Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Το τίμημα της οργής

Κοινοποίηση

του Δημήτρη Τσεκούρα

Την περασμένη βδομάδα είχαμε θάψει τον καλό μας γείτονα Θανή, που ο καρκίνος του φανερώθηκε για πρώτη φορά μόλις τον πήρανε πολιτικό κρατούμενο· παρά τις προσπάθειες των γιατρών του νοσοκομείου, όπου τον μεταφέρανε, δε στάθηκε μπορετό να κρατηθεί περισσότερο στη ζωή. Τα ξημερώματα της Κυριακής ξεψύχησε μέσα στην αγκαλιά της γριάς μάνας του, στο σπίτι του, φυσικά, όπου τον μεταφέρανε για να πεθάνει, λεύτερος πια…

Η γριά μάνα του για πρώτη εκδήλωσή της διάλεξε να καταραστεί για κάμποσο τους κυβερνήτες της χώρας και, περισσότερο, τους φύλακες του Θανή της· θεώρησε πως αυτοί είσαντε οι αίτιοι, για το που ο γιόκας της είχε χτυπηθεί απ’ την αρρώστια, που θερίζει δίχως καμιά διάκριση λεύτερους και σκλάβους.

Τα μακρόσυρτα μοιρολόγια που ακούγονταν μέσα στη γαλήνη της νύχτας, και η μεγάλη εκτίμηση που έθρεφα στον καλό μας γείτονα Θανή, με κάμανε να συμπαρασταθώ με μια παραπανίσια θλίψη στους συγγενείς του νεκρού· που όσο τους έβλεπα να ξεσπάνε σε κραυγές και να χτυπάνε με τους γρόθους τα στήθια τους, τόσο ένιωθα αχαλίνωτους τους δικούς μου λυγμούς.

Ο καλός μας γείτονας Θανής, πέθανε στην πιο καλή στιγμή της ζωής του· είτανε μονάχα 33 χρόνων, και δε βρίσκω πως θα είχε να προσφέρει άλλο τίποτα στη ζωή, ή να δεχτεί απ’ αυτήν. Πάντοτε ξέγνοιαστος και καλόκαρδος, εύθυμος κι αισιόδοξος, είχε έτοιμο ένα επιφώνημα για να ξεστομίσει, όποτε συναπαντιότανε με γνωστό ή φίλο· πετύχαινε μια χαρά να διοχετεύσει το κέφι και το σφρίγος της καρδιάς του και στο συνομιλητή του. Μόλο που νωρίς αποσύρθηκε απ’ το στίβο της ζωής, όμως δεν χρειαζότανε να παραμείνει άλλο σ’ αυτόν τον κλίβανο, όπου η ανθρώπινη ψυχή παλεύει τιτάνια με τα πάθη και τα συμπλέγματά της, και πασκίζει ν’ απελευθερωθεί απ’ αυτά και να τελειωθεί. Ο καλός Θανής δεν είχε να παλέψει με πάθη και συμπλέγματα. Έτσι, η θλίψη με το θάνατο του λυτρωμένου γείτονα, δεν πήγαζε απ’ τη σκέψη πως ένας νέος χάθηκε, μα από ένα αραχνοΰφαντο συναίσθημα, που θρέφουμε για τους γαλήνιους και λυτρωμένους συνανθρώπους μας, και που την ώρα της κηδείας τους μας φέρνει λυγμούς, μόνο και μόνο για να παίξουνε το ρόλο επιμύθιου, και να επιστεγάσουνε την εκτίμησή μας για το βίο και την πολιτεία τους.

Το ταξίδι που έκαμα Κυριακή πρωί, όπως είταν ευχάριστο, μου έδινε την ευκαιρία να παρατηρώ ακούραστος τα γραφικά μέρη απ’ όπου περνούσαμε, θέαμα που εξουδετέρωσε ομαλά τις θλιβερές αναμνήσεις που κουβαλούσα απ’ την κηδεία του Θανή.

Οι εύθυμοι φίλοι της πρωτεύουσας, θέλοντας ν’ ακούσουνε τους επαίνους μου για την ποιότητα ζωής που κάνανε, με πήγανε σ’ ένα ξενυχτάδικο· εκεί θ’ ακούγαμε, είπανε, απαγορευμένα τραγούδια μουσουργών που είσαντε πολιτικοί κρατούμενοι.

Ακολούθησα τους συντρόφους μου κάνοντας την περιέργειά μου ακονισμένο εφόδιό μου. Θα παρακολουθούσα με πολλή προσοχή και τις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις και του τελευταίου θαμώνα του μαγαζιού. Αν έβλεπα κάτι το προκλητικά άνοστο στα φερσίματά τους, θα γινόμουνα θεριό· θα σηκωνόμουνα πάνω και θα τους σκυλόβριζα όλους.

Αλλά τί θα γινόμουνα θεριό, που γίνηκα κιόλας;

Καθώς ανεβαίναμε τα σκαλιά, μας υποδέχτηκε μια νεκρική σιγή και κατάνυξη. Όταν μπήκαμε, τα φώτα είχανε πέσει, κι ένας κόκκινος προβολέας φώτιζε το μικρό σώμα του τραγουδιστή, που με τη συνοδεία της κιθάρας του μουρμούριζε στίχους αγαπημένους μου:

Με τ’ όπλο,
με τ’ όπλο μονάχα,
θα πέσει ο τύραννος.

-Μα πώς μπορεί να το τραγουδάει τόσο ήρεμα, τη στιγμή που όλος ο λαός τρέμει να ξεστομίσει τα λόγια, ακόμα κι ανάκατα με ανύποπτες κοινές φράσεις σε αθώες συζητήσεις;

Τα λόγια μου ακουστήκανε δυνατά. Από διάφορα σημεία της αίθουσας φτάσανε στ’ αφτιά μου ψιθυριστές κατσάδες, κι ένας απ’ τη συντροφιά μου με σκούντησε στο μπράτσο να σωπάσω.

Στρώθηκα σ’ ένα κάθισμα κάνοντας πολύ θόρυβο, δίχως γι αυτό να νοιαστώ δεκαράκι, και ξεφύσηξα.

Αναρωτήθηκα τότε –από μέσα μου πια-, αφού η χούντα φοβερίζει πως θα χτυπήσει σκληρά κάθε αντίδραση που θα γίνει για ν’ ανατρέψει το καθεστώς, πώς γίνεται, τούτος ο τραγουδιστής, συχνά-πυκνά να μιλάει και να ενεργεί λεύτερα, και παρ’ όλα αυτά να μην τιμωρείται από κάποιον;

Ο τραγουδιστής, παίρνοντας αμπάριζα άρχισε καινούργιο τραγούδι, και σηκώνοντας το κεφάλι ξεφώνισε τους πρώτους στίχους:

Η λευτεριά
μ’ αναζητάει,
μέσ’ στα σοκάκια
της αντίστασης.

Τα καθίσματα κουνηθήκανε, κι όλων οι όψεις φεγγοβόλησαν. Ένας κοντόχοντρος, μαγουλάς και χοντροκέφαλος γυαλάκιας, που καθότανε μπροστά μου, γύρισε και κοίταξε χαμογελώντας την ξενέρωτη που είχε γείρει πάνω του· στο πρόσωπό του είχε απλωθεί ένας ενθουσιασμός, που θα τον δικαιολογούσε μονάχα ο ρητορικός ειρμός λαλίστατου αντιφασίστα ηγέτη.

Ελεεινολόγησα αυτόν το χοντρούλη, που τον βρήκα να ‘ναι βλάκας, και σηκώθηκα πάνω μανιωμένος.

-Υπερβολές!..

Είχα κάμει μεγάλο κρότο όπως άφησα το κάθισμά μου, και οι ψιθυριστές κατσάδες των θαμώνων ξαναχυθήκανε πάνω μου. Οι σύντροφοί μου μ’ έπιασαν απ’ τα ρούχα και με τραβήξανε ξανά στο κάθισμά μου. Ξεφυσούσα.

-Αλεπούδες! μουρμούρισα και τα δόντια μου τρίξανε.

Μια παρδαλή που κυριαρχούσε στη συντροφιά των φίλων μου, έγειρε πάνω μου και ψιθύρισε:

-Εδώ δεν κάνουμε θόρυβο.

Μέσα σ’ αυτόν τον περιορισμό που μου γινόταν, ένιωσα μια λύσσα να παίρνει γεύση παράπονου, και θέλησα να ξεσπάσω σε κλάματα. Εξήγησα τότε γιατί τα παιδάκια κι οι αδύνατοι χαραχτήρες, όταν καταπιέζονται κι έρχονται σ’ αδιέξοδο, ξεσπούνε σε κλάματα.

Για καλή μου τύχη, η ταραχή μου βρήκε διέξοδο, μόλις διάβηκε απ’ το νου μου η φυσιογνωμία του καλού μας γείτονα Θανή. Συλλογίστηκα πια, πως ενώ ο καλός μας γείτονας Θανής, κλεισμένος πότε σε τόπο εξορίας και πότε στα μπουντρούμια της φυλακής του, «έβγαλε» καρκίνο καλπάζουσας μορφής και ξεπαστρεύτηκε, τούτος εδώ ο τραγουδιστής έριχνε λεύτερα δυναμίτη στο λαό, δίχως ν’ αλλάξει ο φωτισμός του, και δίχως κάποιος να του καταστρέψει την έκσταση. Και ξαφνικά, δίχως να λογαριάσω συνέπειες, ούρλιαξα:

-Γομάρια! Ψεύτες!

Ο τραγουδιστής έκρουσε τις χορδές της κιθάρας του νευριασμένος και με κοίταξε άγρια.

-Τι τραγουδάς, γομάρι; Δεν είσαι λεύτερος! Πουλημένε! Τραγουδάς, τάχα μου, τους καημούς του σκλαβωμένου λαού μας. Όμως κάθισες να μετρήσεις, πόσοι από όλους εμάς εδώ μέσα, δε χάνουμε την ευκαιρία να φάμε και να πιούμε με όργανα των δικτατόρων; Κι εσύ, κυρία μου, πόσα χειροφιλήματα δέχτηκες από τους εκπρόσωπους της χούντας, μου λες; Αλλά κι εσύ, κύριέ μου, έχεις πρόχειρο το ύψος των δανεικών που πήρες με τη «μεσολάβηση» κυβερνητικών στελεχών της χούντας; Αλλά κι εσύ, κύριέ μου, μπορείς να θυμηθείς τα ονόματα των κορυφαίων στρατιωτικών ανδρών, που πιέσανε τα μέλη της επιτροπής, και σ’ επιλέξανε για νομάρχη; Α, διάολε!

Ώσπου να πάρω ανάσα, με είχαν αδράξει και με πηγαίνανε γραμμή για έξω. Μπόρεσα κι έδωσα κάμποσες κλωτσιές και μόλις λευτερώθηκα ξανάρθα μπροστά στον τραγουδιστή και ρέκαξα:

-Ο λαός μας είναι σκλαβωμένος. Όσο κι αν τραγουδήσετε μέσα δω, κι όσο κι αν τον κοροϊδέψετε, δεν θα τα καταφέρετε να σώσετε ούτ’ έναν. Ακούστε τι σας λέω! Παμπόνηροι, ενθουσιάζεστε, τάχα μου. Όμως, εγώ, και που σας σκέφτομαι, σκυλιάζω. Γομάρια!

Με σφιχτοδέσανε πολλά μπράτσα, και με πήραν έξω σερνάμενο. Είχε χαράξει· το αγεράκι του δρόμου ανανέωσε το μίσος μου για όλους αυτούς τους κρυόκωλους, που ακούγανε μ’ ολάνοιχτο στόμα εκείνα τα τραγούδια, κι έπιασα καινούργιο τροπάρι:

-Όπλα, μπορείτε να πιάσετε, κωθώνια; Οδοφράγματα, μπορείτε να ορθώσετε, καραγκιόζηδες; Το δικτάτορα, μπορείτε να τον δολοφονήσετε, αλήτες; Είστε σκλάβοι! Ουστ! Είστε περισσότερο από κάθε άλλον σκλαβωμένοι, εσείς! Ουστ!

Και τότε σκέφτηκα, πως ένας που αγωνίστηκε, σκλαβώθηκε και πέθανε λεύτερος, είταν ο καλός μας γείτονας Θανής. Κι όπως με παίρνανε σηκωτό οι αστυνομικοί, που βγήκαν από τ’ αμάξι που είχε φτάσει την ώρα εκείνη, χάρηκα που μου δόθηκε η ευκαιρία να του πλέξω σπονδή, και φώναξα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου:

-Ο τίμιος ελεύθερος της πατρίδας μας, είναι ο καλός μου γείτονας Θανής. Μάθετε, καθίκια, πως στους λάκκους της πόλης μου χώσαμε προχτές τον τίμιο ελεύθερο της πατρίδας μας.

Ο αξιωματικός μου ‘δωσε μια γροθιά στα δόντια, κι όπως έγλυψα τα χείλια μου, ένιωσα γεύση από αίμα, που θάρρεψα πως έτρεξε απ’ τις φλέβες του καλού μου γείτονα Θανή.

-Τον Θανή δεν θα μπορέσεις να τον χτυπήσεις! φώναξα με λύσσα.

-Χαζοπούλι, μου είπε ο αξιωματικός και ξαναγύρισε μπροστά.

Στο αστυνομικό τμήμα με περίμενε βροχή από ερωτήσεις:

-Σου ‘στριψε, κοκοράκι;

-Τ’ είσαι απ’ όλα, παληκάρι ή χωριάτης;

-Είσαι γεννημένος για ηγέτης λαών, ή για να σου ρίχνουνε καρπαζιές;

-Θέλεις στρατοδικείο, ε; Θέλεις μπουντρούμι, ε;

-Γουρούνι!

-Βγάλτε όλοι το σκασμό! ρέκαξα, θαρρώντας πως έτσι θα τους έκλεινα τα στόματα.

Μια καρπαζιά που μου ‘δωσε ο αξιωματικός, μου σήκωσε τις τρίχες.

-Τι πρόκειται να γίνει; φώναξα. Κάντε ό,τι έχετε κατά νου, να τελειώνουμε. Δε μ’ αρέσουνε τα μούτρα σας, θέλω να βρω την ησυχία μου! Θα με μπάσετε φυλακή;

-Θέλεις φυλακή, αντρούκλα;

-Τον τραγουδιστή πότε θα τον ρίξουνε φυλακή, α; ρώτησα. Και τους θαμώνες, πότε θα τους διαλύσετε, α;

Τότε ο αξιωματικός έσκασε στα γέλια, κι ο λαιμός του τέντωσε.

-Γι αυτούς σκας εσύ; Τους έχουμε στο μάτι.

-Και πότε θα τους ρίξετε στο μπουντρούμι, α;

-Ποτέ!

Τα μάτια μου γουρλώσανε.

Ο αξιωματικός έσκασε ξανά στα γέλια, κι ο λαιμός του πάλι τεντώθηκε.

-Εκείνους που τραγουδάνε κει πέρα, τους έχουμε πρώτους στον κατάλογο των κατά φαντασία αντικαθεστωτικών. Φρουροί της τάξης πίνουνε στο κέντρο τους κάθε βράδυ, και καταγράφουνε το παραμικρό. Με το πρώτο που θα καταλάβουμε κάτι ύποπτο, όλα θα καταπνιγούνε. Για την ώρα δεν τους σταματάμε, γιατί τότες ο καθένας δεν θα ένιωθε λεύτερος να πει ό,τι θέλει… Μας βολεύει αυτό, κατάλαβες;

-Εμένα τι σκοπεύετε να με κάμετε; Θα με ρίξετε στο μπουντρούμι;

-Χε! Ποτέ δε σκεφτήκαμε να σε κρατήσουμε. Εσύ ‘σαι κοκοράκι. Είσαι τύφλα στο μεθύσι. Θα σε συνοδέψουμε ως το σπίτι σου, για να μη σε πατήσουνε τα περιστέρια του δρόμου, και θα ‘σαι λεύτερος. Μόνο μην πιεις άλλη φορά, γιατί δεν θα σε σώσει ξανά η κουταμάρα σου.

Σαν είπε αυτά, μου έδωσε μια στα πισινά με την παλάμη του.

-Μπούλη, κι εσύ κι ο τραγουδιστής, κι οι θαμώνες, έχετε πλάκες. Είμαστε τόσο δυνατοί, εμείς τα παιδιά του δικτάτορα, που περιφρονούμε τους κατά φαντασία αντιστασιακούς. Ο λαουτζίκος, που λες αγόρι μου, παρακολουθώντας αυτούς τους ψευτοξεσηκωμένους, νιώθει μιαν ικανοποίηση, καθώς τρώει το ξεροκόμματο της ψεύτικης παληκαριάς· πιστεύει, πως κάποιο μεγάλο κατόρθωμα κάνουν, ενάντια στο δικτάτορα, οι φιγουρατζήδες αντιστασιακοί, κι ελπίζει, ξεθυμαίνει η επαναστατική του διάθεση, σβήνει η οργή του, κι έτσι η επικίνδυνη για μας δραστική του αντίσταση πάει περίπατο. Όμως, φτάνει!

Όταν είπε όλ’ αυτά, μου πάτησε τη μύτη με το δείχτη του χεριού του και χαμογέλασε.

-Με τούτα εδώ ζει ο λαός καλά και ‘μεις καλύτερα, μου είπε, και τα μάτια του γλαρώσανε. Τραβάτε τον σπίτι, πρόσταξε κι έφυγε.

Είχε βγει ο ήλιος. Στο δρόμο οι αστυφύλακες, έτσι για να διασκεδάσουνε, μου πιάνανε τον πισινό. Μ’ έδειρε τότε ένα πικρό παράπονο, τα χείλια μου σουφρώσανε, και ξέσπασα σε φοβερούς λυγμούς.

-Αχ, τι δράμα κι αυτό…, μουρμούρισα μέσα στο μαρτύριό μου.

Όπως το περιπολικό έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έβλεπα τα γύρω μέρη να περνάνε σαν αστραπή πλάι μας, κι ένιωσα να χάνω ένα απ’ τα σπουδαιότερα παιγνίδια της ζωής μου.

Σκαρφάλωσα στο παραθύρι του περιπολικού, κι αποπειράθηκα να πηδήξω. Όμως ο οδηγός, για να μου στερήσει, λες, τη χαρά που θα γευόμουν απ’ την παληκαριά μου αυτή, φρέναρε απότομα. Ο τόπος γύρω έπαψε να τρέχει, και λαχτάρησα να τον κάμω αποκλειστικά δικό μου.

Γύρισα στους αστυφύλακες, και τους κοίταξα με ικετευτικό βλέμμα.

-Μπορώ… να πηδήξω; ρώτησα με τρέμουλα στα χείλια.

Η φωνή μου ακούστηκε κομματιασμένη.

-Παιδάκι, είσαι λεύτερο, μου μίλησε ένας λιγνός και μου μπάτσισε το μέτωπο.

Όταν πάτησα το πόδι μου στην άσφαλτο, η γης γίνηκε με μιας δική μου, και κάτι με διαβεβαίωνε μέσα μου, πως είχα ξαναγίνει αφέντης του εαυτού μου. Μια ξαφνική χαρά ελάφρωσε την καρδιά μου, κι όπως στο δρόμο δεν περνούσανε πολλά αυτοκίνητα εκείνη τη στιγμή, άρχισα να τρέχω όσο παίρνανε τα πόδια μου. Στο παγκάκι του πάρκου κάθισα να πάρω ανάσα.

Ξαφνικά δημιουργήθηκε λίγο πιο δίπλα μου ένας θόρυβος. Ακουστήκανε φωνές· ένα νεαρό άτομο κραύγαζε γοερά και τρεις αστυνομικοί, όπως το είχανε πιάσει άλλος απ’ τα μπράτσα, άλλος απ’ τη μέση κι άλλος απ’ το σβέρκο, το χτυπούσαν αλύπητα κι από πάνω του ρίχνανε και βρισιές που δεν τις ξεχώριζα.

Ο νέος ταρακούνησε το κορμί του μπας και τους ξεφύγει.

-Φασιστόμουτρα! ούρλιαξε. Όσο και να με χτυπήσετε, όσο και να με βασανίσετε, λέξη δε θα πω για την ομάδα μας. Αυτή η ομάδα μεγαλώνει κι όλο μεγαλώνει. Πόσους θα φυλακίσετε; Πόσους θα βασανίσετε; Πόσους θα σκοτώσετε; Θα περισσέψει κόσμος για να προετοιμάσει τον ξεσηκωμό του λαού μας!

Έφτασε σφυρίζοντας ένα περιπολικό. Τον βάλανε μέσα, κι ο οδηγός γκάζωσε τόσο, που σπινιάρανε οι τροχοί. Καθώς το ‘βλεπα που χανότανε στο βάθος της λεωφόρου, μονολόγησα:

-Θα τα διηγηθώ όλα στον Θανή. Πάνω απ’ τον τάφο του υπάρχει μοναξιά και γαλήνη· εκεί θα καθίσω να πνίξω τη ντροπή -ή την περηφάνια-, που αισθάνομαι για τον εαυτό μου τούτη τη στιγμή…

Ζύγωσα στο μέρος που συλλάβανε τον σαματατζή. Τα άτομα που είχανε συγκεντρωθεί εξακολουθούσανε να στέκονται στο πεζοδρόμιο. Είχανε ανοίξει ένα πηγαδάκι, αλλά δεν μιλούσανε.

-Ποιος θα μου δώσει στοιχεία γι αυτό το παιδί; ρώτησα.

Με κοιτάξανε μ’ απορία.

-Θέλω να γράψω τ’ όνομά του πάνω στο σταυρό του καλού μου γείτονα Θανή, είπα.

Κοίταξα στο δρόμο για να κόψω κίνηση. Είταν άδειος.

-Θέλω, επίσης, να γράψουν οι άλλοι και το δικό μου όνομα πάνω στο σταυρό του καλού μου γείτονα Θανή. Ελευθερία ή θάνατος! φώναξα δυνατά όσο μπόρεσα, και βγαίνοντας στη μέση της ασφάλτου, άρχισα να τρέχω όσο γρήγορα μπορούσα.

Ο δρόμος γιόμισε αυτοκίνητα. Άπλωσα τα μπράτσα μου για να κόψω την κυκλοφορία. Οι οδηγοί πατούσανε την κόρνα με μανία.

-Λευτεριά ή Θάνατος!, ξαναφώναξα.

Ακολούθησε μεγάλη καραμπόλα.

-Αν έχετε την τόλμη, ακολουθήστε με! Πάμε όλοι μαζί να καταλάβουμε την πατρίδα!!! Λευτεριά ή Θάνατος!!! Φασίστες!!! Λευτεριά ή θάνατος!!! Κουνηθείτε, ντε!..

Τρία περιπολικά καταφτάσανε σφυρίζοντας.

Συλλογίστηκα:

-Αχά! Τώρα θα με ψοφήσουνε απ’ το βρομόξυλο στα κρατητήρια!..

Τμήμα Ειδήσεων
Τμήμα Ειδήσεωνhttps://agriniovoice.gr
Ειδησεογραφία με έμφαση στο Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία. Επικαιρότητα, Θέσεις Εργασίας, Παναιτωλικός, Μικρές Αγγελίες. Με την υποστήριξη της Εβδομαδιαίας Εφημερίδας της Αιτωλοακαρνανίας «Αναγγελία».
spot_img

Διαβάστε επίσης: