Τι άλλο να πω, Γιάννη μ’; Τι και γιατί… Να πω το ένα, γελάς. Να πω το άλλο, θυμώνεις. Απ’ όσα λέω, δε βρίσκεις τίποτα που να στέκεται ακέριο κι ατόφιο. Για όλα έχεις πρόχειρο εκείνο το αδυσώπητο «όμως…».
Μήπως είσαι πνεύμα αντιλογίας;
Το θέμα με απασχόλησε πολύ. Και είδα ότι, όχι, δεν είσαι πνεύμα αντιλογίας. Δεν είσαι, επειδή αμέτρητες φορές δέχτηκες μία κατηγορία συλλογισμών. Δεν τη δεχόσουν απλά, την επαινούσες κιόλας! Κι εγώ για πολύν καιρό ξεγελιόμουν, αφού με κολάκευε το ενδιαφέρον σου για τα λόγια μου. Δεν είχα καταλάβει ότι τα λόγια μου που επαινούσες, αφορούσαν μόνο τα δικά σου καλά, ποτέ όμως τα δικά μου.
Και, ξαφνικά, πιάνω στον αέρα την ωμή αλήθεια: Όταν οι κουβέντες μου έφευγαν από το οικείο σε σένα πεδίο, γινόμουν οπισθοδρομικός. Όταν οι σκέψεις μου δεν επιβεβαίωναν τις δικές σου, γινόμουν ιδιότροπος. Δεν είχες καμία διάθεση ν’ ανιχνεύσεις κάτι νέο σε μια άλλη κουβέντα για ένα άλλο θέμα, ένοιωσα για πρώτη φορά ότι, όλα όσα λέω, έπρεπε να κινούνται στο δεδομένο πλαίσιο εντός του οποίου επιβεβαιώνεται η εργασία σου και το μέλλον της. Ήταν μια ετικέτα που δεν έβλεπα, ήταν μία αστυνομική ταυτότητα που δεν ήξερα.
Γι’ αυτό σου λέω, Γιάννη μ’… Τι άλλο να πω; Τι και γιατί… Να πω το ένα, γελάς. Να πω το άλλο, θυμώνεις. Αλλά, εγώ, εφαρμόζω το «γηράσκω αεί διδασκόμενος», έχω το σθένος ν’ ανατρέπω τον ίδιο μου τον εαυτό, ν’ ανακαλύπτω μία νέα περιοχή του νου, να ταξιδέψω εκεί που αρνείσαι να ταξιδέψεις. Καταλαβαίνω τώρα με καθυστέρηση μεγάλη ότι η στάση σου απέναντι σ’ αυτά υποδεικνύει μία ακραία συντήρηση, ου μην αλλά και μια εμμονή, την οποία, αισθανόμενος να βοσκάει τα σωθικά σου, αποδίδεις σε μένα. Κι αυτό δεν είναι δίκαιο, Γιάννη μ’.
Νομίζω ότι δεν συζητάμε πια… Νομίζω ότι οι συνομιλίες μας είναι παράλληλοι μονόλογοι. Έχω θέμα.
Κι έχω θέμα, επειδή δεν έβαζα ποτέ τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλί. Σήκωνα πάντα το γάντι. Έχω θέμα, επειδή, αυτή τη φορά, δεν θέλω να σηκώσω το γάντι. Αυτή τη φορά όντως θέλω να χώσω τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλί. Με άλλα λόγια, αυτή τη φορά, θέλω να σιωπήσω. Δεν έχω πια όρεξη. Νοιώθω μια κόπωση. Εξάντληση πες. Τι άλλο να πω; Τι και γιατί…
Ας πω ακόμα ένα:
Θέλω να σιωπήσω, όχι όμως να σταματήσω. Έτερον εκάτερον. Διότι, πώς να το πω, την εποχή που μετέδιδα τις ανακαλύψεις μου, απλά ξοδευόμουν, σπαταλούσα το βιος μου όπως ο άσωτος υιός, χάριζα τις δυνάμεις μου σε όποιον μου τις ζητούσε, για μένα ήταν νόμος το «δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε», κι έλεγα ότι θεϊκό αντίκρισμα σε αυτό θα ήταν η δική σου ανέλιξη, τόσο ανιδιοτελής ήμουν, δεν υπολόγισα ποτέ ότι, όχι, εγώ τίποτα δεν έλαβα δωρεάν, άρα… γιατί να το δίνω δωρεάν; Και δεν είναι θέμα η πνευματική σου πρόοδος ή μη, αλλά μόνο το γεγονός ότι το δικό μου άδειασμα ήταν ανασταλτικός παράγων στο γέμισμα της μπαταρίας. Μόνο αυτό είναι το θέμα: Η φόρτιση της άδειας μπαταρίας μου. Δεν υπάρχει άλλο θέμα πια! Η μπαταρία, καθώς ξέρεις, δεν μπορεί να αυτοτροφοδοτείται αενάως, φορτώνει από την πρίζα της Μεγάλης Πηγής ή, αλλιώς, μόνο με την αυτοσυγκράτηση, μόνο με τη σιωπή, γι’ αυτό και ο Πυθαγόρας επέβαλλε στους μαθητές του πενταετή αφωνία!
Λοιπόν, Γιάννη μ’, μόλις τώρα αντιλήφθηκα την εντολή του σοφού Πυθαγόρα στους μαθητές του: Η άδεια μου μπαταρία δεν θα γεμίσει ποτέ, αν δεν το βουλώσω το ρημάδι, αν δεν στρέψω προς τα μέσα μου το μαχαίρι.