ταξίδι στην άκρη της γης”.

Τύμπανο 4 / Ιούνιος 2013

Παντολέων Φλωρόπουλος
Παντολέων Φλωρόπουλοςhttps://pantoleon.gr
... γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955. Ζει στο Αγρίνιο από το 1984. Εργάστηκε στο τοπικό ραδιόφωνο (1990 – 1992) και ξανά την περίοδο 1994 - 1996. Ιδρυτής και συντάκτης του σατιρικού “αραμπά” του Αγρινίου (1991 – 1997). Εκδότης και δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας “Αναγγελία” (2000) μέχρι τον Ιούλιο του 2017, έκτοτε δε, τακτικός συνεργάτης της. Έχει γράψει ποίηση, 168 παραμύθια και 1.111 χρονογραφήματα, κατέγραψε εκατοντάδες λαϊκούς μύθους και θρύλους, ενώ δημοσίευσε πολλές χιλιάδες πολιτικά και πολιτιστικά άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο, “η πολιτεία των λουλουδιών” (παραμύθι) κυκλοφόρησε το 1980. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε συλλεκτικές εκδόσεις λίγων αντιτύπων.
spot_img

Διαβάστε επίσης: