Μιλώντας για το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας ο Υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος σε συνέντευξή του στον Sky είπε ότι «αν δεν είχαμε το ελαιόλαδο 60% πάνω από πέρυσι, ο πληθωρισμός θα είχε πέσει στο 1%». Εξήγησε ότι, αν δεν υπήρχαν οι αυξήσεις στο λάδι, ο πληθωρισμός θα είχε πέσει πολύ περισσότερο. «Πέρυσι τέτοιο καιρό ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ήταν 10,4%, ενώ αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο 3% και αν δεν είχαμε το λάδι 60% πάνω από πέρσι, θα βρισκόταν στο 1%», δήλωσε συγκεκριμένα ο κ. Θεοδωρικάκος.
Λοιπόν, για το λάδι, θα καταθέσουμε την άποψη ότι… καλά έκαμε κι ακρίβυνε. Καλά θα κάνει και να μην… ξεακριβύνει. Καλά θα κάνει και η κυβέρνηση να το αφήσει στην τιμή που ανέβηκε, καλά θα κάνουν και οι καταναλωτές ν’ αποδεχτούν αυτή την υψηλή τιμή. Διότι:
Η φτηνή τιμή του λαδιού στην οποία είχαμε συνηθίσει, δεν ανταποκρινόταν στην αξία του προϊόντος. Ήταν μια αντανάκλαση του όχι πολύ μακρινού γεωργικού παρελθόντος της χώρας. Κάποτε θα τελείωνε αυτό. Και, φυσικά, έπρεπε να τελειώσει.
Η φτηνή τιμή του λαδιού ερχόταν από την εποχή που εργαζόταν στον ελαιώνα όλη η οικογένεια. Ήταν ένα «οικογενειακό συνεργείο» με 10 ή 12 ή 14 εργατικά χέρια που δούλευαν στον ελαιώνα αμισθί. Δούλευαν «για το λαδάκι» της οικογένειας. Ό,τι περίσσευε, το πουλούσαν για να έχουν και τα μετρητά τους, ν’ αγοράσουν αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι, μακαρόνια… ό,τι δε μπορούσαν να παράγουν οι ίδιοι. Έτσι κινιόταν τότε η οικονομία.
Ξαφνικά όμως άλλαξαν όλα. Τα παιδιά που μεγάλωναν, ήθελαν «να φύγουν από την ταλαιπωρία», ονειρεύονταν την πόλη, βρήκαν δουλειά στο Δημόσιο… Χοντρικά δηλαδή… Πίσω έμειναν οι γονείς που δεν άργησαν να γίνουν ανήμποροι γέροι. Και, τότε, για να μαζέψουν τις ελιές, άρχισαν ν’ αναζητούν εργατικά χέρια. Το 1991 άνοιξαν οι πύλες και μπήκαν στη χώρα ένα εκατομμύριο Αλβανοί εργάτες. Φάνηκε να είναι η λύση του προβλήματος. Το μεροκάματο ξεκίνησε από τα 30 ευρώ (σημερινά, γιατί τότε ήταν δραχμές) ανέβηκε στα 40 και, κάποια στιγμή έφτασε στα 50 ευρώ. Με τον καφέ και το φαγητό ξεπερνούσε τα 60 ευρώ κατ’ άτομο.
Κάνε τώρα τον υπολογισμό: Ένας ελαιώνας που ήθελε το πενταμελές «οικογενειακό συνεργείο» για να μαζέψει τις ελιές, χρειαζόταν / χρειάζεται δηλαδή 300 ευρώ την ημέρα. Πόσο λάδι να βγάλει ένας οικογενειακός ελαιώνας για να πληρώσει τόσα λεφτά; Πόσο λάδι να πουλήσει; Και σε ποια τιμή, ώστε να καλύψει άλλα έξοδα του ελαιώνα (λίπανση, κλάδεμα, καθάρισμα ή άλλα αφανή έξοδα) να μείνει και κάτι ως κέρδος;
Με τις τιμές που έτρεχαν στην Αγορά, οι ελαιοπαραγωγοί «έμπαιναν μέσα». Μπαίνουν δηλαδή. Όσοι έχουν έναν πατρογονικό ελαιώνα, ξέρουν ότι, για καιρό, για πολλά χρόνια, οι οικογένειες «πλήρωναν από την τσέπη τους» για να μαζέψουν τις ελιές, παρά το γεγονός ότι έβρισκαν πολύ φτηνότερο λάδι στην Αγορά. Το έκαναν από πάθος, από παράδοση, από εθισμό, πες… Δεν ήταν μόνο αυτό. Οι εργάτες δεν πρόσεχαν τα δέντρα, πήγαιναν για το μεροκάματο, δεν τους ένοιαζε ούτε πώς θα κλαδέψουν, ούτε ποιες πληγές προκαλούν στο δέντρο. Σιγά – σιγά οι ελαιώνες μπήκαν σε κύκλο παρακμής. Το μάζεμα της ελιάς έγινε ακόμα πιο ασύμφορο. Είναι θέμα χρόνου η εγκατάλειψη του οικογενειακού ελαιώνα.
Για τον καταναλωτή, το λάδι είναι ακριβό, εντάξει. Αυτό συμβαίνει όμως για πρώτη φορά στην ιστορία του. Και καλά θα κάνει να μείνει ακριβό. Είναι ο μόνος τρόπος για να μην εξαφανιστεί. Από την Ελλάδα δηλαδή… Γιατί, αλλού, στην Αίγυπτο, ας πούμε, η καλλιέργεια της ελιάς ανθεί.