Warning: chmod(): Operation not permitted in /home/545817.cloudwaysapps.com/bqgtemsqzq/public_html/wp-admin/includes/class-wp-filesystem-direct.php on line 173
Ένα βιβλίο για το μοναστήρι της Μυρτιάς - AgrinioVOICE.gr

Ένα βιβλίο για το μοναστήρι της Μυρτιάς

monastiri-mirtias

Το βιβλίο της Ελένης Κακουλίδη «Ιερά Μονή Εισοδίων της θεοτόκου Μυρτιάς – Οδηγός προσκυνητών». – Κι ένα σχόλιο για μια σοβαρή παράλειψη

Πόσοι ενδιαφέρονται για την αλήθεια σ’ αυτόν τον τόπο και πόσοι μπορούν να την αντέξουν, όταν η αλήθεια δεν τους βολεύει; Το άρθρο αυτό είναι ένα τεστ γενναιότητας των αναγνωστών μας,. Αν θέλει να καταλάβει ο σύγχρονος Έλληνας τι γινόταν επί αιώνες και γιατί, αν είναι φιλίστωρ ή έστω καλοπροαίρετος κατ’ ελάχιστον, άρα και ικανός ν’ αποδεχτεί, ότι αυτό που γινόταν επί αιώνες συνεχίζεται και σήμερα χωρίς ντροπή, ας σκύψει με τη δέουσα προσοχή σε ένα ζήτημα εξόφθαλμης λογοκλοπής, αλλά ταυτόχρονα και στρέβλωσης των μύθων και των λαϊκών θρύλων, που από τη θέση αυτή δεν θέλουμε να καταγγείλουμε (απεχθανόμαστε τις καταγγελίες) αλλά να σημειώσουμε απλά, ώστε να καταγραφεί και να μείνει ατόφια η αλήθεια στον μελλοντικό ιστορικό ή απλό ερευνητή. Αν θέλει επίσης να γνωρίσει ο χριστιανός ότι υπάρχει και μια άλλη λογική, την οποία δεν έχει καν υποψιαστεί, μπορεί να διαβάσει το κείμενο που ακολουθεί: Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

Η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ελένη Κακουλίδη έγραψε ένα καλό και χρήσιμο βιβλίο με τίτλο «Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου Μυρτιάς – Οδηγός προσκυνητών». Το βιβλίο παρουσιάστηκε την Δευτέρα 15 Απριλίου 2013 στην αίθουσα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Αγρινίου και την επομένη στο Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο Μεσολογγίου. Ομιλητές ήταν ο αρχιερατικός επίτροπος Θέρμου Αρχιμ. Θεόκλητος Ράπτης, ο θεολόγος και τέως λυκειάρχης Ιωάννης Κωστάκης και ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Αθανάσιος Παλιούρας.

Η αξιότιμη όμως συγγραφέας του καλογραμμένου κατά τ’ άλλα βιβλίου διέπραξε δύο σοβαρά ατοπήματα:

Ατόπημα πρώτον

Στις σελίδες 13, 14 και 15 του βιβλίου της, αλλά και στην σελίδα 73, χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που έχει καταγράψει και έχει προσφέρει στο μοναστήρι ανιδιοτελώς ο υπογράφων. Όμως η καθηγήτρια Πανεπιστημίου κυρία Ελένη Κακουλίδη χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές, χωρίς ν’ αναφέρει την πηγή. Ούτε εντός του κειμένου, στις σελίδες 13, 14 και 15, ούτε στην τελευταία σελίδα (88) του βιβλίου όπου αναφέρει την «Επιλογή βιβλιογραφίας – Μελέτες στις οποίες γίνεται αναφορά».

Η επί σαράντα χρόνια ανέκδοτη λαογραφική εργασία του υπογράφοντος που αναφέρεται στο Μοναστήρι της Μυρτιάς (ευτυχώς, ως προς την απαιτούμενη πλέον απόδειξη) ανακοινώθηκε στο Διεθνές Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Τριχωνίας και Ναυπακτίας που έγινε στο Βλοχό Καινουρίου στις 9, 10 και 11 Ιουνίου 2012 και θα συμπεριληφθεί στον υπό έκδοση τόμο του Συνεδρίου. Τον Ιούλιο του 2012 (ευτυχώς επίσης) δημοσιεύτηκε στο free press του Αγρινίου agriniovoice που διανεμήθηκε σε 5.000 αντίτυπα, ενώ το θέμα αναρτήθηκε στο ομώνυμο site (12 Ιουλίου 2012) με τον τίτλο «το μοναστήρι της Μυρτιάς – η προφορική παράδοση».

Πριν γίνουν όμως αυτά, είχε παραδοθεί σε Ομάδα Εργασίας της Πανεπιστημιακής Σχολής Αγρινίου, ως ανιδιοτελής φυσικά συμβολή στην φιλότιμη προσπάθεια του νέου ηγουμένου της Μονής να συλλέξει στοιχεία και να εκδώσει ένα βιβλίο με θέμα την Παναγία τη Μυρτιώτισσα. Σε συνάντηση που έγινε εκείνον τον καιρό στο μοναστήρι με την Ομάδα των φοιτητών της Πανεπιστημιακής Σχολής ο υπογράφων είχε αφηγηθεί και αναλύσει λεπτομερώς όλα όσα γνώριζε για την τοπική προφορική παράδοση που σχετίζεται με το μοναστήρι.

Τίθεται λοιπόν το ζήτημα:

Πώς μία καθηγήτρια Πανεπιστημίου, η οποία αναλαμβάνει τη συγγραφή του βιβλίου, εμφανίζει ως δικά της αυτά τα στοιχεία; Γιατί δεν αναφέρει την πηγή τους, όπως κάνει με τις άλλες πηγές της εργασίας της; Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να γίνει δεκτή, είναι ότι τα στοιχεία που πήρε από την Πανεπιστημιακή Σχολή Αγρινίου (όπου είχαν καταλήξει) δεν συνοδεύονταν από την υπογραφή τους. Ακόμα και με αυτήν όμως την μετατόπιση της ενοχής, το θέμα της λογοκλοπής παραμένει, αποχτά μάλιστα πολύ πιο σοβαρή μορφή, αν και ο αληθινός ένοχος δεν είναι πια σε πρώτη ανάγνωση ορατός.

Ατόπημα δεύτερον

Η καθηγήτρια Πανεπιστημίου κυρία Κακουλίδη, αντί να αναφερθεί στη μοναδικότητα ή την αποκλειστικότητα αυτών των σωσμένων πληροφοριών (οι οποίες κατεγράφησαν σαράντα χρόνια πριν με κόπο, έρευνα και μεράκι – δεν είναι όλα αυτονόητα σ’ αυτόν τον τόπο, έτσι δεν είναι;) χρησιμοποιεί στη θέση της υποχρέωσης αυτής την αξιολογική έκφραση «κατά την ιστορία». Που σημαίνει ότι τις θεωρεί αξιόπιστες. Δεν είναι όμως παρά η προφορική παράδοση, Ιστορία δεν είναι. Οι φορείς δε της προφορικής αυτής παράδοσης καταγράφηκαν στο άρθρο του agriniovoice ονομαστικά, όχι όμως και στο βιβλίο της καθηγήτριας. Και σα να μην έφτανε αυτή η παραποίηση ή, για να το πούμε αλλιώς, το σύνηθες αυτό φιλτράρισμα, η συγγραφέας προχωράει σε μία ακόμη παραποίηση, χειρότερης της πρώτης: Εκλαμβάνει τον θρύλο ως ιστορικό γεγονός (ότι “πέταξε” η εικόνα της Παναγίας) και τον εμφανίζει ως θαύμα, περίπου βεβαιωμένο! Συγκεκριμένα γράφει: «Ο ευσεβής θρύλος ένα γεγονός βεβαιώνει, ότι η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε με θαυματουργικό ή άλλο τρόπο στη νέα της θέση, όπου ανάμεσα στις μυρτιές, αναγέρθηκε γύρω στα 1200 κατά τους ερευνητές, το μοναστήρι της Παναγίας».

Μία εξήγηση

Προσπαθώντας να δώσουμε την εξήγηση αυτής της ελλιπούς, αν μη τι άλλο, διαχείρισης του υλικού, δεν έχουμε άλλο τι, παρά να κάνουμε υποθέσεις: Η καθηγήτρια Πανεπιστημίου κυρία Ελένη Κακουλίδη διάβασε προφανώς το (μετέπειτα δημοσιευθέν) άρθρο για το μοναστήρι της Μυρτιάς, είδε όμως ότι εκεί περιέχονται και άλλα στοιχεία, τα οποία δεν εξυπηρετούν το δικό της θρησκευτικό διακύβευμα. Θεώρησε λοιπόν πρέπον να χρησιμοποιήσει όσα βολεύουν τον δικό της στόχο (να φτιάξει έναν οδηγό προσκυνητών) αλλά το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η αποσιώπηση της πηγής αυτών των μοναδικών και τόσο χρήσιμων πληροφοριών (αποσιωπήθηκαν άλλωστε και άλλες ιδιαιτέρως σημαντικές πληροφορίες) πράγμα που σημαίνει ότι με το βιβλίο της και με το επιστημονικό κύρος της (άθελά της, να το δεχτούμε) στέρησε από τον ερασιτέχνη ερευνητή την δικαίωση της εργασίας του, επιπροσθέτως δε οποιαδήποτε ηθική και πνευματική νομιμοποίηση, διότι θέλει να μονοπωληθεί το ενδιαφέρον για τη Μονή μόνο από τους καταγεγραμμένους πιστούς και ν’ αφαιρεθεί έτσι από άλλους, στους οποίους οι αδαείς κολλάνε στο κούτελο τη ρετσινιά του απίστου. Αν όντως έγινε όπως υποθέτουμε, το αδίκημα είναι πολύ πιο βαρύ, όχι γιατί έβλαψε έναν (ερασιτέχνη βεβαίως) ερευνητή, αλλά επειδή η συγκεκριμένη πράξη συνιστά ένα ορισμένο ήθος, με το οποίο διδάσκονται οι φοιτητές…

Ένα σχόλιο

Η αναφορά μας αυτή, εδώ, σ’ αυτό το άρθρο, δεν περιέχει καμία προσωπική πικρία σχετικά με την παράλειψη του ονόματος, ούτε εγείρουμε φυσικά απαίτηση πνευματικών δικαιωμάτων. Αλίμονο! Μιλούμε μόνο για το πνεύμα δεοντολογίας, διότι (οφείλουμε να σημειώσουμε) η κυρία Κακουλίδη έγραψε το βιβλίο της υπέρ της Μονής ανιδιοτελώς. Σε καμία πλευρά λοιπόν δεν υπάρχουν οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Θρησκευτικές «ιδιοτέλειες» όμως υπάρχουν και εκφράζονται με το ύφος του κειμένου που δημοσιεύεται στο βιβλίο. Οι ενστάσεις λοιπόν που καταγράφονται εδώ, δεν βάλλουν εναντίον του προσώπου της ή εναντίον άλλου προσώπου, αλλ’ εναντίον των εμφορούμενων αντιλήψεων που με την επίσημη μορφή τους και παγίως κάνουν αυτή την παραποίηση διαχρονικά, επικαλούμενοι μάλιστα την ιδιότητα του πιστού ή του ανθρώπου της Εκκλησίας.

Η αναφορά μας αυτή υπερασπίζεται κατ’ αρχήν τη μνήμη των λαϊκών εκείνων αφηγητών που, αρχές της δεκαετίας του ’70, παππούδες ήδη προχωρημένης ηλικίας, έκατσαν στο σκαμνί ή στην πέτρα της αυλής τους και είπαν στον ευήκοο υπογράφοντα τα παλιά που (όχι μόνο για το μοναστήρι) ήξεραν και είχαν ακούσει από τον δικό τους παππούλη, ο οποίος έζησε προφανώς σιμά – κοντά στην επανάσταση του 1821: Λάμπρος Παπανικολάου, Θύμιος Παπανικολάου, Βασίλης Αλευρέας, παπα – Βασίλης Παπανδρέου. Σημειωτέον ότι ο παπα – Βασίλης ήταν εκείνος που εντόπισε και αποκάλυψε την ύπαρξη του παλαιότερου μοναστηριού (πριν από τον δωδέκατο αιώνα) στον Πέρεβο. Η αποσιώπηση δε αυτή ήταν η πιο κραυγαλέα.

Στη μνήμη εκείνων των ωραίων και σεβαστών παππούδων (την οποία η καθηγήτρια Πανεπιστημίου κυρία Ελένη Κακουλίδη δεν τίμησε στο επιστημονικό πόνημά της) καταγράφουμε τις παρατηρήσεις αυτές, χωρίς να περιμένουμε ούτε καν τη συγγνώμη της. Αναρωτιόμαστε, ωστόσο, πώς θα μπορούσαμε ν’ αποδείξουμε τώρα την πατρότητα των πληροφοριών αυτών, αν (από σύμπτωση) δεν είχε γίνει το Συνέδριο του Βλοχού τον Ιούνιο του 2012, γεγονός που έδωσε και το έναυσμα της δημοσίευσής τους…

Παράπλευρα θέματα

Η συγγραφέας του βιβλίου αποφεύγει (αφελώς ίσως) να κάνει την επιβαλλόμενη (και αναγκαία επιστημονικώς) αναφορά στην γνήσια εικόνα του μοναστηριού, αν και μάλλον είχε στη διάθεσή της παλαιότερο σχετικό άρθρο στην «Αναγγελία», όπου καταγραφόταν η κλοπή της, αλλά και το αδιέξοδο των αστυνομικών ερευνών που τότε διεξήχθησαν, ύστερα από διαβεβαίωση της Μητρόπολης που καθησύχασε το αναστατωμένο χωριό, ότι «η εικόνα μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι για φύλαξη» στο Βυζαντινό μουσείο που (είπαν ότι) είχαν ιδρύσει εκεί για τον σκοπό αυτό. Τα κρίσιμα ερωτήματα όμως που δεν απαντήθηκαν ποτέ, είναι: Γιατί αυτό έγινε νύχτα; Γιατί μαζί με την εικόνα χάθηκαν και τα πολλά τάματα (χρυσός και ασήμι) με τα οποία ήταν στολισμένη; Γιατί μαζί με την αρχαία εικόνα χάθηκε και το μισό σκαλιστό τέμπλο; Γιατί έκτοτε ποτέ, κανείς, δεν είδε την εικόνα στο Μεσολόγγι; Άραγε, εάν πάμε σήμερα στη Μητρόπολη, θα δούμε την εικόνα που είχε μεταφερθεί εκεί για φύλαξη; Αν δεν την βρούμε στη Μητρόπολη, τι σημαίνει αυτό; Και ποιος είναι υπόλογος;

Θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον μία απλή έρευνα στα αρχεία του Αστυνομικού Τμήματος Θέρμου, ώστε να αναγνωστεί επιτέλους και να δημοσιευτεί το πόρισμα εκείνης της αστυνομικής έρευνας.

Για όλα αυτά η συγγραφέας περιορίζεται να σημειώσει τα εξής: «Η εικόνα βρισκόταν στη θέση της έως το 1972, αλλά είχε “εξαφανιστεί” πριν από το 1979». Και επίσης: «Η λατρευτική εικόνα “η ελπίς των απελπισμένων” που εκτίθεται σήμερα στη θέση “θρόνος της Παναγίας” στο παρεκκλήσι του ιερού Αυγουστίνου στον χώρο των παλιών δεξαμενών, θεωρείται ότι προέρχεται από αντίγραφο της αρχαίας εικόνας της «Μυρτιώτισσας φιλοτεχνημένης από το χέρι του Ξένου Διγενή (1491) κατά την αγιογράφηση του αρχικού ναΐσκου (Παλιούρας, σς.150, 153) και αποτελεί κειμήλιο της μονής».

Προκύπτει συνακόλουθα και το άλλο ανεξερεύνητο ζήτημα: Εάν η εικόνα φιλοτεχνήθηκε το 1491 (για το αντίγραφο της οποίας συζητούμε) πού άραγε πήγε η αρχαία εικόνα που «φτερούγισε από τον Πέρεβο» το1200 κάτι; Ή, με άλλα λόγια, πού είναι η εικόνα της Μονής των τριακοσίων πρώτων χρόνων, από το 1200 έως το 1491; Είναι ένα αίνιγμα που ζητάει τη λύση του.

Τα κενά

Για την ιστορία, όπως την παραθέτει η κυρία Κακουλίδη, ηγούμενοι της Μονής την κρίσιμη εκείνη εποχή, κατά την οποία χάθηκε η εικόνα, διετέλεσαν ο ιερομόναχος Γρηγόριος Ζουμής, νυν ηγούμενος Ι. Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους (1971 – 1973) και ο ιερομόναχος Θεόδωρος Ευαγγελάτος (1973 – 1974).

Θεωρούμε πολύ περίεργο ότι στον χρονολογικό πίνακα που δημοσιεύεται στο βιβλίο της κυρίας Κακουλίδη, δεν αναφέρεται ο διαβόητος στο χωριό ηγούμενος πατήρ – Σάββας, ο οποίος έμεινε στο μοναστήρι τη δεκαετία του ’50 κι εξαφανίζεται ξαφνικά αρχές του ’60 για να τον διαδεχτούν οι καλόγριες, δύο εκ των οποίων άκουγαν στο όνομα Ανθούσα και Βρυένη. Η Βρυένη παρά την ώριμη κάπως ηλικία της, είχε ωραία κορμοστασιά, ήταν μεγαλοπρεπής και προηγήθηκε της Ανθούσας, είχε δε μαζί της μία 13χρονη καλόγρια, ανιψιά της. Για τον λόγο αυτό οι χωριανοί έλεγαν τότε ότι «στο μοναστήρι έχουμε δυόμισι καλόγριες».

Όταν η Ανθούσα πήγε στο μοναστήρι και βρήκε εκεί τη Βρυένη, την έδειρε, για άγνωστο λόγο. Από τη στενοχώρια της η Βρυένη έπαθε εγκεφαλικό. Η Ανθούσα ήταν νέα και πολύ όμορφη, αλλά κι αυτό που λέμε «στριμένη», κοιμόταν σε φέρετρο, ώστε να πολεμήσει τον φόβο της για το θάνατο, καθώς έλεγε. Η Σπυριδούλα (γεννηθείσα το 1963) διηγείται ότι, όταν ήταν κοριτσάκι, η Ανθούσα πήγαινε στο σπίτι τους και κάποιες φορές τη… δάγκωνε, άλλες την τσιμπούσε για να πονέσει, μια φορά την τσίμπησε και πόνεσε, επειδή έφαγε κορόμηλα…

Οι καλόγριες έμειναν ολόκληρη σχεδόν την δεκαετία του ’60 στο μοναστήρι. Σύμφωνα δε με μαρτυρίες η εικόνα εκλάπη στην περίοδο εκείνη. Άρα εκλάπη πριν από το 1971 και όχι την περίοδο 1972 – 1979 που αναφέρεται στο βιβλίο της κυρίας Κακουλίδη. Η δε Βρυένη εμφανίστηκε πολύ στενοχωρημένη σε τακτική προσκυνήτρια λέγοντας: «Είμαι πολύ στενοχωρημένη, γιατί απόψε μου κλέψανε Βυζαντινή εικόνα μεγάλης αξίας».

Είναι αξιοσημείωτο ότι η Βρυένη μιλά μόνο για την εικόνα, όχι όμως και για το τέμπλο ή για τα χρυσά και τ’ ασημένια τάματα… Η αναφορά της αυτή σε συνδυασμό με το ύφος της ίδιας της μαρτυρίας, δίνει την εντύπωση ενός απλού γεγονότος που σε τίποτα δεν θυμίζει το νταβαντούρι που έγινε τότε που κυνηγούσαν τον «Γάτο».

Μήπως αυτό μπορεί να μας ξετυλίξει το κουβάρι; Μήπως δεν πρόκειται για μία κλοπή; Μήπως τη μία φορά (επί γυναικών καλογριών) εκλάπη η εικόνα του Ξένου Διγενή και την άλλη φορά (μετά το 1972, μέχρι το 1974) εκλάπη η αρχαία εικόνα, μαζί με το τέμπλο και τα τάματα;

Υπάρχουν μνήμες που λένε ότι η κλοπή έγινε όντως μετά το 1972 και οι οποίες φήμες θέλουν τον τότε Δεσπότη να ενοχοποιεί (εκτός από τον συνήθη ύποπτο «Γάτο») ακόμα και τον ψάλτη του Αγιάννη Θεολόγου, τον Κώστα Τσουκαλά (όχι μόνο τον εφημέριο παπα – Κώστα, όταν όμως μετά τις αστυνομικές έρευνες η εικόνα βρέθηκε στα χέρια… του Δεσπότη, αυτός είπε ότι την πήρε… για φύλαξη! Ποια κλοπή λοιπόν; Η πρώτη ή μήπως η δεύτερη;

Το βιβλίο

Λοιπόν, στο βιβλίο διαβάζουμε άλλα, εντελώς άλλα: Η περίοδος 1954 – 1966 καλύπτεται αδιάλειπτα στο χρονολόγιο από ονόματα ηγουμένων, οι οποίοι είχαν διαμείνει για πολύ λιγότερο χρόνο ο καθένας τους. Ο Σάββας, αλλά και οι καλόγριες δεν αναφέρονται πουθενά, παρά το γεγονός ότι σημάδεψαν τη ζωή του μοναστηριού με τη μακρά διαμονή τους εκεί. Άσε ου αναφέρεται αόριστα ότι υπήρξε γυναικείο μοναστήρι πριν από το 1950…

Μοιάζει με σβησμένο ίχνος…

Γιατί άραγε;

Ο Σάββας, το ξέρουμε καλά, γύρω στο 1958 (Πρόεδρος της Κοινότητας Μυρτιάς ήταν τότε ο Ξενοφών Αντωνόπουλος) έκαμε ανασκαφή εντός του περιβόλου, αριστερά της εισόδου, όπου ήταν δύο μεγάλες συκιές. Στην πρώτη ανασκαφή, όπου (μαζί με τον Πρόεδρο, μετείχαν κι άλλοι χωριανοί) βρέθηκε μία πέτρα, πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο αριθμός 4. Υπάρχει και άλλη αφήγηση που αναφέρεται σε κρανίο, πάλι με τον αριθμό 4. Δεν γνωρίζουμε αν το αίνιγμα του 4 λύθηκε ποτέ. Ήταν άραγε 4 ή, ας πούμε, ήταν τετραγάμα; Στο μέρος εκείνο έγινε λίγο μετά (σχεδόν βιαστικά) ένα λιθόστρωτο. Προφανώς για να καλύψει την δεύτερη ανασκαφή (ή τη συνέχιση της πρώτης) που έκαμε μόνος του πλέον ο Σάββας…

Λοιπόν κάποιος χωριανός ανέφερε (και η φήμη αυτή μνημονεύεται μέχρι σήμερα) ότι συνάντησε τον Σάββα στην Αθήνα την δεκαετία του ’70. Δεν ήταν πια καλόγερος. Ήταν ξουρισμένος, οδηγούσε μια αυτοκινητάρα και ήταν ιδιοκτήτης πολυκατοικίας.

Φήμες θα πεις. Εντάξει. Φήμες. Δεν πήραν όμως ποτέ και μιαν απάντηση. Το σημειώνουμε όχι γιατί υιοθετούμε τη φήμη αυτή, αλλά για να προκαλέσουμε μιαν απάντηση από κάπου, άρα και μια αποκατάσταση.

Αλλά, εμείς, τώρα, μπορούμε να θέσουμε το εύλογο ερώτημα: Από ποιον, σε ποια χαρτιά, πότε στο παρελθόν και γιατί διεγράφη άραγε το όνομα του Σάββα, ώστε να ΜΗ βρει το όνομά του ο μελλοντικός ερευνητής, εν προκειμένω η κυρία Κακουλίδη;

Ή, απλά, τι απέγινε ο (πρώην πατήρ) Σάββας;

Ο Σωφρόνιος

Το 1974 εγκαταστάθηκε στη Μονή ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Βαζούρας. Εμείς είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε ότι η κλοπή της (μίας ή της άλλης) εικόνας έγινε νύχτα και πολύ πριν εγκατασταθεί ο Σωφρόνιος. Γι’ αυτό η αστυνομία κράτησε για ένα ή δύο βράδια φυλακισμένο τον αθώο Παπα – Κώστα, εφημέριο του Αγιάννη του Θεολόγου της Άνω Μυρτιάς, ως ύποπτο για την κλοπή.

Για το πότε ακριβώς έγινε η κλοπή ή οι κλοπές, θα μας τα πουν επακριβώς τα αρχεία του Αστυνομικού Τμήματος Θέρμου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κακώς η συγγραφέας σημειώνει το 1972 ως κατώτερο χρονικό όριο και το 1979 ως ανώτερο χρονικό όριο ή, άλλοι, το 1976… Η αυθαίρετη αυτή αναφορά «τυλίγει το ντορό» εν αδίκω… Επί της ουσίας, η Μητρόπολη οφείλει ακόμα σήμερα την πειστική εξήγηση για την «φύλαξη της (γνήσιας) εικόνας» που δεν έδωσε ποτέ.

Συμπέρασμα: Αν η εικόνα ήταν στη θέση της το 1972 (όπως γράφει η κυρία Κακουλίδη) σίγουρα όμως δεν ήταν το 1974, όταν ανέλαβε ο Σωφρόνιος (όπως ισχυριζόμαστε εμείς), ο αγιορείτης που (όπως θα δούμε παρακάτω) μιλάει αφοριστικά για το χωριό της Μυρτιάς, θα έπρεπε να δώσει μερικές πειστικές εξηγήσεις για την συμπίπτουσα με τα γεγονότα αυτά ηγουμενία του, αντί στο εκδοθέν το 2010 βιβλίο του να γράφει «περί ανέμων και υδάτων», ενώ για την απώλεια της αρχαίας εικόνας κάνει απλώς τουμπεκί…

Η «αποκατάσταση»

Στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε τη Δευτέρα 15 Απριλίου στο Αγρίνιο και ύστερα από την διαμαρτυρία που είχαμε υποβάλλει ήδη, η συγγραφέας επιχείρησε μια χλιαρή (καθόλου όμως έντιμη) αποκατάσταση – δεν θυμόταν καν το όνομα του ερευνητή που πρόσφερε τα στοιχεία της προφορικής παράδοσης και χρησιμοποίησε μία θεατρική ερώτηση στον παριστάμενο ηγούμενο της Μονής, ώστε ν’ αναφερθεί η πηγή των στοιχείων από εκείνον. Ως εκεί. Όφειλε “να στενοχωρηθεί” για το συμβάν, όφειλε να κρατήσει μία σημείωση, όπως θα επέβαλε η στοιχειώδης ευγένεια. Επικαλούμαστε την επιστημονική της ιδιότητα για να σημειώσουμε την παρατήρηση αυτή. Αν το έκανε, θα την αποκαθιστούσε ως επιστήμονα. Δεν στενοχωρήθηκε όμως. Εξήγησε απλώς ότι τα στοιχεία τα πήρε από το Πανεπιστήμιο Αγρινίου. Όπου όντως είχαν παραδοθεί προ έτους περίπου. Πρόσθεσε δε ότι θα ολοκληρωθεί η συγγραφή της Ιστορίας του μοναστηριού και εκεί θα γίνουν όλες οι δέουσες αναφορές. Παρότρυνε τους ακροατές της να προσκομίσουν και άλλοι τις μαρτυρίες που γνωρίζουν, λες και τα στοιχεία που κατεγράφησαν προ σαράντα ετών και της δόθηκαν, ήταν αφηγήσεις ενός ανθρώπου του λαού ή, απλώς, «ιστορίες για να περνά η ώρα»… Σε κάνει να αισθάνεσαι και ένοχος από πάνω, αν όχι βλάκας…

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει, ακόμα και αν, τελικά, είναι το Πανεπιστήμιο που έδωσε τα στοιχεία στην κυρία Κακουλίδη χωρίς την πρέπουσα αναφορά. Όπως φαίνεται, τυπικά υπεύθυνοι για το αντιδεοντολογικό και βεβαίως δυσάρεστο αυτό θέμα είναι οι προ έτους αποδέκτες των καταγεγραμμένων αυτών στοιχείων, είναι, μάλλον, ο επιβλέπων καθηγητής της Ομάδας των φοιτητών.

Το δις εξαμαρτείν

Το σημειώνουμε, επειδή: Δεν είναι η πρώτη φορά που καθηγητής της Πανεπιστημιακής Σχολής Αγρινίου διαπράττει τέτοιου είδους σοβαρή αβλεψία. Έγινε το ίδιο παλιότερα και στο θέμα του βελανιδοδάσους Ξηρομέρου, σε επιστημονική μελέτη από Ομάδα φοιτητών, στηριγμένη όμως σε δημοσιογραφικό θέμα και σε ιστορικά στοιχεία του θέματος, τα οποία είχε φέρει τότε στη δημοσιότητα πάλι ο υπογράφων. Η μελέτη εκείνη οικειοποιήθηκε τα αποκαλυπτόμενα στοιχεία, χρηματοδοτήθηκε πλουσιοπάροχα, προκάλεσε και ημερίδες και… νέες, πλούσια επίσης χρηματοδοτημένες μελέτες, σε σκανδαλώδες ύψος η καθεμιά, γεγονός που προκάλεσε πρόσφατα και επερώτηση στη Βουλή… Οι μελέτες αυτές χρηματοδοτήθηκαν με δημόσιο χρήμα, επιδοτήθηκαν και συντάχθηκαν επιστημονικώς, αλλ’ επί ματαίω, διότι δεν έγινε ούτε μια στάλα εργασίας στο ίδιο το βελανιδόδασος.

Και τα δύο θέματα τα γνωρίζει ο κ. Θανάσης Παλιούρας από παλιά. Για μεν την προφορική παράδοση που αφορά το μοναστήρι της Μυρτιάς, ρωτήθηκε από τον υπογράφοντα σε ανύποπτο χρόνο, εάν την γνωρίζει. Δεν τη γνώριζε. Και είπε ότι θα ήταν καλό να καταγραφούν αυτά. Για δε το θέμα του βελανιδοδάσους είχε εκφράσει ενώπιον μαρτύρων την λύπη του για την συμπεριφορά του Ιδρύματος. Και αυτό τον τιμά.

Αλλ’ αυτά είναι μια άλλη ιστορία…

Οι εμμονές

Είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε το κίνητρο, αλλά και την στόχευση ενός πονήματος σαν το βιβλίο που εκδόθηκε ήδη ή του δεύτερου και αναλυτικότερου βιβλίου που, όπως ανακοινώθηκε, θα εκδοθεί στη συνέχεια. Η οπτική γωνία ή, αλλιώς, η «ματιά», με την οποία προσεγγίζονται συνήθως αυτά τα ζητήματα, είναι εκείνη που ονομάσαμε στην αρχή: Η παραποίηση και η συγκάλυψη των ιστορικών ή των μυθολογικών στοιχείων γινόταν βιαίως επί αιώνες, το κακό είναι ότι από κεκτημένη (επιστημονική τάχα) ταχύτητα, συνεχίζεται ακόμα σήμερα. Για παράδειγμα: Η κυρία Κακουλίδη ανθολογεί στο βιβλίο της με χαρακτηριστική ευχαρίστηση την προφορική παράδοση ότι η εικόνα της Παναγίας φτερούγισε από το «μολυσμένο» μοναστήρι στον Πέρεβο (στην παραλία της Τριχωνίδας, όπου ο σημερινός Αϊλιάς) και κρύφτηκε στη ρίζα μιας μυρτιάς (το κάνει, επειδή «τεκμηριώνει» ένα θαύμα που εξυπηρετεί τον θρησκευτικό τουρισμό) δεν αξιολογεί όμως καθόλου την εξόχως σημαντική πληροφορία ότι εκεί, στον Πέρεβο, ήταν ένα παλαιότερο μοναστήρι, η προηγηθείσα ιστορία του οποίου θα έπρεπε να θεωρείται περίπου χιλιετής! Η συγγραφέας δεν υποψιάζεται καν ότι αυτό σημαίνει και κάτι άλλο, πολύ πιο συγκλονιστικό από το πρώτο: Η εικόνα εκείνη που – κατά το μύθο ή, έστω, κατά το θαύμα – «πέταξε» τον 12ο αιώνα για να έρθει στη σημερινή θέση του μοναστηριού, δεν έγινε τον 12ο αιώνα, όπως διατείνονται οι ειδικοί, ούτε τον 15ο, αλλά πολύ πριν, αιώνες πριν, άρα είχε ηλικία (μαζί και η Μονή της) διπλάσια ίσως των 800σίων ετών! ΑΥΤΗ είναι η πραγματική εικόνα που εκλάπη εκείνη τη νύχτα… Στοιχείο τρομερό! Που, όμως, ΔΕΝ αξιολογείται… Επ’ αυτού ο θυμός. Επ’ αυτού μόνον. Διότι η εικόνα που εκλάπη, δεν αφορά την θρησκευτική συνείδηση μόνο, ούτε τους πιστούς, αφορά (εμμέσως, πλην σαφώς) την ιστορική απόδειξη ότι αυτός ο τόπος περιέχει σημαντικά ιστορικά στοιχεία που δεν γνωρίζουμε και θα μπορούσε η εικόνα να μας τα «διηγηθεί». Εξηγούμε δε τις δογματικές επί των σκέψεων αυτών αντιδράσεις ως προϊόντα αλλοιωμένων συνειδήσεων και μόνο.

Η περιουσία της Μονής

Για τα βιβλία του μοναστηριού, μερικά εκ των οποίων ήταν τυπωμένα το 1648 στην Τεργέστη (ναι, στην Τεργέστη… έχουμε δει αυτοπροσώπως την σφραγίδα της Μονής και την εν λόγω ημερομηνία της έκδοσής τους) αλλά και ένα τουλάχιστον παμπάλαιο Βυζαντινό χειρόγραφο που όλα μαζί χάθηκαν, η κυρία Κακουλίδη καταγράφει ελάχιστα. Οι πηγές, είν’ αλήθεια, είναι λιγοστές. Στο βιβλίο όμως με τίτλο «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» (έκδοση της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, Άγιον Όρος, 2010) διαβάζουμε την αφήγηση του παλιού ηγουμένου: «Ήκουσα πως, μετά την διάλυση των Μονών, τα βιβλία των μονών Καταφυγίου, Αγίας Παρασκευής της Μάνδρας, Φωτεινού, Αγίων Αποστόλων Νερομάννας και Βλοχού τα είχαν συγκεντρώσει σ’ αυτό το καθίδρυμα της Μυρτιάς, όπου τά ’φαγε όλα η φωτιά. Βρήκαμε χειρόγραφο Μηνιαίο του IA΄ ίσως αιώνος στα χέρια κληρικού, το οποίο δεν επέστρεφε στη Μονή με τίποτε, γιατί – όπως έλεγε ο παπα – Βασίλης της Κάτω Μυρτιάς – «το διέσωσα με κίνδυνο της ζωής μου και θα το αφήσω κληρονομιά στην οικογένειά μου». Σ’ αυτήν την βιβλιοθήκη υπήρχε το αρχαιότερο χειρόγραφο με τις διδαχές και προφητείες του πατρο – Κοσμά, γραμμένο από μαθητή του κοντά στο θάνατό του. Το χρησιμοποίησε ο ιεροκήρυκας Σωφρόνιος Παπακυριακού για την έκδοση της διδασκαλίας του πατρο – Κοσμά, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν επέστρεψε στη θέση του. Μετά την πυρκαγιά καταστράφηκαν όλα τα κτίρια εκτός του καθολικού».

Τα παραπάνω είναι αληθή. Εκείνο που όμως στο ίδιο βιβλίο και στη συνέχεια των λόγων αυτών καταγράφεται, είναι επιεικώς απαράδεκτο:

«Ελάχιστες φορές επανδρώθηκε (η Μονή) με ένα ή δύο πρόσωπα, αλλ’ ουδέποτε τελεσφόρησε η προσπάθεια. Αυτό ωφείλετο ίσως και στην μεγάλη ανέχεια του μοναστηριού. Δυστυχώς στην δήμευση της περιουσίας οι πρωτοστατήσαντες φάνηκαν γι’ αυτήν φοβερά σκληροί και ο Θεός γι’ αυτό ξεκλήρισε τις οικογένειές τους»…

Τι να πει κανείς για το αγιορείτικο πνεύμα αυτής της σκοταδιστικής φράσης; Καλύτερα να μην πούμε τίποτα εδώ… Πού να βρεις όρεξη για τέτοιες αθλιότητες! Είναι όμως ο σοβαρός λόγος που μας προκαλεί να μιλάμε για τις απαράδεκτες αντιλήψεις των αντιπροσώπων του Θεού, οι οποίες ακόμα σήμερα διακινούνται ως σοφίες.

Η άλλη πλευρά

Η τεράστια και ανυπολόγιστη καταστροφή που έγινε στο Μοναστήρι της Μυρτιάς από τους Γερμανούς το 1943, ουδέποτε κατεγράφη κάπου. Ούτε από κάποιον ιστορικό, ούτε από την Πολιτεία, ούτε βεβαίως από τους μοναχούς ή τις μοναχές που μόνασαν εδώ. Κανείς ποτέ δεν θρήνησε για την πολιτισμική περιουσία του μοναστηριού, θρήνησαν όμως πολλοί (και θρηνούν ακόμα) για την διανομή του κάμπου της Μυρτιάς στους κολίγους. Διότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες των σύγχρονων ενηλίκων ήταν κολίγοι στο μοναστήρι της Μυρτιάς, έχει δε αφήσει εποχή ο τελευταίος επιστάτης που τους εκμεταλλευόταν, ονόματι Θέος, ο οποίος έλκυε την καταγωγή του από το Πετροχώρι. Άλλοι τον θυμούνται ως Τσέο, από τη Μπροστοβά. Οι κολίγοι δούλευαν «τριτάρικο». Δηλαδή ένα μερίδιο σοδειάς για τον κολίγα (και την οικογένειά του) ένα για τον επιστάτη και ένα για τη Μονή. Ο αγιορείτης μοναχός, που πέρασε από τη Μονή Μυρτιάς, δεν παραλείπει να σημειώσει την κατάρα του Θεού που έπεσε πάνω στα σπίτια όσων πρωτοστάτησαν στη διανομή του κάμπου, τσιμουδιά όμως για το δουλοκτητικό καθεστώς με το οποίο δούλευαν στον κάμπο οι χωριανοί. Γιατί τ’ αποσιωπά; Επειδή τα θεωρεί αυτονόητα. Και δίκαια. Εκ Θεού. Δεν τα λέει όμως και η κυρία Κακουλίδη. Σωστά ίσως, επειδή συνέγραψε έναν «Οδηγό προσκυνητών». Θα τα πει άραγε το νέο βιβλίο που αναμένεται να συνταχθεί και να εκδοθεί; Αυτό θα το δούμε. Εμείς πάντως συμβάλλουμε εδώ με πρωτογενείς αποκαλύψεις νέων στοιχείων.

Οδύρονται ορισμένοι στο όνομα της Παναγίας, λες και τα 300 στρέμματα του ελαιώνα που ανήκουν ακόμα στη Μονή, είναι λίγα! Ούτε σήμερα δε μπορούν να χωνέψουν αυτοί οι χριστιανοί, ότι διανεμήθηκε στους πρώην κολίγους ο κάμπος, το μισό του οποίου ανήκε στη Μονή Μυρτιάς μέχρι το 1917 (επί Ελευθερίου Βενιζέλου) και το 1932 ένα άλλο κομμάτι και το 1952 άλλο κομμάτι, στη θέση «Αμπέλι», όπου προφανώς ήταν κάποτε το αμπέλι της Μονής που φυτεύτηκε το 1821. Το άλλο μισό ανήκε στη Μονή Προυσσού.

Μιλούν ανερυθρίαστα για δήμευση, αφήνοντας διάχυτες τις ενοχές πάνω από τα κεφάλια όλων των χωριανών! Ο αφορισμός λείπει μονάχα. Όμως κανείς τους δεν διεκδίκησε ποτέ το κατιτίς για την πυρπόληση εκείνη του 1943. Κανείς δεν λυπήθηκε για τα βιβλία που κάηκαν, για τα πολύτιμα αντικείμενα που εκλάπησαν. Γεγονός που σημειολογικά δείχνει τις υλικές προτεραιότητες και τις πνευματικές τους αξίες…

Η πολιτιστική καταστροφή

Η καταστροφή των περί τον ναό κτισμάτων, στα ενδότερα των οποίων φυλάσσονταν οι πολιτιστικοί θησαυροί (απ’ τους οποίους – κατά τη μαρτυρία του Σωφρόνιου στον υπογράφοντα – διασώθηκε μόνο ένα… καζάνι) βρίσκεται μόνο στις αχνές αναμνήσεις των σημερινών γερόντων του χωριού, οι οποίες θα σβήσουν βεβαίως για πάντα με την αποδημία τους, αν δεν έσβησαν ήδη με την άγνοια ή την απάθειά τους. Οι Γερμανοί πάντως θα έπρεπε να είναι υπόλογοι απέναντι στην Ιστορία για τη μέγιστη αυτή πολιτιστική καταστροφή που τον Ιούλιο του 2013 κλείνει 70 χρόνια. Θα έπρεπε να είναι υπόλογοι ΣΗΜΕΡΑ, αντί να μας κουνάνε το δάχτυλο σα να είμαστε τα κακά παιδιά που τους χρειάζεται τιμωρία με αποκλεισμό στο σκοτεινό υπόγειο. Γερμανός αρχαιολόγος κατά την δεκαετία του ’50 (πολύ κοντά στα γεγονότα του 1943) πρόσφερε τρία εκατομμύρια δραχμές για την αγορά του Βυζαντινού χειρογράφου που αναφέραμε παραπάνω. Τέτοιο ποσό την εποχή εκείνη ήταν μυθικό, αφού το ανασφάλιστο αγροτικό μεροκάματο «ήλιο με ήλιο» (δηλαδή, εργασία από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση του) είχε μόλις 20 δραχμές, δηλαδή 0,05 ευρώ…

Η πολιτιστική καταστροφή που προκάλεσαν οι Γερμανοί ως κατακτητές της Ελλάδας εκδικούμενοι τους αντάρτες για την ήττα τους στις στροφές της Γουρίτσας, είναι ανυπολόγιστη. Για την καταστροφή εκείνη δεν καταβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα ή τη Μονή το ελάχιστο τίμημα. Δεν ζητήθηκε από κανέναν αυτό το τίμημα, δεν έχει καν θέση στην καρδιά κανενός. Αυτό είναι που μας θυμώνει.

Η σημασία των στοιχείων

Μετά από μία πρώτη ανάγνωση του θέματος, μπορεί, στο τέλος, να θεωρήσει κανείς ότι «ε, δεν χάλασε κι ο κόσμος» που δεν αναφέρεται το όνομα ενός ερασιτέχνη ερευνητή ή δημοσιογράφου. Ο λόγος όμως για τον οποίο «σηκώνουμε καβγά» εδώ, είναι ότι η αξιολόγηση εκείνων των λαογραφικών στοιχείων που είχαμε καταγράψει σαράντα χρόνια πριν, η επεξεργασία, η συσχέτιση, η σύγκριση και, τελικά, η επιστημονική απόδειξή τους, θα οδηγούσε στην ανατροπή της επικρατούσας αντίληψης ότι η Μονή Μυρτιάς έχει ιστορία 800 ετών, θ’ αποδείκνυε ότι η ηλικία της Μονής μπορεί να είναι ίσως και διπλάσια. Πόρισμα που βεβαίως θα ήταν συγκλονιστικό… Η τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού θα οδηγούσε σε πολύ πιο σημαντικές ιστορικές ανακαλύψεις για την Αιτωλία ή (αυτό που ενδιαφέρει εμάς τοπικιστικά) την Γουρίτσα (Κουρήτιδα). Στην παρουσίαση του βιβλίου την Δευτέρα 15 Απριλίου κάποιος ομιλητής είπε αβασάνιστα ότι το όνομα Γουρίτσα είναι Σλάβικο! Εξ ου και η ανάγκη επεξεργασίας των ιστορικών ή των μυθολογικών στοιχείων.

Ο «καβγάς» λοιπόν και το «κατηγορώ» μας δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα. Το κείμενο αυτό αποβλέπει απλά στο να θέσει επί τάπητος ένα σπουδαίο (και άγραφο μέχρι σήμερα) ζήτημα, το οποίο, πιστεύουμε, δεν έχει μόνο τοπικό, αλλά πολύ ευρύτερο ιστορικό περιεχόμενο, διάσταση που μας επιτρέπει να είμαστε αυτοδικαίως αυστηροί με τον έκδηλο ερασιτεχνισμό των ειδικών. Η καταχώρηση των επίμαχων αυτών πληροφοριών στη λαογραφία δεν στερεί εγκυρότητα ή επιστημονική αξία, ούτε από το υλικό τους, ούτε από τον ερευνητή τους. Η ταξινόμησή τους στην αφήγηση ενός γέροντα και όχι ενός ερευνητή, ε, είναι μια αναίτια προσβολή. Είναι μια ακύρωση. Και μια αποθάρρυνση. Τελικά μια αποκαρδίωση.

Για να γίνει σαφέστερο αυτό, θα σημειώσουμε το εξής: Οι πιστοί που προσέτρεχαν στη Μονή κυρίως μετά την αποδημία του Σωφρόνιου (το 2000) απέκοψαν με πολλούς τρόπους το μοναστήρι από τον τόπο του και από τους ανθρώπους του τόπου, με τον οποίο ή τους οποίους η Μονή συμπορεύτηκε επί αιώνες (8 ή 16, θα το μάθουμε κάποτε) και μάλιστα με σχέση αφέντη προς κολίγα ως το 1917. Οι πιστοί αυτοί, με αφετηρία την εμμονή τους, αν μπορούσαν, θα είχαν ξεριζώσει το μοναστήρι και θα το είχαν μεταφέρει αλλού, γιατί είδαν (και βλέπουν ακόμα) τους χωριανούς ως σφετεριστές ή παρείσακτους. Με ξερίζωμα μοιάζει άλλωστε και η επέμβαση της μπουλντόζας επί Θεόκλητου Ντζάθα, ο οποίος μέσα σε ένα χρόνο (2006 – 2007) που βρέθηκε ηγούμενος, κατάφερε ν’ αποσπάσει το ιστορικό κτίσμα από τη μητρική αγκαλιά του λόφου και «να το κρεμάσει στον αέρα», δημιουργώντας προβλήματα ισορροπίας και σταθερότητας. Έτσι καθώς ο λόφος κρατούσε το μοναστήρι στην αγκαλιά του, έμοιαζε με την Παναγία την Βρεφοκρατούσα, την παλαιά εικόνα της Μονής. Κι ήταν σα ν’ αποσπούσε βιαίως το μωρό Χριστό από την Παναγία τη μάνα του. Ο άνθρωπος εκείνος διέπραξε διαρκές έγκλημα. Το μόνο για το οποίο θα μνημονεύεται θετικά, είναι ότι με την βίαιη ανασκαφή του αποκάλυψε το ελαιοτριβείο της Μονής.

Ηθικοί λόγοι

Λοιπόν, τον «καβγά» αυτόν τον κάνει ένας φιλίστωρ. Που έλκει την καταγωγή του από τον τόπο αυτό και μεγάλωσε με τις ιστορίες που – μεταξύ άλλων – αφορούσαν και το μοναστήρι. Τον τόπο, τον οποίο αθλίως αφορίζει ο αγιορείτης… Άρα ο λόγος μας εδώ έχει ΗΘΙΚΟ, μόνο ηθικό περιεχόμενο. Διότι δεν είναι σωστό να επικρατήσουν ως ιστορία οι αναισθησίες και οι αυθαιρεσίες, θεμελιωμένες μάλιστα πάνω στην αμνησία των νεότερων χωριανών ή την άγνοια περαστικών τιμητών.

Η αλήθεια είναι μία και μόνη: Δεν οφείλουν μόνο οι χωριανοί στο Μοναστήρι. Οφείλει και το Μοναστήρι σ’ αυτούς. Για να το πούμε καλύτερα: Αν οφείλουν κάτι οι χωριανοί στο Μοναστήρι, είναι το χρέος τους να διαφυλλάττουν ως κόρη οφθαλμού το ιστορικό αυτό μνημείο που διατρέχει τους αιώνες. Και το κάνουν. Σύσσωμο το χωριό έσπευσε, οι άντρες και οι γυναίκες του έσωσαν το Μοναστήρι από μεγάλη πυρκαγιά στους λόφους που το απειλούσε άμεσα, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, τότε που δεν υπήρχαν πυροσβεστικές υπηρεσίες. Απόδειξη επίσης της αιώνιας σχέσης των χωριανών με το μοναστήρι (σχέση που αμφισβητείται από τους ξένους πάντα μοναχούς και τους πιστούς που τους ακολουθούν) είναι και ότι μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες (δεν ξέρουμε ακριβώς μέχρι πότε) στο προαύλιο της Μονής υπήρχε χοροστάσι, όπου χόρευαν το γαϊτανάκι τη δεύτερη μέρα της Λαμπρής. Έθιμο που διατηρείται ακόμα στη γειτονική Μόκιστα, στην Ανάληψη και τη Ναυπακτία. Το γαϊτανάκι είναι απομεινάρι αρχαίου χορού που ήταν διαδεδομένος σε όλη την Αιτωλία. Οι στίχοι του ηρωικού τραγουδιού που χορεύεται, «γράφηκαν» πάνω σε αρχαίους επικούς στίχους, όπως ακριβώς οι Εκκλησίες χτίστηκαν πάνω σε αρχαίους ναούς ή βασιλικούς τύμβους.

Γιατί ξεχνάμε ή, μάλλον, γιατί αποσιωπούμε αυτή την σχέση των χωριανών με το μοναστήρι; Ποιους μονόχνωτους εξυπηρετεί αυτός ο αόρατος μαντρότοιχος που σηκώθηκε τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στη Μονή και τους χωριανούς;

Το Μοναστήρι οφείλει να σέβεται τους χωριανούς και να τους τιμά, όχι να τους αποκλείει, τοποθετώντας στην Επιτροπή του ξενομερίτες…

Οι εμπάθειες

Λοιπόν, σε πείσμα των σύγχρονων προσκυνητών από άλλα μέρη (κυρίως από το Αγρίνιο) που βλέπουν το χωριό σαν εμπόλεμη ζώνη, αλλά και των εμπαθών ή στενόμυαλων ταγών της Εκκλησίας (τινές εκ των οποίων πέρασαν από δω φευγαλέα, χωρίς να νοιώσουν ολωσδιόλου τον τόπο, έφαγαν όμως ψωμί, αν όχι τι άλλο) η Μονή Μυρτιάς έχει άρρηκτους και αιώνιους δεσμούς με τους Μυρτιώτες. Αυτό δεν μπορεί να το εμβολίσει, ούτε να το θάψει κανείς. Η μακρά παράδοση (σωσμένη πάππου προς πάππο ή βάβας προς βάβα) θέλει τους Μυρτιώτες καλλιεργητές της περιουσίας του μοναστηριού, είτε στον κάμπο, είτε στον ελαιώνα. Τους θέλει και στην διοίκηση της Μονής.

Τότε που η περιουσία στον κάμπο διανεμήθηκε στους κολίγους, δεν στερήθηκε από τη Μονή Μυρτιάς ή τη Μονή Προυσσού, αλλ’ από τους σκληρούς και ανελέητους επιστάτες, τους αδίστακτους σέμπρους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι καλόγεροι ως ενδιάμεσους κρίκους, όμως αυτοί έκαναν άγρια εκμετάλλευση των χωριανών με το «τριτάρικο». Ακόμα τους θυμούνται οι γέροντες και οι γριές του χωριού. Δηλαδή τους θυμούνται οι αυτόχθονες. Αλήθεια είναι ότι δεν τους θυμούνται οι επήλυδες, ούτε, φυσικά βεβαίως, οι νεότεροι. Λοιπόν, αυτοί οι σέμπροι ήταν οι πραγματικοί τσιφλικάδες, ήταν οι τύραννοι που βασάνιζαν τους υποταγμένους ακτήμονες χωρικούς και δη στο όνομα της Παναγίας της Μυρτιώτισσας ή της Παναγίας της Προυσσιώτισσας. Και δε μάθαμε ποτέ αν οι οικογένειες αυτών των αχρείων ατόμων ξεκληρίστηκαν από το Θεό, όπως οι οικογένειες εκείνων που αγωνίστηκαν για ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη στο λαό…

Λοιπόν, ΑΥΤΗ είναι η Ιστορία. Αληθινή και όχι επιλεκτική, όχι όπως βολεύει τον πάσα ένα που έβαλε μια σχολική ιδέα στο κεφάλι του και πορεύεται περήφανος σ’ αυτή τη ζωή, αρνούμενος ν’ ακούσει την αλήθεια και στιγματίζοντας ως ιερόσυλο, αν όχι ως αιρετικό ή άθεο, εκείνον που (χωρίς κάποιο υλικό κέρδος φυσικά) την υπερασπίζεται. Έτσι πρέπει να γραφεί η Ιστορία που ανακοινώθηκε ότι ΘΑ γραφεί. ΑΝ γραφεί έτσι, είναι σίγουρο, θα γράψει… Ιστορία! Διότι η ΑΛΗΘΕΙΑ θα εκτιμηθεί απ’ όλους.

Να το πούμε καθαρά για να το εμπεδώσουν ορισμένοι που δυσκολεύονται: Η διανομή της κτηματικής περιουσίας της Μονής δεν ήταν δήμευση, όπως γράφει στο βιβλίο του ο παλιός ηγούμενος, αλλά πράξη ιστορικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα θέλαμε δε, επί του παρόντος, να ΜΗΝ αναφερθούμε εδώ στον τρόπο με τον οποίο απόχτησαν τις περιουσίες τους οι Μονές επί Τουρκοκρατίας ή επί Βυζαντίου, κυρίως επί Βυζαντίου, αρχής γενομένης επί Ιουστινιανού (527 – 565) πριν από χίλια τετρακόσια πενήντα (1450) χρόνια.

Μέσα μας έχουμε ακόμα τη δύναμη και την αυτοσυγκράτηση που χρειάζεται και μπορούμε να συγχωρήσουμε χριστιανικά τους αγίους αυτούς πατέρες που ανιστόρητα και ελαφρά τη καρδία αφορίζουν ολόκληρα χωριά ακόμα σήμερα για ζητήματα, λέει, κτηματικής περιουσίας…

Η υπεύθυνη θέση

Η συνέχεια της ιστορίας της Μονής Μυρτιάς, αυτή που γράφεται σήμερα και (από το 2010) σημαδεύεται θετικά, θετικότατα, από τον νέο και φίλεργο ηγούμενο αρχιμανδρίτη Ιωσήφ Ζωγράφο, δεν νοείται χωρίς την αγαστή συμπόρευση της Μονής με το χωριό και τους κατοίκους του. Η θέση αυτή είναι μια υπεύθυνη θέση. Κάθε άλλη στάση ή συμπεριφορά (σαν αυτή που ίσχυσε επί μία δεκαετία, από το 2000 μέχρι το 2010) αποτελεί κατάφορη παραβίαση της ιστορικής παρακαταθήκης των αιώνων που πέρασαν, αποτελεί βάναυση προσβολή του χώρου και των διαχρονικών αξιών του ιερού αυτού τόπου. Η διοίκηση της Μονής πρέπει ν’ ακουμπήσει και πάλι πάνω στο χωριό, πάνω στους ανθρώπους του χωριού, αντί των καλοπροαίρετων μεν, ανιστόρητων δε ξενομεριτών. Η πίστη τους στο Θεό δεν είναι το μόνο εφόδιο που απαιτείται στην διαχείριση της ιστορίας και της περιουσίας του μοναστηριού της Μυρτιάς.

Περιμένοντας την Ιστορία

Στη συνείδηση των χωριανών η διάσωση του ναού και μόνο του ναού από τον βομβαρδισμό (και όχι, όπως γράφουν, την πυρπόληση) των Γερμανών έχει καταγραφεί ως ένα από τα θαύματα της Παναγίας της Μυρτιώτισσας. Το «θαύμα» αυτό έχει βέβαια την λογική εξήγησή του, περί της οποίας δεν έχουμε λόγο να γράψουμε κάτι εδώ, θα το καταλάβαιναν λίγοι, άλλωστε είναι άλλο κεφάλαιο… Θαύμα όμως θα ήταν και η διάσωση των πολιτιστικών εκείνων θησαυρών. Και δεν έγινε τέτοιο θαύμα, επειδή, μάλλον, είχαν την «ατυχία» οι θησαυροί να βρίσκονται μακράν της αρχαίας ασπίδος… Εκείνης, που – κατά το μύθο – έριξε νεκρό το άλογο του Τούρκου που (προσβλητικά για το χώρο) μπήκε καβαλάρης στην Ωραία Πύλη κραδαίνοντας το γιαταγάνι του…

Περιμένοντας τώρα την έκδοση του δεύτερου και ολοκληρωμένου πλέον βιβλίου για την ιστορία του μοναστηριού της Μυρτιάς, δημοσιεύουμε εδώ αυτά που γνωρίζουμε για να βοηθήσουμε. Θα διαπιστώσουμε όμως στο τέλος τι απ’ αυτά θ’ αξιολογηθεί ως χρήσιμο από τους επιστήμονες και τους ειδικούς που καλούνται να συγγράψουν τον ανακοινωθέντα τόμο. Περιμένουμε πάντως το βιβλίο αυτό να γραφεί επιστημονικά, με όρους αντικειμενικής ιστοριογραφίας, ώστε – με την εγκυρότητα της έρευνας και την αξιοπιστία των συγγραφέων του – να καταστεί επιτέλους εφικτό ένα δίκαιο αίτημα για μια δίκαιη αποζημίωση από το Γερμανικό κράτος, όχι μόνο για τα κτίρια που ερειπώθηκαν, αλλά, κυρίως, για τα σπάνια βιβλία που κάηκαν. Είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή, επειδή ανακινείται δυναμικά το θέμα των αποζημιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία. Οι εφημερίδες αποκαλύπτουν έγγραφα και ντοκουμέντα. Είναι καιρός να καταγραφεί η τεράστια ζημιά που υπέστη η Μονή. Οι θησαυροί που χάθηκαν, ανήκουν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Αυτό είναι το επιχείρημα και η αλήθεια.

Μερικά ακόμη άγνωστα στοιχεία

Εν αναμονή της νέας εργασίας που θα γίνει για την συγγραφή της Ιστορίας της Μονής, εν αναμονή ενεργειών που θα έθεταν ζήτημα αποζημιώσεων για την καταστροφή από τους Γερμανούς, εμείς, θα συνεχίσουμε να δίνουμε στοιχεία, δίνουμε έτσι την δέουσα έκταση του θέματος, διότι έχουμε τοπικιστικό κίνητρο. Το μόνο που μας ενδιαφέρει λοιπόν, είναι να γίνει σωστή δουλειά. Παραθέσαμε παλιότερα το άρθρο για την προφορική παράδοση (μπορείτε να το βρείτε στη google, αφού αναζητήστε agriniovoice – το μοναστήρι της Μυρτιάς – Η προφορική παράδοση) παραθέτουμε τώρα και τα παραπάνω, θα προσθέσουμε όμως εδώ και μερικά ακόμη στοιχεία, άγνωστα στους πολλούς, αλλά και στους επαΐοντες:

1). Η εικόνα της Παναγίας που εκλάπη εκείνη τη νύχτα ήταν καμένη στην αριστερή κάτω γωνία. Το αντίγραφό της είναι επίσης καμένο. Προφανώς κατ’ απομίμηση του πρωτοτύπου. Αυτό δείχνει ότι… όντως πήγε στο Μεσολόγγι! Σημαίνει όμως επίσης ότι ούτε η πρωτότυπη εικόνα, ούτε το αντίγραφό της απεικονίζουν την Παναγία της παλαιάς εικόνας που ήταν στη Μονή επί 300 χρόνια, από τον 12ο αιώνα μέχρι το 1491… Εκτός αν ο Ξένος Διγενής οικειοποιήθηκε το 1491 τον αρχαίο αγιογράφο! Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: Πού είναι η αληθινή εικόνα; Ποιος έπαιξε παιχνίδι μ’ αυτήν;

2). Ίσως έχει κάποια σημασία για τον μελλοντικό ερευνητή να σημειωθεί ότι το μοναστήρι δεν κάηκε από τους Γερμανούς. Βομβαρδίστηκε. Το κανόνι είχε στηθεί στον Πέρεβο, κάτω από το σπίτι του Μήτσου Ροδά κι έριχνε στα τυφλά. Το χωριό βομβάρδισαν επίσης δύο αεροπλάνα. Δεν έκαμαν όμως μεγάλη ζημιά. Κάηκε το σπίτι του Σπύρου Μπριάννη. Σκοτώθηκε κι ένας γάιδαρος. Από τον βομβαρδισμό με το κανόνι και όχι των αεροπλάνων κατεδαφίστηκαν όλα τα κελιά του μοναστηριού εκτός από δύο στη νότια πλευρά. Διασώθηκε πλήρως ο ναός. Αυτό επέτρεψε όμως τη λεηλασία από κάποιους που, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, έσπευσαν στα ερείπια και πλιατσικολόγησαν.

3). Το μοναστήρι ήταν ξανά γυναικείο πριν το 1940 και μάλιστα για πολλά χρόνια. Οι παλιοί θυμούνται μία ψιλόλιγνη καλόγρια, με το όνομα Νίτσα.

4). Η «Γαλανή» είναι μία γεωγραφική θέση ψηλότερα από το μοναστήρι, με πλατάνια και νερό που αναβλύζει από μια μικρή πηγή. Από εκεί ξεκινάει το ρέμα που πέφτει στον καταρράκτη του Κατρουέλη. Εκεί ο Σωφρόνιος πήγαινε και άκουγε τ’ αηδόνια. Τα μαγνητοφωνούσε κιόλας και τα πήγαινε στα παιδιά που τους έκανε κατηχητικό να τ’ ακούσουν. Τέτοιο κατηχητικό σαν του Σωφρόνιου αποκλείεται να έχουν απολαύσει άλλοι κατηχούμενοι στον κόσμο…

5). Πάνω από το μοναστήρι υπήρχε μία βρυσούλα. Από τη θέση που ήταν η βρυσούλα, πέρασε μετά ο δρόμος που οδηγεί πέρα στους λόφους. Εκείνη η βρύση «χάθηκε» στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ένα συνεργείο έβγαζε πέτρα από το βράχο για να χτιστεί η μεγάλη στροφή στο «Χούμα». Το συνεργείο έβαλε δυναμίτη. Η βρύση έκτοτε στέρεψε. Όμως το νεράκι που βγαίνει χαμηλά, αυτό που ο νέος ηγούμενος σκέφτεται «να πιάσει», είναι μάλλον το δικό της.

6). Οι παλιοί χωριανοί δε μιλούσαν για κρύπτη, αλλά για καταφύγιο. Μιλούσαν επίσης για στοά που οδηγεί έξω από το μοναστήρι, κάτω στο ρέμα. Μιλούσαν. Διότι πια δε μιλούν. Αυτά είναι ξεχασμένα. Και για κάποιο λόγο αδιάφορα.

7). Για την κατάργηση των μονών της περιοχής και τη συγκέντρωση των θησαυρών τους στη Μονή Μυρτιάς, υπήρχε σημείωση στο περιθώριο παλαιού βιβλίου, από κάποιον καλόγερο προφανώς, που έλεγε ότι αυτό έγινε ύστερα από εντολή του Αλή Πασά, επειδή ο ηγούμενος της Μονής Μυρτιάς ήταν φίλος του. Όμως στο βιβλίο της κυρίας Κακουλίδη διαβάζουμε ότι αυτό έγινε κατά την Βαυαροκρατία, το 1835. Αυτό έγινε, όμως έγινε αλλού, στο μοναστήρι της Μυρτιάς όχι. Το βρίσκουμε πολύ περίεργο… Αυτή η μετάθεση των χρονολογιών είναι τόσο συχνή που προβληματίζει…

8). Η «Πρόθεση» είναι το χειρόγραφο βιβλίο όπου γράφονται τα ονόματα που μνημονεύει ο ιερέας. Η «Πρόθεση» λοιπόν της Μονής τιτλοφορείται με τις λέξεις: «Πρόθεσις της υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Μυρτίας των Κουρητών, πλησίον Γουρίτσας, και Καλυδώνος λίμνης». Όπου «Καλυδών λίμνη», η Τριχωνίδα. Εκτιμούμε ότι οι λέξεις αυτές (που γράφονται το 1700 περίπου) αποτελούν την ισχυρότερη μαρτυρία και αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας την θεωρία μας, σύμφωνα με την οποία η Γουρίτσα (δηλαδή η Μυρτιά) είναι η Κουρήτις γη, η γη των Κουρητών. Λέξη, η οποία, φυσικά, ΔΕΝ είναι Σλάβικη, όπως αστόχαστα επιμένουν ορισμένοι να λένε.

Οι αρχαιολόγοι

Κάποια χρονιά, επί Σωφρόνιου, εργάζονταν στο Μοναστήρι τρεις αρχαιολόγοι. Έκαναν συντήρηση στις τοιχογραφίες. Ήταν ένας άνδρας, ονόματι Γιώργος, και δύο γυναίκες. Η εργασία τους κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια και γι’ αυτό διέμεναν σε κάποιο σπίτι στο χωριό. Όλοι τους θυμούνται. Ο Σωφρόνιος παρακολουθούσε καθημερινά την εργασία τους. Ήταν όμως θυμωμένος με τις δύο κυρίες που πήγαιναν στη δουλειά τους φορώντας παντελόνι. Πήρε την απόφαση να θέσει το ζήτημα. Πάει λοιπόν μια μέρα και τους λέει:

– Να μην ξαναρθείτε με παντελόνι. Εδώ είναι ναός. Από δω και πέρα να έρχεστε με φούστα.

Σταματάει τη δουλειά του ο Γιώργος και λέει στον Σωφρόνιο:

– Ώστε έτσι, πάτερ… Θέλεις να έρχονται με φούστα οι γυναίκες για ν’ ανεβαίνουν στη σκαλωσιά κι εσύ να κοιτάς από κάτω…

Ο Σωφρόνιος ντροπιάστηκε. Δεν έβγαλε μιλιά. Εξαφανίστηκε τρέχοντας. Ούτε ξανάπε κάτι για το παντελόνι.

Η πραγματικότητα

Για πολλούς η καταγραφή αυτών των στοιχείων αποτελεί αποκαθήλωση ενός μύθου που είχαν φτιάξει στο μυαλό τους. Όμως η ιστορία της Μονής δεν είναι ειδυλλιακή, όπως θέλουν να την εμφανίζουν σε λόγους και σε βιβλία οι καθηγητές Πανεπιστημίου. Το μυαλό όλων, όταν ακούει για θησαυρούς ή για χρυσό, πάει στις λίρες. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη μνήμη τους. Φτάνουν μέχρι το αντάρτικο, τότε που οι Εγγλέζοι πέταγαν με τ’ αεροπλάνα κασόνια με λίρες στους αντάρτες. Δεν είναι όμως έτσι. Αυτά τα μοναστήρια χτίστηκαν πάνω σε αρχαίους Ελληνικούς ναούς ή πάνω σε αρχαίους τύμβους. Οι τύμβοι ήταν, συνήθως, αρχαίοι βασιλικοί τάφοι. Στην περιοχή κάποιοι έχουν εντοπίσει και άλλες «τούμπες» (τύμβους). Οι «τούμπες» αυτές παραπέμπουν σε μια εποχή που δεν ιστορήθηκε, δεδομένου ότι τα σπέρματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας άρχισαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. με ήδη καταργημένη τη βασιλεία. Άρα όλα αυτά παραπέμπουν στην εποχή των μυθικών Κουρητών που προηγήθηκαν των Αιτωλών και η παρουσία τους εδώ χάνεται στο απύθμενο βάθος του χρόνου. Επομένως η προστασία αυτού του τόπου, αλλά και η επιστημονική γνωριμία μαζί του, έχει να κάνει με την πιθανή ανακάλυψη μιας άγνωστης «Τροίας».

Η κρύπτη που ονομάζουν «Κρυφό Σχολειό» και – σύμφωνα με το βιβλίο – λένε να την αξιοποιήσουν, δεν είναι Κρυφό Σχολειό. Όπως Κρυφό Σχολειό δεν είναι ούτε η κρύπτη στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στη Μάνδρα Θέρμου. Αυτές οι ετικέτες συνιστούν, τελικώς, απάτη. Από άγνοια ή δόλο, αδιάφορο.

Και μόνο ότι στη Μάνδρα το «Κρυφό Σχολειό» είχε είσοδο στην οροφή, φτάνει για να καταδείξει την πραγματική του ταυτότητα. Όπως μαρτυρεί ο παπα – Δημήτρης Αντωνίου, πριν τριάντα περίπου χρόνια, παιδί τότε, η «οπή» στην οροφή ήταν σαν (ξηρό) πηγάδι, εντός του οποίου (τα παιδιά που έκαναν κατασκήνωση) κρεμούσαν τα καρπούζια για να κρυώνουν.

Παραθέτουμε απόσπασμα σχετικού κειμένου που βρήκαμε στο zouzounews: «Τον Ιούλιο του 1993 με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου των απανταχού Μανδριωτών “Αγία Παρασκευή” και σε συνεργασία με την εκκλησιαστική επιτροπή Μάνδρας, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάδειξης της μέχρι τότε ιεράς κρύπτης του μοναστηριού. Έτσι ήρθε στο φως μια υπόγεια θολωτή αίθουσα μήκους 9 μέτρων, πλάτους 4 και ύψους 5 μέτρων με ένα πλατύ ενισχυτικό τόξο περίπου στο μέσο της και μόνο δύο στόμια εισόδου – εξόδου στην κορυφή της. Κατά τη διάρκεια των εργασιών απομάκρυνσης των μπαζών από το εσωτερικό της κρύπτης, ανακαλύφθηκαν εντός αυτής σύνεργα φωτιάς, μια σειρά οπών στο μέσον του ύψους των παραπλεύρων τοίχων της που δήλωναν την ύπαρξη ξύλινου παταριού, καθώς και ένα μελανοδοχείο με καλάμι της εποχής της τουρκοκρατίας».

Αυτό το τελευταίο (για το μελανοδοχείο) αν θέλουμε το πιστεύουμε. Κατά τη γνώμη μας δείχνει ανομολόγητη ενοχή που προσπαθεί να κρυφτεί.

Στη Βεργίνα, ο τάφος του βασιλιά Φιλίππου, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έχει μήκος 9,50 μέτρα, πλάτος 4,46 μέτρα και ύψος 5,30 μέτρα. Συγκρίνετε τις διαστάσεις με το «Κρυφό Σχολειό» της Μάνδρας: Το μήκος, το πλάτος και το ύψος της αίθουσας είναι μισό μέτρο μικρότερες από τις διαστάσεις του Μακεδονικού τάφου!

Κι εμείς, επιπλέον γνωρίζουμε ότι: Στην περιοχή του αρχαίου Φίστυου υπάρχει ακόμα ένα τέτοιο «Κρυφό Σχολειό». Αναξιοποίητο… Δεν γνωρίζουμε τις διαστάσεις του… Πάνε τριάντα και περισσότερα χρόνια από τότε που ακούσαμε από κάποιον τυμβωρύχο λεπτομερή περιγραφή του εσωτερικού του χώρου, αλλά και των χρυσών ευρημάτων του.

«Κρυφό Σχολειό» λένε πια οι χωριανοί και μία σπηλιά στον βράχο του Κατρουέλη, όπου ήταν παμπάλαια σκήτη (προφανώς της Μονής) με τοιχογραφία των Δώδεκα Αποστόλων που κατέστρεψε κάποιος με τον κασμά, επειδή νόμιζε ότι πίσω από αυτήν θα βρει… λίρες! Σ’ αυτή τη σπηλιά κοιμόντουσαν Αλβανοί μετανάστες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στη Μυρτιά.

Για το τι ήταν τελικά «Κρυφό Σχολειό» δεν θα γράψουμε εδώ τίποτα περισσότερο. Δεν ανήκει στο θέμα. Θα σημειώσουμε μόνο το εξής: Όποιος θέλει να μάθει γι’ αυτό, δεν έχει παρά ν’ αποκωδικοποιήσει την «Γυφτοπούλα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Θα καταλάβει…

Μια ιστορική ανάγκη

Στη μακραίωνη ιστορία της η Μονή Μυρτιάς λεηλατήθηκε πολλές φορές. Κυρίως κατά τις εποχές που οι μοναχοί της έφευγαν γι’ αλλού ή και από την ίδια τη ζωή. Υπήρξαν χρονικά κενά από τον ένα μοναχό στον άλλο. Η σκυτάλη δεν παραδόθηκε ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει ποιος παρέδιδε τι σε ποιον. Ήταν πανεύκολο να επωφεληθεί ο καθένας. Κάθε αρπακτικό είχε πάντα την ευκαιρία του. Η ίδια η ιστορία της Μονής παρουσιάζει τεράστια κενά. Κι αυτό, επειδή την υπηρέτησαν αγράμματοι κυρίως καλόγεροι που κατέγραφαν ελάχιστα πράγματα.

Σήμερα, που από το 2010 με τον ηγούμενο Ιωσήφ Ζωγράφο φαίνεται να βρίσκει τα ζύγια της, πρέπει όλοι να διδαχτούν από το χαοτικό παρελθόν και να μπει επιτέλους μία σειρά που θα της εξασφαλίσει το μέλλον.

Προτεραιότητα έχει, κατά τη γνώμη μας, η σύσταση Επιτροπής Θεματοφυλάκων, αποτελούμενη από μορφωμένους Μυρτιώτες, ντόπιους, η οποία θα λειτουργεί διαχρονικά και θα γίνει θεσμός, θα γίνει παράδοση, θα είναι η ασφαλιστική δικλείδα για την διαφύλαξη όλων όσων αποθησαυρίζονται εκεί, των βιβλίων, των εγγράφων, των ντοκουμέντων. Η Επιτροπή αυτή θα υποδέχεται τον εκάστοτε ηγούμενο και τους μοναχούς, όταν έρχονται και θα τους ξεπροβοδίζει όταν φεύγουν από τη Μονή, η ίδια όμως θα είναι πάντα εκεί για να φυλάει επικουρικά και εναλλακτικά τους θησαυρούς αλλά και τη φυσιογνωμία του ιστορικού αυτού μνημείου, και όλα να καταγράφονται σε διπλό αρχείο, μηνιαίο αντίγραφο του οποίου να διατηρείται και στην Βιβλιοθήκη Αγρινίου ή αλλού.

Η Επιτροπή Θεματοφυλάκων πρέπει να διαθέτει μόνιμο Γραμματέα, με εντολή να καταγράφει λεπτομερώς όλα τα υλικά αντικείμενα και όλα τα συμβάντα, έτσι ώστε να μη δημιουργηθεί ποτέ ξανά κενό στην ιστορία της Μονής ή του χωριού που επί τόσους αιώνες την φιλοξενεί και την περιθάλπει.

Η έρευνα που δεν έγινε

Για την πρόσφατη τουλάχιστον Ιστορία της Μονής υπάρχουν περιθώρια για την καταγραφή της. Στο χωριό ζουν ακόμη άνθρωποι που έχουν να διηγηθούν κάτι σημαντικό, όσο και άγραφο. Η πρόσκληση της καθηγήτριας από το βήμα να προσφέρει ο καθένας ότι θυμάται, πέφτει στο κενό. Όφειλε να γνωρίζει ότι οι αφηγήσεις που έχουν αξία, έρχονται από ανθρώπους που τις θυμούνται, μόνο αν ο ερευνητής τους οδηγήσει με λεπτότητα στο παρελθόν τους. Οι αφιλτράριστες αναμνήσεις αυτών των (αγράμματων, συνήθως) ανθρώπων δεν γράφονται από τους ίδιους. Ποτέ. Δε μπορούν να γραφούν. Δεν ξέρουμε τι είδους ερευνητικό πνεύμα είναι αυτό από μία καθηγήτρια πανεπιστημίου… Μοιάζει μόνο με προσευχή στο Θεό. Άλλη φυλή είναι ο ερευνητής και άλλη ο αφηγητής. Χωρίς τον ερευνητή – ακροατή δεν υπάρχει αφηγητής. Ο ερευνητής αποσπά μαιευτικά την πληροφορία, ιδίως από τους ανθρώπους του λαού που δεν είναι σε θέση ν’ αξιολογήσουν τις μνήμες τους, ούτε να διακρίνουν το σημαντικό από το ασήμαντο, απάντηση λοιπόν χωρίς ερώτηση δεν υπάρχει. Άρα είναι τουλάχιστον αφελής η πρόσκληση: «Όποιος έχει στοιχεία ή γνωρίζει κάτι, μην το κρατάει για τον εαυτό του, μπορεί να είναι πολύτιμο». Αυτό το πνεύμα απαξιώνει τον ερευνητή, ενώ στην πράξη καταργεί τον ίδιο τον αφηγητή. Έτσι γεννιέται η λήθη.

Αν λοιπόν αφήσουμε την Ιστορία άκριτα στα χέρια των αφιλοσόφητων ειδικών, όπως αφήνει κανείς τον αφιλοσόφητο εαυτό του στο έλεος του Θεού, θα γεννηθούν μόνιμες τερατογενέσεις. Εν προκειμένω, δε μπορούμε να κατανοήσουμε πώς μία (πρώην) καθηγήτρια Πανεπιστημίου (νυν συνταξιούχος) η κυρία Κακουλίδη, δεν κατανοούμε πώς μπορεί να δηλώνει στο ακροατήριό της ότι το βιβλίο της – ήδη παινεμένο από άλλους ειδήμονες – δεν βασίζεται στην δική της έρευνα, αλλά στην έρευνα άλλων. Βάζει όμως το κύρος και την υπογραφή της σ’ αυτό, δίνει έτσι ένα βιβλίο, το οποίο θα καταγραφεί αναποφεύκτως στην βιβλιογραφία και θα το επικαλούνται οι επόμενες γενιές των ερευνητών ως αξιόπιστο. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Μα τόση ελαφρότητα πια;

Το χρέος

Απέναντι στο χρέος του πνευματικού ανθρώπου και για χάρη της διαχρονικής αλήθειας, η οποία δε μπορεί να μονοπωλείται από τους καλογέρους, εμείς, ούτως ή άλλως, επιμένουμε σ’ αυτή την μέχρι τώρα απλησίαστη από τους ερευνητές και τους ειδικούς πλευρά των πραγμάτων. Δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εργασία, όπου καταγράψαμε μοναδικά την προφορική παράδοση. Δημοσιεύουμε χωρίς στρογγυλέματα και τα συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις «ήξεις, αφήξεις» το άρθρο ετούτο, στο οποίο, όπως διαπιστώσατε, κάνουμε νέες αποκαλύψεις. Το κάνουμε, επειδή διαπιστώνουμε ότι η επιστημονική έρευνα δεν είναι ελεύθερη, δεν είναι ακηδεμόνευτη, ούτε ανοιχτή στο απρόοπτο. Εν προκειμένω, η έρευνα σπεύδει ν’ αποδείξει και να νομιμοποιήσει την προειλημμένη θρησκευτική απόφαση για το τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο, σύμφωνα πάντα με το τι εξυπηρετεί μια παλιά εμμονή. ΑΥΤΟ είναι για μας το θέμα που πρέπει σ’ αυτή τη χώρα να τεθεί και, κάποτε, να λυθεί…

Τύμπανο 3 / Απρίλιος – Μάιος 2013

Νόρα Καρατσικάκη - Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος